Hebrew: Modern

Greek: Modern

Ruth

3

1ותאמר לה נעמי חמותה בתי הלא אבקש לך מנוח אשר ייטב לך׃
1[] Και ειπε προς αυτην η Ναομι η πενθερα αυτης, Θυγατηρ μου, να μη ζητησω αναπαυσιν εις σε δια να ευημερησης;
2ועתה הלא בעז מדעתנו אשר היית את נערותיו הנה הוא זרה את גרן השערים הלילה׃
2και τωρα, μηπως δεν ειναι Βοοζ εκ της συγγενειας ημων, μετα των κορασιων του οποιου ησο; ιδου, αυτος λικμιζει ταυτην την νυκτα το αλωνιον των κριθων·
3ורחצת וסכת ושמת שמלתך עליך וירדתי הגרן אל תודעי לאיש עד כלתו לאכל ולשתות׃
3λουσθητι λοιπον και αλειφθητι και ενδυθητι την στολην σου και καταβα εις το αλωνιον· μη γνωρισθης εις τον ανθρωπον, εωσου τελειωση απο του να φαγη και να πιη·
4ויהי בשכבו וידעת את המקום אשר ישכב שם ובאת וגלית מרגלתיו ושכבתי והוא יגיד לך את אשר תעשין׃
4και ενω πλαγιαζει, παρατηρησον τον τοπον οπου πλαγιαζει, και ελθουσα σηκωσον το σκεπασμα απο των ποδων αυτου, και πλαγιασον· και εκεινος θελει σοι ειπει τι να καμης.
5ותאמר אליה כל אשר תאמרי אעשה׃
5Η δε ειπε προς αυτην, Παντα οσα λεγεις εις εμε, θελω καμει.
6ותרד הגרן ותעש ככל אשר צותה חמותה׃
6[] Και κατεβη εις το αλωνιον και εκαμε παντα οσα προσεταξεν εις αυτην η πενθερα αυτης.
7ויאכל בעז וישת וייטב לבו ויבא לשכב בקצה הערמה ותבא בלט ותגל מרגלתיו ותשכב׃
7Και αφου ο Βοοζ εφαγε και επιε, και ευφρανη η καρδια αυτου, υπηγε να πλαγιαση εις την ακραν του σωρου του σιτου· εκεινη δε ηλθε κρυφιως και εσηκωσε ο σκεπασμα απο των ποδων αυτου και επλαγιασε.
8ויהי בחצי הלילה ויחרד האיש וילפת והנה אשה שכבת מרגלתיו׃
8Και προς το μεσονυκτιον εξεστη ο ανθρωπος και συνεταραχθη· και ιδου, γυνη εκοιματο παρα τους ποδας αυτου.
9ויאמר מי את ותאמר אנכי רות אמתך ופרשת כנפך על אמתך כי גאל אתה׃
9Και ειπε, Ποια εισαι συ; Εκεινη δε απεκριθη, Εγω η Ρουθ η δουλη σου· απλωσον λοιπον την πτερυγα σου επι την δουλην σου· διοτι εισαι ο πλησιεστερος συγγενης μου.
10ויאמר ברוכה את ליהוה בתי היטבת חסדך האחרון מן הראשון לבלתי לכת אחרי הבחורים אם דל ואם עשיר׃
10Ο δε ειπεν, Ευλογημενη να ησαι παρα Κυριου, θυγατερ· διοτι εδειξας περισσοτεραν αγαθωσυνην εσχατως παρα προτερον, μη υπαγουσα κατοπιν νεων, ειτε πτωχων ειτε πλουσιων·
11ועתה בתי אל תיראי כל אשר תאמרי אעשה לך כי יודע כל שער עמי כי אשת חיל את׃
11και τωρα, θυγατερ, μη φοβου· θελω καμει εις σε παν ο, τι ειπης· διοτι πασα η πολις του λαου μου εξευρει οτι εισαι γυνη εναρετος·
12ועתה כי אמנם כי אם גאל אנכי וגם יש גאל קרוב ממני׃
12και τωρα ειναι αληθες οτι εγω ειμαι στενος συγγενης· ειναι ομως αλλος συγγενης πλησιεστερος εμου·
13ליני הלילה והיה בבקר אם יגאלך טוב יגאל ואם לא יחפץ לגאלך וגאלתיך אנכי חי יהוה שכבי עד הבקר׃
13μεινον ταυτην την νυκτα· και το πρωι εαν αυτος θελη να εκπληρωση προς σε το χρεος το συγγενικον, καλον· ας το εκπληρωση· αλλ' εαν δεν θελη να εκπληρωση προς σε το χρεος το συγγενικον, τοτε εγω θελω εκπληρωσει τουτο προς σε, ζη Κυριος· κοιμηθητι εως πρωι.
14ותשכב מרגלתו עד הבקר ותקם בטרום יכיר איש את רעהו ויאמר אל יודע כי באה האשה הגרן׃
14[] Και εκοιμηθη παρα τους ποδας αυτου εως πρωι· και εσηκωθη πριν διακρινη ανθρωπος ανθρωπον. Και εκεινος ειπεν, Ας μη γνωρισθη οτι ηλθεν η γυνη εις το αλωνιον.
15ויאמר הבי המטפחת אשר עליך ואחזי בה ותאחז בה וימד שש שערים וישת עליה ויבא העיר׃
15Ειπε προσετι, Φερε το περικαλυμμα το επανω σου και κρατει αυτο. Και εκεινη εκρατει αυτο, και αυτος εμετρησεν εξ μετρα κριθης και εβαλεν επ' αυτην· και υπηγεν εις την πολιν.
16ותבוא אל חמותה ותאמר מי את בתי ותגד לה את כל אשר עשה לה האיש׃
16Και οτε ηλθε προς την πενθεραν αυτης, εκεινη ειπε, Τι εγεινεν εις σε, θυγατηρ μου; Και αυτη ανηγγειλε προς αυτην παντα οσα εκαμεν εις αυτην ο ανθρωπος·
17ותאמר שש השערים האלה נתן לי כי אמר אל תבואי ריקם אל חמותך׃
17και ειπεν, Εδωκεν εις εμε ταυτα τα εξ μετρα της κριθης· διοτι, Δεν θελεις υπαγει, μοι ειπε, κενη προς την πενθεραν σου.
18ותאמר שבי בתי עד אשר תדעין איך יפל דבר כי לא ישקט האיש כי אם כלה הדבר היום׃
18Η δε ειπε, Καθου, θυγατηρ μου, εωσου ιδης πως θελει τελειωσει το πραγμα· διοτι ο ανθρωπος δεν θελει ησυχασει, εωσου τελειωση το πραγμα σημερον.