1Если в земле, которую Господь Бог твой, дает тебе во владение, найден будет убитый, лежащий на поле, и неизвестно, кто убил его,
1[] Εαν τις ευρεθη πεφονευμενος εν τη γη, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε δια να κληρονομησης αυτην, πεσμενος εις την πεδιαδα, και ηναι αγνωστον τις εφονευσεν αυτον,
2то пусть выйдут старейшины твои и судьи твои и измерят расстояние до городов, которые вокруг убитого;
2τοτε θελουσιν εξελθει οι πρεσβυτεροι σου και οι κριται σου, και θελουσι μετρησει προς τας πολεις τας περιξ του πεφονευμενου·
3и старейшины города того, который будет ближайшим к убитому, пусть возьмут телицу, на которой не работали, и которая не носила ярма,
3και της πολεως, ητις ειναι η πλησιεστερα εις τον πεφονευμενον, οι πρεσβυτεροι της πολεως εκεινης θελουσι λαβει δαμαλιν, ητις δεν υπεβληθη εις εργασιαν ουδε εσυρεν υπο τον ζυγον·
4и пусть старейшины того города отведут сию телицу в дикую долину, которая не разработана и не засеяна, и заколют там телицу в долине;
4και θελουσι καταβιβασει οι πρεσβυτεροι της πολεως εκεινης την δαμαλιν εις τραχειαν φαραγγα, ητις ουτε γεωργειται ουτε σπειρεται και εκει εν τη φαραγγι θελουσι κοψει τον τραχηλον της δαμαλεως.
5и придут священники, сыны Левиины;
5Και θελουσι πλησιασει οι ιερεις οι υιοι του Λευι· επειδη αυτους εξελεξε Κυριος ο Θεος σου να λειτουργωσιν εις αυτον, και να ευλογωσιν εν τω ονοματι του Κυριου· και κατα τον λογον αυτων θελει κρινεσθαι πασα διαφορα και πασα πληγη·
6и все старейшины города того, ближайшие к убитому, пусть омоют руки свои над головою телицы, зарезанной в долине,
6και παντες οι πρεσβυτεροι της πολεως εκεινης, της πλησιεστερας εις τον πεφονευμενον, θελουσι νιψει τας χειρας αυτων επι της δαμαλεως της εσφαγμενης εν τη φαραγγι·
7и объявят и скажут: руки наши не пролили крови сей, и глаза наши не видели;
7και αποκριθεντες θελουσιν ειπει, Αι χειρες ημων δεν εχυσαν το αιμα τουτο, ουδε ειδον οι οφθαλμοι ημων·
8очисти народ Твой, Израиля, который Ты, Господи, освободил, и не вмени народу Твоему, Израилю, невинной крови. И они очистятся от крови.
8γενου ιλεως, Κυριε, εις τον λαον σου τον Ισραηλ, τον οποιον ελυτρωσας, και μη βαλης επι τον λαον σου Ισραηλ αιμα αθωον· και θελει συγχωρηθη εις αυτους το αιμα.
9Так должен ты смывать у себя кровь невинного, если хочешьделать доброе и справедливое пред очами Господа.
9Ουτω θελεις εξαλειψει εκ μεσου σου το αθωον αιμα, οταν καμης το αρεστον εις τους οφθαλμους του Κυριου.
10Когда выйдешь на войну против врагов твоих, и Господь Бог твой предаст их в руки твои, и возьмешь их в плен,
10[] Οταν εξελθης να πολεμησης τους εχθρους σου, και Κυριος ο Θεος σου παραδωση αυτους εις τας χειρας σου, και λαβης εξ αυτων αιχμαλωτους,
11и увидишь между пленными женщину, красивую видом, и полюбишь ее,и захочешь взять ее себе в жену,
11και ιδης μεταξυ των αιχμαλωτων γυναικα ευειδη και επιθυμησης αυτην, δια να λαβης αυτην εις σεαυτον γυναικα,
12то приведи ее в дом свой, и пусть она острижет голову свою и обрежет ногти свои,
12τοτε θελεις φερει αυτην εις την οικιαν σου, και θελει ξυρισει την κεφαλην αυτης και περιονυχισει τους ονυχας αυτης·
13и снимет с себя пленническую одежду свою, и живет в доме твоем, и оплакивает отца своего и матерь свою в продолжение месяца; и после того ты можешь войти к ней и сделаться ее мужем, и она будет твоею женою;
13και θελει εκδυθη τα ενδυματα της αιχμαλωσιας αυτης επανωθεν αυτης και θελει καθησει εν τη οικια σου και κλαυσει τον πατερα αυτης και την μητερα αυτης ολοκληρον μηνα· και μετα ταυτα θελεις εισελθει προς αυτην, και θελεις εισθαι ανηρ αυτης και εκεινη θελει εισθαι γυνη σου.
14если же она после не понравится тебе, то отпусти ее, куда она захочет, но не продавай ее за серебро и не обращай ее в рабство, потому что ты смирил ее.
14Και εαν συμβη να μη ευχαριστησαι εις αυτην, τοτε θελεις εξαποστειλει αυτην ελευθεραν· και δεν θελεις πωλησει αυτην δι' αργυριον, δεν θελεις εμπορευθη αυτην, διοτι εταπεινωσας αυτην.
15Если у кого будут две жены – одна любимая, а другая нелюбимая, и как любимая, так и нелюбимая родят ему сыновей, и первенцем будетсын нелюбимой, –
15[] Εαν τις εχη δυο γυναικας, την μιαν αγαπωμενην και την αλλην μισουμενην, και γεννησωσιν εις αυτον τεκνα η αγαπωμενη και η μισουμενη, και ο πρωτοτοκος υιος ηναι της μισουμενης,
16то, при разделе сыновьям своим имения своего, он не может сыну жены любимой дать первенство пред первородным сыном нелюбимой;
16τοτε, καθ' ην ημεραν μοιραζει εις τους υιους αυτου την περιουσιαν αυτου, δεν δυναται να καμη πρωτοτοκον τον υιον της αγαπωμενης, παριδων τον υιον της μισουμενης, τον αληθως πρωτοτοκον·
17но первенцем должен признать сына нелюбимой и дать емудвойную часть из всего, что у него найдется, ибо он есть начаток силы его, ему принадлежит правопервородства.
17αλλα θελει αναγνωρισει τον υιον της μισουμενης δια πρωτοτοκον, διδων εις αυτον διπλουν μεριδιον εκ παντων των υπαρχοντων αυτου· διοτι ειναι η αρχη της δυναμεως αυτου· εις τουτον ανηκουσι τα πρωτοτοκια.
18Если у кого будет сын буйный и непокорный, неповинующийся голосу отца своего и голосу матери своей, и они наказывали его, но он не слушает их, –
18[] Εαν τις εχη υιον πεισματωδη και απειθη, οστις δεν υπακουει εις την φωνην του πατρος αυτου η εις την φωνην της μητρος αυτου, και, αφου παιδευσωσιν αυτον, δεν υπακουη εις αυτους,
19то отец его и мать его пусть возьмут его и приведут его к старейшинам города своего и к воротам своего местопребывания
19τοτε ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου θελουσι πιασει αυτον, και θελουσιν εκφερει αυτον προς τους πρεσβυτερους της πολεως αυτου και εις την πυλην του τοπου αυτου·
20и скажут старейшинам города своего: „сей сын наш буен и непокорен, не слушает слов наших, мот и пьяница";
20και θελουσιν ειπει προς τους πρεσβυτερους της πολεως αυτου, Ουτος ο υιος ημων ειναι πεισματωδης και απειθης· δεν υπακουει εις την φωνην ημων· ειναι λαιμαργος και μεθυσος·
21тогда все жители города его пусть побьют его камнями до смерти; и так истреби зло из среды себя, и все Израильтяне услышат и убоятся.
21και παντες οι ανθρωποι της πολεως αυτου θελουσι λιθοβολησει αυτον με λιθους, και θελει αποθανει. Και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου· και πας ο Ισραηλ θελει ακουσει και φοβηθη.
22Если в ком найдется преступление, достойное смерти, и он будет умерщвлен, и ты повесишь его на дереве,
22Και εαν τις επραξεν αμαρτημα αξιον θανατου και καταδικασθη εις θανατον, και κρεμασης αυτον εις ξυλον,
23то тело его не должно ночевать на дереве, но погреби его в тот же день, ибо проклят пред Богом всякий повешенный на дереве , и не оскверняй земли твоей, которую Господь Бог твой дает тебе в удел.
23δεν θελει μενει το σωμα αυτου ολην την νυκτα επι του ξυλου, αλλα θελεις εξαπαντος θαψει αυτον την αυτην ημεραν, διοτι ειναι κατηραμενος υπο του Θεου ο κρεμαμενος· δια να μη μολυνης την γην σου, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε κληρονομιαν.