Russian 1876

Greek: Modern

2 Samuel

4

1И услышал Иевосфей , сын Саулов, что умер Авенир в Хевроне,и опустились руки его, и весь Израиль смутился.
1[] Και οτε ηκουσεν ο υιος του Σαουλ οτι ο Αβενηρ απεθανεν εν Χεβρων, αι χειρες αυτου ενεκρωθησαν, και παντες οι Ισραηλιται συνεταραχθησαν.
2У Иевосфея , сына Саулова, два было предводителя войска; имя одного – Баана и имя другого – Рихав, сыновья Реммона Беерофянина, из потомков Вениаминовых, ибо и Беероф причислялся к Вениамину.
2Ειχε δε ο υιος του Σαουλ δυο ανδρας, οιτινες ησαν οπλαργηγοι, το ονομα του ενος Βαανα, και το ονομα του αλλου Ρηχαβ, υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, εκ των υιων Βενιαμιν· διοτι και η Βηρωθ ελογιζετο του Βενιαμιν·
3И убежали Беерофяне в Гиффаим и остались там пришельцами до сего дня.
3οι δε Βηρωθαιοι ειχον φυγει εις Γιτθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης.
4У Ионафана, сына Саулова, был сын хромой. Пять лет было ему, когда пришло известие о Сауле и Ионафане из Изрееля, и нянька, взяв его,побежала. И когда она бежала поспешно, то он упал, и сделался хромым. Имя его Мемфивосфей.
4Ιωναθαν δε, ο υιος του Σαουλ, ειχεν υιον βεβλαμμενον τους ποδας. Ητο ηλικιας πεντε ετων οτε ηλθον αι αγγελιαι εξ Ιεζραηλ περι του Σαουλ και Ιωναθαν, και εσηκωσεν αυτον τροφος αυτου και εφυγεν· ενω δε εσπευδε να φυγη, επεσεν αυτος και εχωλωθη· το δε ονομα αυτου Μεμφιβοσθε.
5И пошли сыны Реммона Беерофянина, Рихав и Баана, и пришли в самый жар дня к дому Иевосфея; а он спал на постели в полдень.
5Και υπηγαν οι υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, Ρηχαβ και Βαανα, και εις το καυμα της ημερας εισηλθον εις την οικιαν του Ις-βοσθε οστις εκοιτετο επι κλινης το μεσημεριον·
6Рихав и Баана, брат его, вошли внутрь дома, как бы для того, чтобы взять пшеницы; и поразили его в живот и убежали.
6και εισηλθον εκει εως του μεσου της οικιας, ως δια να λαβωσι σιτον· και εκτυπησαν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν· και ο Ρηχαβ και Βαανα ο αδελφος αυτου διεσωθησαν.
7Когда они вошли в дом, Иевосфей лежал на постели своей, в спальной комнате своей; и они поразили его, и умертвили его, и отрубили голову его, и взялиголову его с собою, и шли пустынною дорогою всю ночь;
7Διοτι οτε εισηλθον εις την οικιαν, εκεινος εκοιτετο επι της κλινης αυτου εντος του κοιτωνος αυτου· και εκτυπησαν αυτον και εθανατωσαν αυτον και απεκοψαν την κεφαλην αυτου, και λαβοντες την κεφαλην αυτου, ανεχωρησαν οδοιπορουντες δια της πεδιαδος ολην την νυκτα.
8и принесли голову Иевосфея к Давиду в Хеврон и сказали царю: вот голова Иевосфея, сына Саула, врага твоего, который искал души твоей; ныне Господь отмстил за господина моего царя Саулу и потомству его.
8Και εφερον την κεφαλην του Ις-βοσθε προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον προς τον βασιλεα, Ιδου, η κεφαλη του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ του εχθρου σου, οστις εζητει την ζωην σου· και ο Κυριος εδωκεν εκδικησιν εις τον κυριον μου τον βασιλεα την ημεραν ταυτην, απο του Σαουλ και απο του σπερματος αυτου.
9И отвечал Давид Рихаву и Баане, брату его, сыновьям РеммонаБеерофянина, и сказал им: жив Господь, избавивший душу мою от всякой скорби!
9[] Απεκριθη δε ο Δαβιδ προς τον Ρηχαβ και προς Βαανα τον αδελφον αυτου, τους υιους Ριμμων του Βηρωθαιου, και ειπε προς αυτους, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου απο πασης στενοχωριας·
10если того, кто принес мне известие, сказав: „вот, умер Саул", и кто считал себя радостным вестником, я схватили убил его в Секелаге, вместо того, чтобы дать ему награду,
10εκεινον, οστις απηγγειλε προς εμε, λεγων, Ιδου, απεθανεν ο Σαουλ, και εστοχαζετο εαυτον μηνυτην αγαθης αγγελιας, επιασα αυτον και εθανατωσα αυτον εν Σικλαγ, αντι να βραβευσω αυτον δια την αγγελιαν αυτου·
11то теперь, когда негодные люди убили человека невинного в его доме на постели его, неужели я не взыщу крови его от руки вашей и не истреблю вас с земли?
11και ποσω μαλλον ανθρωπους πονηρους, φονευσαντας ανδρα δικαιον εν τη οικια αυτου επι της κλινης αυτου; τωρα λοιπον δεν θελω εκζητησει το αιμα αυτου εκ των χειρων σας και δεν θελω σας εξολοθρευσει απο της γης;
12И приказал Давид слугам, и убили их, и отрубили им руки и ноги, и повесили их над прудом в Хевроне. А голову Иевосфея взяли и погребли во гробе Авенира, в Хевроне.
12Και προσεταξεν ο Δαβιδ τους νεους, και εθανατωσαν αυτους και εκοψαν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτα επι το υδροστασιον εν Χεβρων· την δε κεφαλην του Ις-βοσθε ελαβον, και εθαψαν εν τω ταφω του Αβενηρ εν Χεβρων.