Russian 1876

Greek: Modern

2 Samuel

7

1Когда царь жил в доме своем, и Господь успокоил его от всех окрестных врагов его,
1[] Αφου δε εκαθησεν ο βασιλευς εν τω οικω αυτου και ανεπαυσεν αυτον ο Κυριος πανταχοθεν απο παντων των εχθρων αυτου·
2тогда сказал царь пророку Нафану: вот, я живу вдоме кедровом, а ковчег Божий находится под шатром.
2ειπεν ο βασιλευς προς Ναθαν τον προφητην, Ιδε τωρα, εγω κατοικω εν οικω κεδρινω· η δε κιβωτος του Θεου καθηται εν μεσω παραπετασματων.
3И сказал Нафан царю: все, что у тебя на сердце, иди, делай; ибо Господь с тобою.
3Και ειπεν ο Ναθαν προς τον βασιλεα, Υπαγε, καμε παν το εν καρδια σου· διοτι ο Κυριος ειναι μετα σου.
4Но в ту же ночь было слово Господа к Нафану:
4[] Και την νυκτα εκεινην εγεινε λογος του Κυριου προς τον Ναθαν, λεγων,
5пойди, скажи рабу Моему Давиду: так говорит Господь: ты ли построишь Мне дом для Моего обитания,
5Υπαγε και ειπε προς τον δουλον μου τον Δαβιδ, Ουτω λεγει Κυριος· συ θελεις οικοδομησει εις εμε οικον, δια να κατοικω;
6когда Я не жил в доме с того времени, как вывел сынов Израилевыхиз Египта, и до сего дня, но переходил в шатре и в скинии?
6Διοτι δεν κατωκησα εν οικω, αφ' ης ημερας ανεβιβασα τους υιους Ισραηλ εξ Αιγυπτου μεχρι της ημερας ταυτης, αλλα περιηρχομην εντος σκηνης και παραπετασματων.
7Где Я ни ходил со всеми сынами Израиля, говорил ли Я хотя слово какому-либо из колен, которому Я назначил пасти народ Мой Израиля: „почему не построите Мне кедрового дома"?
7Πανταχου οπου περιεπατησα μετα παντων των υιων Ισραηλ, ελαλησα ποτε προς τινα εκ των φυλων του Ισραηλ, εις τον οποιον προσεταξα να ποιμαινη τον λαον μου τον Ισραηλ, λεγων, Δια τι δεν ωκοδομησατε εις εμε οικον κεδρινον;
8И теперь так скажи рабу Моему Давиду: так говорит Господь Саваоф: Явзял тебя от стада овец, чтобы ты был вождем народа Моего, Израиля;
8Τωρα λοιπον, ουτω θελεις ειπει προς τον δουλον μου τον Δαβιδ· Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Εγω σε ελαβον εκ της μανδρας, απο οπισθεν των προβατων, δια να ησαι ηγεμων επι τον λαον μου, επι τον Ισραηλ·
9и был с тобою везде, куда ни ходил ты, и истребил всех врагов твоих пред лицем твоим, исделал имя твое великим, как имя великих на земле.
9και ημην μετα σου πανταχου οπου περιεπατησας, και εξωλοθρευσα παντας τους εχθρους σου απ' εμπροσθεν σου, και σε εκαμον ονομαστον, κατα το ονομα των μεγαλων των επι της γης·
10И Я устрою место для народа Моего, для Израиля, и укореню его, и будет он спокойно жить на месте своем, и не будет тревожиться больше, и люди нечестивые не станут более теснить его, как прежде,
10και θελω διορισει τοπον δια τον λαον μου τον Ισραηλ και θελω φυτευσει αυτους, και θελουσι κατοικει εν τοπω ιδιω εαυτων και δεν θελουσι μεταφερεσθαι πλεον· και οι υιοι της αδικιας δεν θελουσι καταθλιβει αυτους πλεον ως το προτερον,
11с того времени, как Я поставил судей над народом Моим, Израилем; и Я успокою тебя от всех врагов твоих. И Господь возвещает тебе, что Он устроит тебе дом.
11και ως απο των ημερων καθ' ας κατεστησα κριτας επι τον λαον μου Ισραηλ· και θελω σε αναπαυσει απο παντων των εχθρων σου. Ο Κυριος προσετι αναγγελλει προς σε οτι ο Κυριος θελει οικοδομησει οικον εις σε.
12Когда же исполнятся дни твои, и ты почиешь с отцами твоими, то Я восставлю после тебя семя твое, которое произойдет из чресл твоих, и упрочу царство его.
12Αφου πληρωθωσιν αι ημεραι σου και κοιμηθης μετα των πατερων σου, θελω αναστησει μετα σε το σπερμα σου, το οποιον θελει εξελθει εκ των σπλαγχνων σου, και θελω στερεωσει την βασιλειαν αυτου.
13Он построит дом имени Моему, и Я утвержу престол царства его на веки.
13αυτος θελει οικοδομησει οικον εις το ονομα μου· και θελω στερεωσει τον θρονον της βασιλειας αυτου εως αιωνος·
14Я буду ему отцом, и он будет Мне сыном; и если он согрешит, Я накажу его жезлом мужей и ударами сынов человеческих;
14εγω θελω εισθαι εις αυτον πατηρ και αυτος θελει εισθαι εις εμε υιος· εαν πραξη ανομιαν, θελω σωφρονισει αυτον εν ραβδω ανδρων και δια μαστιγωσεων υιων ανθρωπων·
15но милости Моей не отниму от него, как Я отнял от Саула, которого Я отверг пред лицем твоим.
15το ελεος μου ομως δεν θελει αφαιρεθη απ' αυτου, ως αφηρεσα αυτο απο του Σαουλ, τον οποιον εξεβαλον απ' εμπροσθεν σου·
16И будет непоколебим дом твой и царство твое на веки пред лицем Моим, и престол твой устоит во веки.
16και θελει στερεωθη ο οικος σου και η βασιλεια σου εμπροσθεν σου εως αιωνος· ο θρονος σου θελει εισθαι εστερεωμενος εις τον αιωνα.
17Все эти слова и все это видение Нафан пересказал Давиду.
17Κατα παντας τους λογους τουτους και καθ' ολην ταυτην την ορασιν, ουτως ελαλησεν ο Ναθαν προς τον Δαβιδ.
18И пошел царь Давид, и предстал пред лицем Господа, и сказал: кто я, Господи, Господи, и что такое дом мой, что Ты меня так возвеличил!
18[] Τοτε εισηλθεν ο βασιλευς Δαβιδ και εκαθησεν ενωπιον του Κυριου και ειπε, Τις ειμαι εγω, Κυριε Θεε; και τις ο οικος μου, ωστε με εφερες μεχρι τουτου.
19И этого еще мало показалось в очах Твоих, Господи мой, Господи; но Ты возвестил еще о доме раба Твоего вдаль. Это уже по-человечески. Господи мой, Господи!
19Αλλα και τουτο ετι εσταθη μικρον εις τους οφθαλμους σου, Κυριε Θεε· και ελαλησας ετι περι του οικου του δουλου σου δια μελλον μακρον. Και ειναι ουτος ο τροπος των ανθρωπων, Δεσποτα Κυριε;
20Что еще может сказать Тебе Давид? Ты знаешь раба Твоего, Господи мой, Господи!
20Και τι δυναται να ειπη πλεον ο Δαβιδ προς σε; διοτι συ γνωριζεις τον δουλον σου, Δεσποτα Κυριε.
21Ради слова Твоего и по сердцу Твоему Ты делаешь это, открывая все это великое рабу Твоему.
21Δια τον λογον σου και κατα την καρδιαν σου επραξας παντα ταυτα τα μεγαλεια, δια να γνωστοποιησης αυτα εις τον δουλον σου.
22По всему велик Ты, Господи мой, Господи! ибо нет подобного Тебе и нет Бога, кроме Тебя, по всему, чтослышали мы своими ушами.
22Δια τουτο μεγας εισαι, Κυριε Θεε· διοτι δεν ειναι ομοιος σου· ουδε ειναι Θεος εκτος σου, κατα παντα οσα ηκουσαμεν με τα ωτα ημων.
23И кто подобен народу Твоему, Израилю, единственному народу на земле, для которого приходил Бог, чтобы приобрести его Себе в народ и прославить Свое имя и совершить великое и страшное пред народом Твоим, который Ты приобрел Себе от Египтян, изгнав народы и богов их?
23Και τι αλλο εθνος επι της γης ειναι ως ο λαος σου, ως ο Ισραηλ, τον οποιον ο Θεος ηλθε να εξαγοραση δια λαον εαυτου και δια να καμη αυτον ονομαστον, και να ενεργηση υπερ υμων πραγματα μεγαλα και θαυμαστα, υπερ της γης σου, εμπροσθεν του λαου σου, τον οποιον ελυτρωσας δια σεαυτον εξ Αιγυπτου, εκ των εθνων και εκ των θεων αυτων;
24И Ты укрепил за Собою народ Твой, Израиля, как собственный народ, на веки, и Ты,Господи, сделался его Богом.
24Διοτι εστερεωσας εις σεαυτον τον λαον σου Ισραηλ, δια να ηναι λαος σου εις τον αιωνα· και συ, Κυριε, εγεινες Θεος αυτων.
25И ныне, Господи Боже, утверди на веки слово, которое изрек Ты о рабе Твоем и о доме его, и исполни то, что Ты изрек.
25και τωρα, Κυριε Θεε, τον λογον τον οποιον ελαλησας περι του δουλου σου και περι του οικου αυτου ας στερεωθη ας τον αιωνα, και καμε ως ελαλησας.
26И да возвеличится имя Твое во веки, чтобы говорили: „Господь Саваоф – Бог над Израилем". И дом раба Твоего Давида да будет тверд пред лицем Твоим.
26Και ας μεγαλυνθη το ονομα σου εως αιωνος, ωστε να λεγωσιν, Ο Κυριος των δυναμεων ειναι ο Θεος επι τον Ισραηλ· και ο οικος του δουλου σου Δαβιδ ας ηναι εστερεωμενος ενωπιον σου.
27Так как ты, Господи Саваоф, Боже Израилев, открыл рабу Твоему,говоря: „устрою тебе дом", то раб Твой уготовал сердце свое, чтобымолиться Тебе такою молитвою.
27Διοτι συ, Κυριε των δυναμεων, Θεε του Ισραηλ, απεκαλυψας εις τον δουλον σου, λεγων, Οικον θελω οικοδομησει εις σε· δια τουτο ο δουλος σου ευρηκε την καρδιαν αυτου ετοιμην να προσευχηθη προς σε την προσευχην ταυτην.
28Итак, Господи мой, Господи! Ты Бог, и слова Твои непреложны, и Ты возвестил рабу Твоему такое благо!
28Και τωρα, Δεσποτα Κυριε, συ εισαι ο Θεος, και οι λογοι σου θελουσιν εισθαι αληθινοι, και συ υπεσχεθης τα αγαθα ταυτα προς τον δουλον σου·
29И ныне начни и благослови дом раба Твоего, чтоб он был вечно пред лицем Твоим, ибо Ты, Господи мой, Господи, возвестил это, и благословением Твоим соделаетсядом раба Твоего благословенным во веки.
29τωρα λοιπον ευδοκησον να ευλογησης τον οικον του δουλου σου, δια να ηναι ενωπιον σου εις τον αιωνα· διοτι συ, Δεσποτα Κυριε, ελαλησας· και υπο της ευλογιας σου ας ηναι ο οικος του δουλου σου ευλογημενος εις τον αιωνα.