Russian 1876

Greek: Modern

1 Samuel

3

1Отрок Самуил служил Господу при Илии; слово Господне было редко в те дни, видения были не часты.
1[] Και το παιδιον ο Σαμουηλ υπηρετει τον Κυριον εμπροσθεν του Ηλει. Ο λογος δε του Κυριου ητο σπανιος κατ' εκεινας τας ημερας· ορασις δεν εφαινετο.
2И было в то время, когда Илий лежал на своем месте, – глаза же его начали смежаться, и он не мог видеть, –
2Κατ' εκεινον δε τον καιρον, οτε ο Ηλει εκοιτετο εν τω τοπω αυτου, και οι οφθαλμοι αυτου ησαν ημαυρωμενοι, ωστε δεν ηδυνατο να βλεπη,
3и светильник Божий еще не погас, и Самуил лежал в храме Господнем, где ковчег Божий;
3ο δε Σαμουηλ εκοιτετο εν τω ναω του Κυριου, οπου ητο η κιβωτος του Θεου, πριν ο λυχνος του Θεου σβεσθη,
4воззвал Господь к Самуилу: И отвечал он: вот я!
4εκαλεσεν ο Κυριος τον Σαμουηλ· ο δε απεκριθη, Ιδου, εγω.
5И побежал к Илию и сказал: вот я! ты звал меня. Но тот сказал: я не звал тебя; пойди назад, ложись. И он пошел и лег.
5Και ετρεξε προς τον Ηλει και ειπεν, Ιδου, εγω· διοτι με εκαλεσας. Ο δε ειπε, Δεν σε εκαλεσα· επιστρεψον να κοιμηθης. Και υπηγε να κοιμηθη.
6Но Господь в другой раз воззвал к Самуилу: Он встал, и пришел к Илию вторично, и сказал: вот я! ты звал меня. Но тот сказал: я не звал тебя, сын мой; пойди назад, ложись.
6Ο δε Κυριος εκαλεσε παλιν εκ δευτερου, Σαμουηλ. Και εσηκωθη ο Σαμουηλ και υπηγε προς τον Ηλει και ειπεν, Ιδου, εγω· διοτι με εκαλεσας. Ο δε απεκριθη, Δεν σε εκαλεσα, τεκνον μου· επιστρεψον να κοιμηθης.
7Самуил еще не знал тогда голоса Господа, и еще не открывалось ему слово Господне.
7Και Σαμουηλ δεν εγνωριζεν ετι τον Κυριον, και ο λογος του Κυριου δεν ειχεν ετι αποκαλυφθη εις αυτον.
8И воззвал Господь к Самуилу еще в третий раз. Он встал и пришел к Илию и сказал: вот я! ты звал меня. Тогда понялИлий, что Господь зовет отрока.
8Και εκαλεσεν ο Κυριος τον Σαμουηλ παλιν εκ τριτου. Και εσηκωθη και υπηγε προς τον Ηλει και ειπεν, Ιδου, εγω· διοτι με εκαλεσας. Και ενοησεν ο Ηλει οτι ο Κυριος εκαλεσε το παιδιον.
9И сказал Илий Самуилу: пойди назад и ложись, и когда Зовущий позовет тебя, ты скажи: говори, Господи, ибо слышит раб Твой. И пошел Самуил и лег на месте своем.
9Και ειπεν ο Ηλει προς τον Σαμουηλ, Υπαγε να κοιμηθης· και εαν σε κραξη, θελεις ειπει, Λαλησον, Κυριε· διοτι ο δουλος σου ακουει. Και ο Σαμουηλ υπηγε και εκοιμηθη εν τω τοπω αυτου.
10И пришел Господь, и стал, и воззвал, как в тот и другой раз: Самуил, Самуил! И сказал Самуил: говори, Господи , ибо слышит раб Твой.
10Και ηλθεν ο Κυριος και σταθεις εκαλεσε καθως το προτερον, Σαμουηλ, Σαμουηλ. Τοτε ο Σαμουηλ απεκριθη, Λαλησον, διοτι ο δουλος σου ακουει.
11И сказал Господь Самуилу: вот, Я сделаю дело в Израиле, о которомкто услышит, у того зазвенит в обоих ушах;
11[] Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, Ιδου, εγω θελω καμει εις τον Ισραηλ πραγμα, ωστε παντος ακουοντος αυτο θελουσιν ηχησει αμφοτερα τα ωτα·
12в тот день Я исполню над Илием все то, что Я говорил о доме его;Я начну и окончу;
12εν εκεινη τη ημερα θελω εκτελεσει εναντιον του Ηλει παντα οσα ελαλησα περι του οικου αυτου· θελω αρχισει και θελω επιτελεσει,
13Я объявил ему, что Я накажу дом его на веки за ту вину, что онзнал, как сыновья его нечествуют, и не обуздывал их;
13διοτι ανηγγειλα προς αυτον, οτι εγω θελω κρινει τον οικον αυτου εως αιωνος δια την ανομιαν· επειδη γνωρισας οτι οι υιοι αυτου εφερον καταραν εφ' εαυτους, δεν συνεστειλεν αυτους·
14и посему клянусь дому Илия, что вина дома Илиева не загладится ни жертвами, ни приношениями хлебными вовек.
14και δια τουτο ωμοσα εναντιον του οικου του Ηλει, οτι η ανομια των υιων του Ηλει δεν θελει καθαρισθη εις τον αιωνα δια θυσιας ουδε δια προσφορας.
15И спал Самуил до утра, и отворил двери дома Господня; и боялся Самуил объявить видение сие Илию.
15Και εκοιμηθη ο Σαμουηλ εως πρωιας· επειτα ηνοιξε τας θυρας του οικου του Κυριου. Και εφοβειτο ο Σαμουηλ να αναγγειλη την ορασιν προς τον Ηλει.
16Но Илий позвал Самуила и сказал: сын мой Самуил! Тот сказал: вот я!
16Εκαλεσε δε ο Ηλει τον Σαμουηλ και ειπε, Σαμουηλ, τεκνον μου. Ο δε απεκριθη, Ιδου, εγω.
17И сказал Илий : что сказано тебе? не скрой от меня; то и то сделает с тобою Бог, и еще больше сделает, если ты утаишь от меня что-либо из всего того, что сказано тебе.
17Και ειπε, Ποιος ειναι ο λογος, ο λαληθεις προς σε; μη κρυψης αυτον, παρακαλω, απ' εμου· ουτω να καμη εις σε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν κρυψης απ' εμου τινα εκ παντων των λογων των λαληθεντων προς σε.
18И объявил ему Самуил все и не скрыл от него ничего . Тогда сказал Илий :Он – Господь; что Ему угодно, то да сотворит.
18Και ανηγγειλε προς αυτον ο Σαμουηλ παντας τους λογους, και δεν εκρυψεν απ' αυτου ουδενα. Και ειπεν ο Ηλει, Αυτος ειναι Κυριος· ας καμη το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
19И возрос Самуил, и Господь был с ним; и не осталось ни одного из слов его неисполнившимся.
19[] Και εμεγαλονεν ο Σαμουηλ· και ο Κυριος ητο μετ' αυτου και δεν αφινε να πιπτη ουδεις εκ των λογων αυτου εις την γην.
20И узнал весь Израиль от Дана до Вирсавии, что Самуил удостоен бытьпророком Господним.
20Και πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, εγνωρισεν οτι ο Σαμουηλ ητο διωρισμενος εις το να ηναι προφητης του Κυριου.
21И продолжал Господь являться в Силоме после того, как открыл Себя Самуилу в Силоме чрез слово Господне.
21Και εξηκολουθησεν ο Κυριος να φανερονηται εν Σηλω· διοτι απεκαλυπτετο ο Κυριος προς τον Σαμουηλ εν Σηλω δια του λογου του Κυριου.