1Павел, устремив взор на синедрион, сказал: мужи братия! я всею доброю совестью жил пред Богом до сего дня.
1[] Ατενισας δε ο Παυλος εις το συνεδριον, ειπεν· Ανδρες αδελφοι, εγω εζησα ενωπιον του Θεου μετα πασης καλης συνειδησεως μεχρι ταυτης της ημερας.
2Первосвященник же Анания стоявшим перед ним приказал бить его по устам.
2Ο δε αρχιερευς Ανανιας προσεταξε τους παρεστωτας πλησιον αυτου να κτυπησωσι το στομα αυτου.
3Тогда Павел сказал ему: Бог будет бить тебя, стена подбеленная! ты сидишь, чтобы судить по закону, и, вопреки закону, велишь бить меня.
3Τοτε ο Παυλος ειπε προς αυτον· Ο Θεος μελλει να σε κτυπηση, τοιχε ασβεστωμενε· και συ καθησαι να με κρινης κατα τον νομον, και παρανομων προσταζεις να με κτυπωσιν;
4Предстоящие же сказали: первосвященника Божия поносишь?
4Οι δε παρεστωτες ειπον· Τον αρχιερεα του Θεου λοιδορεις;
5Павел сказал: я не знал, братия, что он первосвященник;ибо написано: начальствующего в народе твоем не злословь.
5Και ο Παυλος ειπε· Δεν ηξευρον, αδελφοι, οτι ειναι αρχιερευς· διοτι ειναι γεγραμμενον. Αρχοντα του λαου σου δεν θελεις κακολογησει.
6Узнав же Павел, что тут одна часть саддукеев, а другая фарисеев, возгласил в синедрионе: мужи братия! я фарисей, сын фарисея; за чаяние воскресения мертвых меня судят.
6[] Εννοησας δε ο Παυλος οτι το εν μερος ειναι Σαδδουκαιων, το δε αλλο Φαρισαιων, εκραξεν εν τω συνεδριω. Ανδρες αδελφοι, εγω ειμαι Φαρισαιος, υιος Φαρισαιου· περι ελπιδος και αναστασεως νεκρων εγω κρινομαι.
7Когда же он сказал это, произошла распря между фарисеями и саддукеями, и собрание разделилось.
7Και οτε ελαλησε τουτο, εγεινε διαιρεσις των Φαρισαιων και των Σαδδουκαιων, και διηρεθη το πληθος.
8Ибо саддукеи говорят, что нет воскресения, ни Ангела, ни духа; а фарисеи признают и то и другое.
8Διοτι οι μεν Σαδδουκαιοι λεγουσιν οτι δεν ειναι αναστασις ουδε αγγελος ουδε πνευμα, οι δε Φαρισαιοι ομολογουσιν αμφοτερα.
9Сделался большой крик; и, встав, книжники фарисейскойстороны спорили, говоря: ничего худого мы не находим вэтом человеке; если же дух или Ангел говорил ему, не будем противиться Богу.
9Και εγεινε κραυγη μεγαλη, και σηκωθεντες οι γραμματεις του μερους των Φαρισαιων διεμαχοντο, λεγοντες· Ουδεν κακον ευρισκομεν εν τω ανθρωπω τουτω· αν δε ελαλησε προς αυτον πνευμα η αγγελος, ας μη θεομαχωμεν.
10Но как раздор увеличился, то тысяченачальник, опасаясь, чтобы они не растерзали Павла, повелел воинам сойти взять его из среды их и отвести в крепость.
10Και επειδη εγεινε μεγαλη διαιρεσις, φοβηθεις ο χιλιαρχος μη διασπαραχθη ο Παυλος υπ' αυτων, προσεταξε να καταβη το στρατευμα και να αρπαση αυτον εκ μεσου αυτων και να φερη εις το φρουριον.
11В следующую ночь Господь, явившись ему, сказал: дерзай, Павел; ибо, как ты свидетельствовал о Мне в Иерусалиме, так надлежит тебе свидетельствовать и в Риме.
11Την δε ερχομενην νυκτα επιφανεις εις αυτον ο Κυριος, ειπε· Θαρρει, Παυλε, διοτι καθως εμαρτυρησας τα περι εμου εις Ιερουσαλημ, ουτω πρεπει να μαρτυρησης και εις Ρωμην.
12С наступлением дня некоторые Иудеи сделали умысел, и заклялись не есть и не пить, доколе не убьют Павла.
12[] Και οτε εγεινεν ημερα, τινες των Ιουδαιων συνομωσαντες ανεθεματισαν εαυτους, λεγοντες μητε να φαγωσι μητε να πιωσιν, εωσου φονευσωσι τον Παυλον·
13Было же более сорока сделавших такое заклятие.
13ησαν δε πλειοτεροι των τεσσαρακοντα οι πραξαντες την συνωμοσιαν ταυτην·
14Они, придя к первосвященникам и старейшинам, сказали: мы клятвою заклялись не есть ничего, пока не убьем Павла.
14οιτινες ελθοντες προς τους αρχιερεις και τους πρεσβυτερους, ειπον· Με αναθεμα ανεθεματισαμεν εαυτους, να μη γευθωμεν μηδεν εωσου φονευσωμεν τον Παυλον.
15Итак ныне же вы с синедрионом дайте знать тысяченачальнику, чтобы он завтра вывел его к вам, как будто вы хотите точнее рассмотреть дело о нем; мы же, прежде нежели он приблизится, готовы убить его.
15Τωρα λοιπον σεις μετα του συνεδριου μηνυσατε προς τον χιλιαρχον, να καταβιβαση αυτον αυριον προς εσας, ως μελλοντας να μαθητε ακριβεστερον τα περι αυτου· ημεις δε, πριν αυτος πλησιαση, ειμεθα ετοιμοι να φονευσωμεν αυτον.
16Услышав о сем умысле, сын сестры Павловой пришел и,войдя в крепость, уведомил Павла.
16Ακουσας δε την ενεδραν ο υιος της αδελφης του Παυλου, υπηγε και εισελθων εις το φρουριον απηγγειλε προς τον Παυλον.
17Павел же, призвав одного из сотников, сказал: отведи этого юношу к тысяченачальнику, ибо он имеет нечто сказать ему.
17Και ο Παυλος προσκαλεσας ενα των εκατονταρχων, ειπε· Φερε τον νεον τουτον προς τον χιλιαρχον· διοτι εχει τι να απαγγειλη προς αυτον.
18Тот, взяв его, привел к тысяченачальнику и сказал: узник Павел, призвав меня, просил отвести к тебе этого юношу, который имеет нечто сказать тебе.
18Εκεινος λοιπον παραλαβων αυτον, εφερε προς τον χιλιαρχον και λεγει· Ο δεσμιος Παυλος με εκραξε και με παρεκαλεσε να φερω τον νεον τουτον προς σε, διοτι εχει τι να σοι λαληση.
19Тысяченачальник, взяв его за руку и отойдя с ним всторону, спрашивал: что такое имеешь ты сказать мне?
19Πιασας δε αυτον απο της χειρος ο χιλιαρχος και αποσυρθεις κατ' ιδιαν, ηρωτησε, Τι ειναι εκεινο, το οποιον εχεις να μοι απαγγειλης;
20Он отвечал, что Иудеи согласились просить тебя, чтобы ты завтра вывел Павла пред синедрион, как будто они хотят точнее исследовать дело о нем.
20Ο δε ειπεν οτι οι Ιουδαιοι συνεφωνησαν να σε παρακαλεσωσι να καταβιβασης αυριον τον Παυλον εις το συνεδριον, ως θελοντες να μαθωσι τι ακριβεστερον περι αυτου.
21Но ты не слушай их; ибо его подстерегают более сорока человек из них, которые заклялись не есть и не пить, доколе не убьют его;и они теперь готовы, ожидая твоего распоряжения.
21Συ λοιπον μη πεισθης εις αυτους, διοτι ενεδρευουσιν αυτον πλειοτεροι των τεσσαρακοντα ανδρες εξ αυτων, οιτινες ανεθεματισαν εαυτους μητε να φαγωσι μητε να πιωσιν, εωσου φονευσωσιν αυτον· και τωρα ειναι ετοιμοι, προσμενοντες την παρα σου υποσχεσιν.
22Тогда тысяченачальник отпустил юношу, сказав: никомуне говори, что ты объявил мне это.
22Ο χιλιαρχος λοιπον απελυσε τον νεον, παραγγειλας, να μη ειπης εις μηδενα οτι εφανερωσας ταυτα εις εμε.
23И, призвав двух сотников, сказал: приготовьте мневоинов пеших двести, конных семьдесят и стрелков двести, чтобы стретьего часа ночи шли в Кесарию.
23Και προσκαλεσας δυο τινας των εκατονταρχων, ειπεν· Ετοιμασατε διακοσιους στρατιωτας δια να υπαγωσιν εως Καισαρειας, και εβδομηκοντα ιππεις και διακοσιους λογχοφορους, απο τριτης ωρας της νυκτος,
24Приготовьте также ослов, чтобы, посадив Павла, препроводить его к правителю Феликсу.
24ετοιμασατε και ζωα, δια να επικαθισωσι τον Παυλον και φερωσιν ασφαλως προς Φηλικα τον ηγεμονα·
25Написал и письмо следующего содержания:
25και εγραψεν επιστολην περιεχουσαν τον τυπον τουτον·
26„Клавдий Лисий достопочтенному правителю Феликсу - радоваться.
26Κλαυδιος Λυσιας προς τον κρατιστον ηγεμονα Φηλικα, χαιρειν.
27Сего человека Иудеи схватили и готовы были убить; я, придя с воинами, отнял его, узнав, что он Римский гражданин.
27Τον ανδρα τουτον, συλληφθεντα υπο των Ιουδαιων και μελλοντα να φονευθη υπ' αυτων, επελθων μετα του στρατευματος εσωσα αυτον, μαθων οτι ειναι Ρωμαιος.
28Потом, желая узнать, в чем обвиняли его, привел его в синедрион их
28Θελων δε να μαθω αιτιαν, δια την οποιαν εκατηγορουν αυτον, κατεβιβασα αυτον εις το συνεδριον αυτων·
29и нашел, что его обвиняют в спорных мнениях, касающихсязакона их, но что нет в нем никакой вины, достойной смерти или оков.
29και ευρον αυτον εγκαλουμενον περι ζητηματων του νομου αυτων, μη εχοντα ομως μηδεν εγκλημα αξιον θανατου η δεσμων.
30А как до меня дошло, что Иудеи злоумышляют на этого человека, то я немедленно послал его к тебе, приказав и обвинителям говорить на него перед тобою. Будь здоров".
30Και επειδη εμηνυθη προς εμε οτι μελλει να γεινη εις τον ανθρωπον επιβουλη υπο των Ιουδαιων, ευθυς επεμψα αυτον προς σε, παραγγειλας και εις τους κατηγορους να ειπωσιν ενωπιον σου τα κατ' αυτου. Υγιαινε.
31Итак воины, по данному им приказанию, взявПавла, повели ночью в Антипатриду.
31Οι μεν λοιπον στρατιωται κατα την δοθεισαν εις αυτους προσταγην αναλαβοντες τον Παυλον, εφεραν δια της νυκτος εις την Αντιπατριδα,
32А на другой день, предоставив конным идти с ним, возвратились в крепость.
32την δε επαυριον, αφησαντες τους ιππεις να υπαγωσι μετ' αυτου, υπεστρεψαν εις το φρουριον·
33А те, придя в Кесарию и отдав письмо правителю, представили ему и Павла.
33οιτινες εισελθοντες εις την Καισαρειαν και εγχειρισαντες την επιστολην εις τον ηγεμονα, παρεστησαν και τον Παυλον εις αυτον.
34Правитель, прочитав письмо, спросил, из какой он области, и, узнав, что из Киликии, сказал:
34Ο δε ηγεμων, αφου ανεγνωσε την επιστολην και ηρωτησεν εκ ποιας επαρχιας ειναι και ηκουσεν οτι ειναι απο Κιλικιας,
35я выслушаю тебя, когда явятся твои обвинители. Иповелел ему быть под стражеюв Иродовой претории.
35Θελω σε ακροασθη, ειπεν, οταν και οι κατηγοροι σου ελθωσι· και προσεταξε να φυλαττηται εν τω πραιτωριω του Ηρωδου.