Russian 1876

Greek: Modern

Esther

3

1После сего возвеличил царь Артаксеркс Амана, сына Амадафа, Вугеянина, и вознес его, и поставил седалище его выше всех князей, которые у него;
1[] Μετα τα πραγματα ταυτα εμεγαλυνεν ο βασιλευς Ασσουηρης τον Αμαν, τον υιον του Αμμεδαθα του Αγαγιτου, και υψωσεν αυτον και εθεσε τον θρονον αυτου υπερανω παντων των αρχοντων των περι αυτον.
2и все служащие при царе, которые были у царских ворот, кланялись и падали ниц пред Аманом, ибо так приказал царь. А Мардохей не кланялся и не падал ниц.
2Και παντες οι δουλοι του βασιλεως, οι εν τη βασιλικη πυλη, εκλινον και προσεκυνουν τον Αμαν· διοτι ουτω προσεταξεν ο βασιλευς περι αυτου. Ο Μαροδοχαιος ομως δεν εκλινε και δεν προσεκυνει αυτον.
3И говорили служащие при царе, которые у царских ворот, Мардохею: зачем ты преступаешь повеление царское?
3Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως, οι εν τη βασιλικη πυλη, προς τον Μαροδοχαιον, Δια τι συ παραβαινεις την προσταγην του βασιλεως;
4И как они говорили ему каждый день, а он не слушал их, то они донесли Аману, чтобы посмотреть, устоит ли в слове своем Мардохей, ибо он сообщилим, что он Иудеянин.
4Αφου δε καθ' ημεραν ελεγον προς αυτον, και εκεινος δεν υπηκουεν εις αυτους, απηγγειλαν τουτο προς τον Αμαν, δια να ιδωσιν αν οι λογοι του Μαροδοχαιου ησαν στερεοι· διοτι ειχε φανερωσει προς αυτους οτι ητο Ιουδαιος.
5И когда увидел Аман, что Мардохей не кланяется и не падает ниц пред ним, то исполнился гнева Аман.
5Και οτε ο Αμαν ειδεν οτι ο Μαροδοχαιος δεν εκλινε και δεν προσεκυνει αυτον, ενεπλησθη θυμου ο Αμαν.
6И показалось ему ничтожным наложить руку на одного Мардохея; но так как сказали ему, из какого народа Мардохей, то задумал Аман истребить всех Иудеев, которые были во всем царстве Артаксеркса, как народ Мардохеев.
6Και εστοχασθη ταπεινον να βαλη χειρα επι μονον τον Μαροδοχαιον· διοτι ειχον φανερωσει προς αυτον τον λαον του Μαροδοχαιου· οθεν εζητει ο Αμαν να αφανιση παντας τους Ιουδαιους τους εν παντι τω βασιλειω του Ασσουηρου, τον λαον του Μαροδοχαιου.
7в первый месяц, который есть месяц Нисан, в двенадцатый год царя Артаксеркса, и бросали пур, то есть жребий, пред лицем Амана изо дня в день и из месяца в месяц, и пал жребий на двенадцатый месяц , то есть на месяцАдар.
7[] Και εν τω πρωτω μηνι, ουτος ειναι ο μην Νισαν, εν τω δωδεκατω ετει του βασιλεως Ασσουηρου, ερριψαν φουρ, ηγουν κληρον, ενωπιον του Αμαν, απο ημερας εις ημεραν και απο μηνος εις μηνα, μεχρι του δωδεκατου μηνος, ουτος ειναι ο μην Αδαρ.
8И сказал Аман царю Артаксерксу: есть один народ, разбросанный и рассеянный между народами по всем областям царства твоего; и законы их отличны от законов всех народов, и законов царя они не выполняют; и царю не следует так оставлять их.
8Και ειπεν ο Αμαν προς τον βασιλεα Ασσουηρην, Υπαρχει τις λαος διεσπαρμενος και διακεχωρισμενος μεταξυ των λαων κατα πασας τας επαρχιας του βασιλειου σου· και οι νομοι αυτων διαφοροι των νομων παντων των λαων, και δεν φυλαττουσι τους νομους του βασιλεως· οθεν δεν αρμοζει εις τον βασιλεα να υποφερη αυτους·
9Если царю благоугодно, то пусть будет предписаноистребить их, и десять тысяч талантов серебра я отвешу в руки приставников, чтобы внести в казну царскую.
9εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας γραφη να εξολοθρευθωσι και εγω θελω μετρησει δεκα χιλιαδας ταλαντων αργυριου εις τας χειρας των οικονομων δια να φερωσιν εις τα θησαυροφυλακια του βασιλεως.
10Тогда снял царь перстень свой с руки своей и отдал его Аману, сыну Амадафа, Вугеянину, чтобы скрепить указ против Иудеев.
10Και εκβαλων ο βασιλευς το δακτυλιδιον αυτου απο της χειρος αυτου, εδωκεν αυτο εις τον Αμαν τον υιον του Αμμεδαθα του Αγαγιτου, τον εχθρον των Ιουδαιων,
11И сказал царь Аману: отдаю тебе это серебро и народ; поступи с ним, как тебе угодно.
11Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν· το αργυριον διδεται εις σε, και ο λαος, δια να καμης εις αυτον οπως σοι αρεσκει.
12И призваны были писцы царские в первый месяц, в тринадцатый день его, и написано было, какприказал Аман, к сатрапам царским и к начальствующим над каждою областью и к князьям укаждого народа, в каждую область письменами ее и к каждому народу на языке его: все было написано от имени царя Артаксеркса и скреплено царским перстнем.
12Και προσεκληθησαν οι γραμματεις του βασιλεως την δεκατην τριτην ημεραν του πρωτου μηνος, και εγραφη κατα παντα οσα προσεταξεν ο Αμαν, προς τους σατραπας του βασιλεως και προς τους διοικητας τους κατα πασαν επαρχιαν και προς τους αρχοντας εκαστου λαου πασης επαρχιας κατα το γραφειν αυτων, και προς εκαστον λαον κατα την γλωσσαν αυτων· εν ονοματι του βασιλεως Ασσουηρου εγραφη και εσφραγισθη με το δακτυλιδιον του βασιλεως.
13И посланы были письма через гонцов во все области царя, чтобы убить, погубить и истребить всех Иудеев, малого и старого, детей и женщин в один день, в тринадцатый день двенадцатого месяца, то есть месяца Адара, и имение их разграбить.
13Και εσταλησαν γραμματα δια ταχυδρομων εις πασας τας επαρχιας του βασιλεως, δια να αφανισωσι, να φονευσωσι και να εξολοθρευσωσι παντας τους Ιουδαιους, νεους και γεροντας, νηπια και γυναικας, εν μια ημερα, την δεκατην τριτην του δωδεκατου μηνος, ουτος ειναι ο μην Αδαρ, και να διαρπασωσι τα υπαρχοντα αυτων.
14Список с указа отдать в каждую область как закон, объявляемый для всех народов, чтобы они были готовы к тому дню.
14Το αντιγραφον της επιστολης, το προς διαδοσιν του προσταγματος κατα πασαν επαρχιαν, εδημοσιευθη προς παντας τους λαους, δια να ηναι ετοιμοι εν εκεινη τη ημερα.
15Гонцы отправились быстро с царским повелением. Объявлен был указ и в Сузах, престольном городе; и царь и Аман сидели и пили, а город Сузы был в смятении.
15Οι ταχυδρομοι εξηλθον, σπευδοντες δια την προσταγην του βασιλεως, και η διαταγη εξεδοθη εν Σουσοις τη βασιλευουση. Ο δε βασιλευς και ο Αμαν εκαθησαν να συμποσιασωσιν· η δε πολις Σουσα ητο εν αμηχανια.