1И пробыл ковчег Господень в области Филистимской семь месяцев.
1[] Και ητο η κιβωτος του Κυριου εν τη γη των Φιλισταιων επτα μηνας.
2И призвали Филистимляне жрецов и прорицателей, и сказали: что намделать с ковчегом Господним? научите нас, как нам отпустить его в свое место.
2Και εκραξαν οι Φιλισταιοι τους ιερεις και τους μαντεις, λεγοντες, Τι να καμωμεν εις την κιβωτον του Κυριου; φανερωσατε εις ημας τινι τροπω θελομεν αποστειλει αυτην εις τον τοπον αυτης.
3Те сказали: если вы хотите отпустить ковчег Бога Израилева, то не отпускайте его ни с чем, но принесите Ему жертву повинности; тогда исцелитесь и узнаете, за что не отступает от вас рука Его.
3Οι δε ειπον, Εαν εξαποστειλητε την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ, μη αποστειλητε αυτην κενην· αλλα κατα παντα τροπον αποδοτε εις αυτον προσφοραν περι ανομιας· τοτε θελετε ιαθη και θελετε γνωρισει δια τι η χειρ αυτου δεν απεσυρθη απο σας.
4И сказали они: какую жертву повинности должны мы принести Ему? Те сказали: по числу владетелей Филистимских пять наростов золотых и пять мышей золотых; ибо казнь одна на всех вас и на владетелях ваших;
4Και ειπον, Ποια ειναι η περι ανομιας προσφορα, την οποιαν θελομεν αποδωσει εις αυτον; Οι δε απεκριθησαν, Κατα τον αριθμον των σατραπων των Φιλισταιων, πεντε αιμορροιδες χρυσαι και πεντε χρυσοι ποντικοι· διοτι η αυτη πληγη ητο επι παντας υμας και επι τους σατραπας υμων·
5итак сделайте изваяния наростов ваших и изваяния мышей ваших,опустошающих землю, и воздайте славу Богу Израилеву; может быть, Он облегчит руку Свою над вами и над богами вашими и над землею вашею;
5δια τουτο θελετε καμει ομοιωματα των αιμορροιδων σας και ομοιωματα των ποντικων σας των φθειροντων την γην· και θελετε δωσει δοξαν εις τον Θεον του Ισραηλ· ισως ελαφρυνη την χειρα αυτου αφ' υμων και απο των θεων υμων και απο της γης υμων·
6и для чего вам ожесточать сердце ваше, как ожесточили сердце свое Египтяне и фараон? вот, когда Господь показал силу Свою над ними, то они отпустили их, и тепошли;
6δια τι λοιπον σκληρυνετε τας καρδιας σας, καθως οι Αιγυπτιοι και ο Φαραω εσκληρυναν τας καρδιας αυτων; οτε εκαμε τεραστια εν τω μεσω αυτων, δεν αφηκαν αυτους να υπαγωσι, και αυτοι ανεχωρησαν;
7итак возьмите, сделайте одну колесницу новую и возьмите двухпервородивших коров, на которых не было ярма, и впрягите коров в колесницу, а телят их отведите от них домой;
7τωρα λοιπον λαβετε και ετοιμασατε μιαν αμαξαν νεαν και δυο βους θηλαζουσας, εις τας οποιας δεν επεβληθη ζυγος, και ζευξατε τας βους εις την αμαξαν, τους δε μοσχους αυτων επαναφερετε απ' οπισθεν αυτων εις τον οικον·
8и возьмите ковчег Господень, и поставьте его на колесницу, а золотые вещи, которые принесете Ему в жертву повинности, положите в ящик сбоку его; и отпустите его, и пусть пойдет;
8και λαβετε την κιβωτον του Κυριου και θεσατε αυτην επι της αμαξης· και τα σκευη τα χρυσα, τα οποια αποδιδετε εις αυτον προσφοραν περι ανομιας, θεσατε εν κιβωτιω εις τα πλαγια αυτης· και εξαποστειλατε αυτην να υπαγη·
9и смотрите, если он пойдет к пределам своим, к Вефсамису, то он великое сие зло сделал нам; если же нет, то мы будем знать, что не его рука поразила нас, а сделалось это с нами случайно.
9και βλεπετε, εαν αναβαινη δια της οδου των οριων αυτης εις Βαιθ-σεμες, αυτος εκαμεν εις ημας το μεγα τουτο κακον· εαν δε μη, τοτε θελομεν γνωρισει οτι δεν επαταξεν ημας η χειρ αυτου, αλλ' οτι τουτο εσταθη τυχαιον εις ημας.
10И сделали они так: и взяли двух первородивших коров и впрягли их в колесницу, а телят их удержали дома;
10[] Και εκαμον ουτως οι ανδρες, και λαβοντες δυο βους θηλαζουσας, εζευξαν αυτας εις την αμαξαν, τους δε μοσχους αυτων απεκλεισαν εν τω οικω.
11и поставили ковчег Господа на колесницу и ящик с золотыми мышамии изваяниями наростов.
11Και εθεσαν την κιβωτον του Κυριου επι της αμαξης και το κιβωτιον μετα των χρυσων ποντικων και των ομοιωματων των αιμορροιδων αυτων.
12И пошли коровы прямо на дорогу к Вефсамису; одною дорогою шли, шли и мычали, но не уклонялись ни направо, ни налево; владетели же Филистимские следовали за ними до пределов Вефсамиса.
12Και διευθυνθησαν αι βους εις την οδον την εις Βαιθ-σεμες· την αυτην οδον εξηκολουθουν, μυκωμεναι ενω υπηγαινον, και δεν μετεστρεφοντο δεξια η αριστερα· οι δε σατραπαι των Φιλισταιων επορευοντο κατοπιν αυτων εως των οριων της Βαιθ-σεμες.
13Жители Вефсамиса жали тогда пшеницу в долине, и взглянувувидели ковчег Господень, и обрадовались, что увидели его.
13Και οι Βαιθ-σεμιται εθεριζον τον σιτον αυτων εν τη κοιλαδι και υψωσαντες τους οφθαλμους αυτων, ειδον την κιβωτον και ιδοντες υπερεχαρησαν.
14Колесница же пришла на поле Иисуса Вефсамитянина и остановиласьтам; и был тут большой камень, и раскололи колесницу на дрова, а коров принесли во всесожжение Господу.
14Και εισηλθεν η αμαξα εις τον αγρον Ιησου του Βαιθ-σεμιτου και εσταθη εκει, οπου ητο λιθος μεγας· και εσχισαν τα ξυλα της αμαξης, και προσεφεραν τας βους ολοκαυτωμα εις τον Κυριον.
15Левиты сняли ковчег Господа и ящик, бывший при нем, в котором были золотые вещи, и поставили на большом том камне; жители же Вефсамиса принесли в тотдень всесожжения и закололи жертвы Господу.
15Και οι Λευιται κατεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και το κιβωτιον το μετ' αυτης, το περιεχον τα χρυσα σκευη, και εθεσαν επι του λιθου του μεγαλου· και οι ανδρες της Βαιθ-σεμες προσεφεραν ολοκαυτωματα και εθυσαν θυσιας εις τον Κυριον την αυτην ημεραν.
16И пять владетелей Филистимских видели это и возвратились в тот день в Аккарон.
16Και αφου οι πεντε σατραπαι των Φιλισταιων ειδον, επεστρεψαν εις Ακκαρων την αυτην ημεραν.
17Золотые эти наросты, которые принесли Филистимляне в жертву повинности Господу, были: один за Азот, один за Газу, один за Аскалон, один за Геф, один за Аккарон;
17Αυται δε ησαν αι αιμορροιδες αι χρυσαι, τας οποιας οι Φιλισταιοι απεδωκαν προσφοραν περι ανομιας εις τον Κυριον· της Αζωτου μια, της Γαζης μια, της Ασκαλωνος μια, της Γαθ μια, της Ακκαρων μια·
18а золотые мыши были по числу всех городов Филистимских – пяти владетелей,от городов укрепленных и до открытых сел, до большого камня, на котором поставили ковчег Господа и который находится до сего дня на поле Иисуса Вефсамитянина.
18και οι ποντικοι οι χρυσοι κατα τον αριθμον πασων των πολεων των Φιλισταιων, των πεντε σατραπων, απο πολεων περιτετειχισμενων και κωμων απεριτειχιστων, εως μαλιστα του λιθου του μεγαλου, Αβελ, επι του οποιου κατεθεσαν την κιβωτον του Κυριου· οστις σωζεται εως της ημερας ταυτης εν τω αγρω Ιησου του Βαιθ-σεμιτου.
19И поразил Он жителей Вефсамиса за то, что они заглядывали в ковчег Господа, и убил из народа пятьдесят тысяч семьдесят человек; и заплакал народ, ибо поразил Господь народ поражением великим.
19[] Και επαταξεν ο Κυριος τους ανδρας της Βαιθ-σεμες, διοτι ενεβλεψαν εις την κιβωτον του Κυριου· και επαταξεν εκ του λαου ανδρας πεντηκοντα χιλιαδας και εβδομηκοντα· και επενθησεν ο λαος, διοτι επαταξεν αυτον ο Κυριος εν πληγη μεγαλη.
20И сказали жители Вефсамиса: кто может стоять пред Господом, сим святым Богом? и к кому Он пойдет от нас?
20Και ειπαν οι ανδρες της Βαιθ-σεμες, Τις δυναται να σταθη ενωπιον του Κυριου, του αγιου τουτου Θεου; και προς τινα θελει αναβη αφ' ημων;
21И послали послов к жителям Кириаф-Иарима сказать: Филистимляне возвратили ковчег Господа; придите, возьмите его к себе.
21Και απεστειλαν μηνυτας προς τους κατοικους της Κιριαθ ιαρειμ, λεγοντες, Οι Φιλισταιοι εφεραν οπισω την κιβωτον του Κυριου· καταβητε, αναβιβασατε αυτην προς εαυτους.