Russian 1876

Greek: Modern

Exodus

15

1Пою Господу, ибо Он высоко превознесся; коня и всадника его ввергнул в море.
1[] Τοτε εψαλεν ο Μωυσης και οι υιοι Ισραηλ την ωδην ταυτην προς τον Κυριον, και ειπον λεγοντες, Ας ψαλλω προς τον Κυριον· διοτι εδοξασθη ενδοξως· τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν.
2Господь крепость моя и слава моя, Он был мне спасением. Он Бог мой, и прославлю Его; Бог отца моего, и превознесу Его.
2Ο Κυριος ειναι η δυναμις μου και το ασμα μου, και εσταθη η σωτηρια μου· αυτος ειναι Θεος μου και θελω δοξασει αυτον· Θεος του πατρος μου, και θελω υψωσει αυτον.
3Господь муж брани, Иегова имя Ему.
3Ο Κυριος ειναι δυνατος πολεμιστης· Κυριος το ονομα αυτου.
4Колесницы фараона и войско его ввергнул Он в море, и избранные военачальники его потонули в Чермном море.
4Του Φαραω τας αμαξας και το στρατευμα αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν· και εκλεκτοι πολεμαρχοι αυτου κατεποντισθησαν εν τη Ερυθρα θαλασση.
5Пучины покрыли их: они пошли в глубину, как камень.
5Αι αβυσσοι εσκεπασαν αυτους· ως πετρα κατεβυθισθησαν εις τα βαθη.
6Десница Твоя, Господи, прославилась силою; десница Твоя, Господи, сразила врага.
6Η δεξια σου, Κυριε, εδοξασθη εις δυναμιν· η δεξια σου, Κυριε, συνετριψε τον εχθρον.
7Величием славы Твоей Ты низложил восставших против Тебя. Ты послалгнев Твой, и он попалил их, как солому.
7Και με το μεγεθος της υπεροχης σου εξωλοθρευσας τους υπεναντιους σου· εξαπεστειλας την οργην σου και κατεφαγεν αυτους ως καλαμην.
8От дуновения Твоего расступились воды, влага стала, как стена, огустели пучины в сердце моря.
8Και με την πνοην του θυμου σου τα υδατα επεσωρευθησαν ομου· τα κυματα εσταθησαν ως σωρος, αι αβυσσοι επηξαν εν τω μεσω της θαλασσης.
9Враг сказал: погонюсь, настигну, разделю добычу; насытится ими душа моя, обнажу меч мой, истребитих рука моя.
9Ο εχθρος ειπε, Θελω καταδιωξει, θελω καταφθασει, θελω διαμοιρασθη τα λαφυρα· η ψυχη μου θελει χορτασθη επ' αυτους· θελω συρει την μαχαιραν μου, η χειρ μου θελει αφανισει αυτους.
10Ты дунул духом Твоим, и покрыло их море: они погрузились, как свинец, в великих водах.
10Εφυσησας με τον ανεμον σου και η θαλασσα εσκεπασεν αυτους· κατεβυθισθησαν ως μολυβδος εις τα φοβερα υδατα.
11Кто, как Ты, Господи, между богами? Кто, как Ты, величествен святостью, досточтим хвалами, Творец чудес?
11Τις ομοιος σου Κυριε, μεταξυ των θεων; Τις ομοιος σου, ενδοξος εις αγιοτητα, θαυμαστος εις υμνους, ενεργων τεραστια;
12Ты простер десницу Твою: поглотила их земля.
12Εξετεινας την δεξιαν σου, και η γη κατεπιεν αυτους.
13Ты ведешь милостью Твоею народ сей, который Ты избавил, – сопровождаешь силою Твоею в жилище святыни Твоей.
13Με το ελεος σου ωδηγησας τον λαον τουτον, τον οποιον ελυτρωσας· ωδηγησας αυτον με την δυναμιν σου προς την κατοικιαν της αγιοτητος σου.
14Услышали народы и трепещут: ужас объял жителей Филистимских;
14Οι λαοι θελουσιν ακουσει και φριξει· πονοι θελουσι κατακυριευσει τους κατοικους της Παλαιστινης.
15тогда смутились князья Едомовы, трепет объял вождей Моавитских, уныли все жители Ханаана.
15Τοτε θελουσιν εκπλαγη οι ηγεμονες Εδωμ· τρομος θελει καταλαβει τους αρχοντας του Μωαβ· παντες οι κατοικοι της Χανααν θελουσιν αναλυθη.
16Да нападет на них страх и ужас; от величия мышцы Твоей да онемеютони, как камень, доколе проходит народ Твой, Господи, доколе проходит сей народ, который Ты приобрел.
16Φοβος και τρομος θελει επιπεσει επ' αυτους· απο του μεγεθους του βραχιονος σου θελουσιν απολιθωθη, εωσου περαση ο λαος σου, Κυριε, εωσου περαση ο λαος ουτος, τον οποιον απεκτησας.
17Введи его и насади его на горе достояния Твоего, на месте, которое Ты соделал жилищем Себе, Господи, во святилище, которое создали руки Твои,Владыка!
17Θελεις εισαγαγει αυτους και φυτευσει αυτους εις το ορος της κληρονομιας σου, τον τοπον, Κυριε, τον οποιον ητοιμασας δια κατοικιαν σου, το αγιαστηριον, Κυριε, το οποιον αι χειρες σου εστησαν.
18Господь будет царствовать во веки и в вечность.
18Ο Κυριος θελει βασιλευει εις τους αιωνας των αιωνων.
19Когда вошли кони фараона с колесницами его и с всадниками его в море, то Господь обратил на них воды морские, а сыны Израилевы прошли по суше среди моря.
19Διοτι εισηλθον οι ιπποι του Φαραω εις την θαλασσαν μετα των αμαξων αυτου και μετα των ιππεων αυτου, και ο Κυριος εστρεψεν επ' αυτους τα υδατα της θαλασσης· οι δε υιοι Ισραηλ επερασαν δια ξηρας εν τω μεσω της θαλασσης.
20И взяла Мариам пророчица, сестра Ааронова, в руку свою тимпан, ивышли за нею все женщины с тимпанами и ликованием.
20Μαριαμ δε η προφητις, η αδελφη του Ααρων ελαβε το τυμπανον εν τη χειρι αυτης και πασαι αι γυναικες εξηλθον κατοπιν αυτης μετα τυμπανων και χορων.
21И воспела Мариам пред ними: пойте Господу, ибо высоко превознесся Он, коня и всадника его ввергнул в море.
21Και η Μαριαμ ανταπεκρινετο προς αυτους, λεγουσα, Ψαλλετε εις τον Κυριον· διοτι εδοξασθη ενδοξως· τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις θαλασσαν.
22И повел Моисей Израильтян от Чермного моря, и они вступили впустыню Сур; и шли они три дня по пустыне и не находили воды.
22[] Τοτε εσηκωσεν ο Μωυσης τους Ισραηλιτας απο της Ερυθρας θαλασσης, και εξηλθον εις την ερημον Σουρ· και περιεπατουν τρεις ημερας εν τη ερημω και δεν ευρισκον υδωρ.
23Пришли в Мерру – и не могли пить воды в Мерре,ибо она была горька, почему и наречено тому месту имя: Мерра.
23Και εκειθεν ηλθον εις Μερραν· δεν ηδυναντο ομως να πιωσιν εκ των υδατων της Μερρας, διοτι ησαν πικρα· δια τουτο και επωνομασθη Μερρα.
24И возроптал народ на Моисея, говоря: что нам пить?
24Και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγων, Τι θελομεν πιει;
25Моисей возопил к Господу, и Господь показал ему дерево, и он бросил его в воду, и вода сделалась сладкою. Там Бог дал народу устав и закон и там испытывал его.
25Ο δε Μωυσης εβοησε προς τον Κυριον· και εδειξεν εις αυτον ο Κυριος ξυλον, το οποιον οτε ερριψεν εις τα υδατα, τα υδατα εγλυκανθησαν. Εκει εδωκεν εις αυτους παραγγελιαν και διαταγμα, και εκει εδοκιμασεν αυτους·
26И сказал: если ты будешь слушаться гласа Господа, Бога твоего, и делать угодное пред очами Его, и внимать заповедям Его, и соблюдать все уставы Его, то не наведу на тебя ни одной из болезней, которые навел Я на Египет, ибоЯ Господь, целитель твой.
26και ειπεν, Εαν ακουσης επιμελως την φωνην Κυριου του Θεου σου και πραττης το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου και δωσης ακροασιν εις τας εντολας αυτου και φυλαξης παντα τα προσταγματα αυτου, δεν θελω φερει επι σε ουδεμιαν εκ των νοσων, τας οποιας εφερα κατα των Αιγυπτιων· διοτι εγω ειμαι ο Κυριος ο θεραπευων σε.
27И пришли в Елим; там было двенадцать источников воды и семьдесят финиковых дерев, и расположились там станом при водах.
27Επειτα ηλθον εις Αιλειμ, οπου ησαν δωδεκα πηγαι υδατων και εβδομηκοντα δενδρα φοινικων· και εκει εστρατοπεδευσαν πλησιον των υδατων.