1Слушай, Израиль: ты теперь идешь за Иордан, чтобы пойти овладеть народами, которые больше и сильнее тебя, городами большими, с укреплениями до небес,
1[] Ακουε, Ισραηλ· συ διαβαινεις σημερον τον Ιορδανην, δια να εισελθης να κληρονομησης εθνη μεγαλητερα και ισχυροτερα σου, πολεις μεγαλας και τετειχισμενας εως του ουρανου,
2народом многочисленным и великорослым, сынами Енаковыми, о которых ты знаешь и слышал: „кто устоит против сынов Енаковых?"
2λαον μεγαν και υψηλον το αναστημα, υιους των Ανακειμ, τους οποιους γνωριζεις και ηκουσας, Τις δυναται να σταθη εμπροσθεν των υιων του Ανακ;
3Знай же ныне, что Господь, Бог твой, идет пред тобою, какогнь поядающий; Он будет истреблять их и низлагать их пред тобою, и ты изгонишь их, и погубишь их скоро, как говорил тебе Господь.
3Γνωρισον λοιπον σημερον, οτι Κυριος ο Θεος σου ειναι ο προπορευομενος εμπροσθεν σου· ειναι πυρ καταναλισκον· αυτος θελει εξολοθρευσει αυτους και αυτος θελει καταστρεψει αυτους απ' εμπροσθεν σου· και θελεις εκδιωξει αυτους και ταχεως εξολοθρευσει αυτους, καθως σοι ειπεν ο Κυριος.
4Когда будет изгонять их Господь, Бог твой, от лицатвоего, не говори в сердце твоем, что за праведность мою привел меня Господь овладеть сею землею, и что за нечестие народов сих Господь изгоняет их от лица твоего;
4Αφου Κυριος ο Θεος σου εκδιωξη αυτους απ' εμπροσθεν σου, μη ειπης εν τη καρδια σου λεγων, Δια την δικαιοσυνην μου με εισηγαγεν ο Κυριος να κληρονομησω την γην ταυτην· αλλα δια την ασεβειαν των εθνων τουτων εκδιωκει αυτους ο Κυριος απ' εμπροσθεν σου.
5не за праведность твою и не за правоту сердца твоего идешь ты наследовать землю их, но за нечестие народов сих Господь, Бог твой, изгоняет их от лица твоего, и дабы исполнить слово, которым клялся Господь отцам твоим Аврааму, Исааку и Иакову;
5Ουχι δια την δικαιοσυνην σου ουδε δια την ευθυτητα της καρδιας σου εισερχεσαι να κληρονομησης την γην αυτων· αλλα δια την ασεβειαν των εθνων τουτων Κυριος ο Θεος σου εκδιωκει αυτα απ' εμπροσθεν σου, και δια να στερεωση τον λογον, τον οποιον ο Κυριος ωμοσε προς τους πατερας σου, προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ.
6посему знай, что не за праведность твою Господь, Бог твой, дает тебе овладеть сею доброю землею, ибо ты народ жестоковыйный.
6Γνωρισον λοιπον, οτι Κυριος ο Θεος σου δεν σοι διδει την γην ταυτην την αγαθην να κληρονομησης αυτην δια την δικαιοσυνην σου· διοτι εισαι λαος σκληροτραχηλος.
7Помни, не забудь, сколько ты раздражал Господа, Бога твоего, впустыне: с самого того дня, как вышел ты из земли Египетской, и до самого прихода вашего на место сие вы противились Господу.
7[] Ενθυμου, μη λησμονησης ποσον παρωργισας Κυριον τον Θεον σου εν τη ερημω αφ' ης ημερας εξηλθετε εκ γης Αιγυπτου, εωσου εφθασατε εις τον τοπον τουτον, παντοτε εστασιασατε κατα του Κυριου.
8И при Хориве вы раздражали Господа, и прогневался на вас Господь, так что хотел истребить вас,
8Και εν Χωρηβ παρωργισατε τον Κυριον και εθυμωθη ο Κυριος εναντιον σας δια να σας εξολοθρευση,
9когда я взошел на гору, чтобы принять скрижали каменные, скрижализавета, который поставил Господь с вами, и пробыл на горе сорок днейи сорок ночей, хлеба не ел и воды не пил,
9οτε ανεβην εις το ορος δια να λαβω τας πλακας τας λιθινας, τας πλακας της διαθηκης την οποιαν ο Κυριος εκαμε προς εσας. Τοτε εμεινα εν τω ορει τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας· αρτον δεν εφαγον και υδωρ δεν επιον·
10и дал мне Господь две скрижали каменные, написанные перстом Божиим, а на них все слова, которые изрек вам Господь на горе из среды огняв день собрания.
10και εδωκεν εις εμε ο Κυριος τας δυο λιθινας πλακας, γεγραμμενας δια του δακτυλου του Θεου· και επ' αυτας ησαν γεγραμμενοι παντες οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Κυριος προς εσας επι του ορους εκ μεσου του πυρος εν τη ημερα της συναξεως.
11По окончании же сорока дней и сорока ночей дал мне Господь две скрижали каменные, скрижали завета,
11Και εις το τελος των τεσσαρακοντα ημερων και τεσσαρακοντα νυκτων εδωκεν εις εμε ο Κυριος τας δυο λιθινας πλακας, τας πλακας της διαθηκης.
12и сказал мне Господь: встань, пойди скорее отсюда, ибо развратился народ твой, который ты вывел из Египта; скоро уклонились они от пути, который Я заповедал им; они сделали себе литый истукан.
12Και ειπε Κυριος προς εμε, Σηκωθητι, καταβα ταχεως εντευθεν· διοτι ο λαος σου, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου, ηνομησεν· ταχεως εξεκλιναν απο της οδου, την οποιαν προσεταξα εις αυτους· εκαμον εις εαυτους ειδωλον χυτον.
13И сказал мне Господь: вижу Я народ сей, вот он народ жестоковыйный;
13Ειπεν οτι ο Κυριος προς εμε, λεγων, Ειδον τον λαον τουτον και ιδου, ειναι λαος σκληροτραχηλος·
14не удерживай Меня, и Я истреблю их, и изглажу имя их из поднебесной, а от тебя произведу народ, который будет сильнее и многочисленнее их.
14αφες με να εξολοθρευσω αυτους και να εξαλειψω το ονομα αυτων υποκατωθεν του ουρανου· και θελω σε καμει εις εθνος δυνατωτερον και μεγαλητερον παρα τουτους.
15Я обратился и пошел с горы, гора же горела огнем; две скрижали завета были в обеих руках моих;
15Και επεστρεψα και κατεβην απο του ορους, και το ορος εκαιετο με πυρ, και αι δυο πλακες της διαθηκης ησαν εις τας δυο χειρας μου.
16и видел я, что вы согрешили против Господа, Бога вашего, сделалисебе литого тельца, скоро уклонились от пути, которого держаться заповедал вамГосподь;
16Και ειδον και ιδου, ειχετε αμαρτησει εναντιον Κυριου του Θεου σας, καμνοντες εις εαυτους μοσχον χυτον· ειχετε εκκλινει ταχεως εκ της οδου, την οποιαν προσεταξεν εις εσας ο Κυριος·
17и взял я обе скрижали, и бросил их из обеих рук своих, и разбил их пред глазами вашими.
17και πιασας τας δυο πλακας, ερριψα αυτας απο των δυο χειρων μου και συνετριψα αυτας εμπροσθεν των οφθαλμων σας·
18И повергшись пред Господом, молился я, как прежде, сорок дней и сорок ночей, хлеба не ел и воды не пил, за все грехи ваши, которыми вы согрешили, сделав зло в очах Господа и раздражив Его;
18και προσεπεσον ενωπιον του Κυριου, καθως προτερον, τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας· αρτον δεν εφαγον και υδωρ δεν επιον εξ αιτιας πασων των αμαρτιων σας, τας οποιας ημαρτησατε, πραττοντες πονηρα ενωπιον του Κυριου, ωστε να παροργισητε αυτον·
19ибо я страшился гнева и ярости, которыми Господь прогневался на вас и хотелпогубить вас. И послушал меня Господь и на сей раз.
19διοτι κατεφοβηθην δια τον θυμον και την οργην, με την οποιαν ο Κυριος ητο θυμωμενος εναντιον σας δια να σας εξολοθρευση. Αλλ' ο Κυριος εισηκουσε μου και ταυτην την φοραν.
20И на Аарона весьма прогневался Господь и хотел погубить его; но я молился и за Аарона в то время.
20Και ητο ο Κυριος θυμωμενος σφοδρα κατα του Ααρων, δια να εξολοθρευση αυτον· και εδεηθην και υπερ του Ααρων εν τω καιρω εκεινω.
21Грех же ваш, который вы сделали, – тельца я взял, сожег его в огне, разбил его и всего истер до того, что он стал мелок, как прах, и я бросил прах сей в поток, текущий с горы.
21Και ελαβον την αμαρτιαν σας, τον μοσχον τον οποιον εκαμετε, και κατεκαυσα αυτον εν πυρι και συνετριψα αυτον και κατελεπτυνα αυτον εωσου εγεινε λεπτον ως σκονη· και ερριψα την σκονην τουτου εις τον χειμαρρον τον καταβαινοντα απο του ορους.
22И в Тавере, в Массе и в Киброт-Гаттааве вы раздражили Господа.
22Και εν Ταβερα και εν Μασσα και εν Κιβρωθ-αττααβα παρωργισατε τον Κυριον.
23И когда посылал вас Господь из Кадес-Варни, говоря: пойдите, овладейте землею, которую Я даю вам, – то вы воспротивились повелению Господа Бога вашего, и не поверили Ему, и не послушали гласа Его.
23Και οτε ο Κυριος σας απεστειλεν απο Καδης-βαρνη, λεγων, Αναβητε και κληρονομησατε την γην, την οποιαν εδωκα εις εσας, τοτε σεις εστασιασατε εναντιον της προσταγης Κυριου του Θεου σας, και δεν επιστευσατε εις αυτον ουδε εισηκουσατε της φωνης αυτου.
24Вы были непокорны Господу с того самого дня, как я стал знать вас.
24Παντοτε εστασιασατε εναντιον του Κυριου, αφ' ης ημερας σας εγνωρισα.
25И повергшись пред Господом, умолял я сорок дней и сорок ночей, вкоторые я молился, ибо Господь хотел погубить вас;
25Και προσεπεσον ενωπιον του Κυριου τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας, καθως προσεπεσον προτερον· διοτι ο Κυριος ειπε να σας εξολοθρευση.
26и молился я Господу и сказал: Владыка Господи, не погубляй народа Твоего и удела Твоего, который Ты избавил величием крепости Твоей, который вывелТы из Египта рукою сильною.
26Και εδεηθην του Κυριου λεγων, Κυριε Θεε, μη εξολοθρευσης τον λαον σου και την κληρονομιαν σου, τον οποιον ελυτρωσας δια της μεγαλωσυνης σου, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου εν χειρι κραταια·
27вспомни рабов Твоих, Авраама, Исаака и Иакова; не смотри на ожесточение народа сего и на нечестие его и на грехи его,
27ενθυμηθητι τους δουλους σου, τον Αβρααμ, τον Ισαακ και τον Ιακωβ· μη επιβλεψης εις την σκληροτητα του λαου τουτου, μητε εις τας ασεβειας αυτων, μητε εις τας αμαρτιας αυτων·
28дабы живущие в той земле, откуда Ты вывел нас, не сказали: „Господь не мог ввести их в землю, которую обещал им, и, ненавидя их, вывел Он их, чтоб умертвить их в пустыне".
28μηπως ειπωσιν οι κατοικοι της γης, εκ της οποιας εξηγαγες ημας, Επειδη ο Κυριος δεν ηδυνατο να εισαγαγη αυτους εις την γην, την οποιαν υπεσχεθη προς αυτους, και επειδη εμισει αυτους, εξηγαγεν αυτους δια να φονευση αυτους εν τη ερημω·
29А они Твой народ и Твой удел, который Ты вывел из земли Египетской силою Твоею великою и мышцею Твоею высокою.
29αλλ' ουτοι ειναι λαος σου και κληρονομια σου, τους οποιους εξηγαγες με την δυναμιν σου την μεγαλην και με τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον.