1И отвечал Моисей и сказал: а если они не поверят мне и не послушают голоса моего и скажут: не явился тебе Господь?
1[] Απεκριθη δε ο Μωυσης και ειπε, Αλλ' ιδου, δεν θελουσι πιστευσει εις εμε ουδε θελουσιν εισακουσει εις την φωνην μου· διοτι θελουσιν ειπει, δεν εφανη εις σε ο Κυριος.
2И сказал ему Господь: что это в руке у тебя? Он отвечал: жезл.
2Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Τι ειναι τουτο, το εν τη χειρι σου; Ο δε ειπε, Ραβδος.
3Господь сказал: брось его на землю. Он бросил его на землю, ижезл превратился в змея, и Моисей побежал от него.
3Και ειπε, Ριψον αυτην κατα γης. Και ερριψεν αυτην κατα γης και εγεινεν οφις· και εφυγεν ο Μωυσης απ' εμπροσθεν αυτου.
4И сказал Господь Моисею: простри руку твою и возьми его за хвост. Он простер руку свою, и взял его; и он стал жезлом в руке его.
4Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Εκτεινον την χειρα σου και πιασον αυτον απο της ουρας· και εκτεινας την χειρα αυτου επιασεν αυτον και εγεινε ραβδος εν τη χειρι αυτου·
5Это для того, чтобы поверили, что явился тебе Господь, Бог отцов их, Бог Авраама, Бог Исаака и Бог Иакова.
5δια να πιστευσωσιν οτι εφανη εις σε Κυριος ο Θεος των πατερων αυτων, ο Θεος του Αβρααμ, ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ.
6Еще сказал ему Господь: положи руку твою к себе в пазуху. И он положил руку свою к себе в пазуху, вынул ее, и вот, рука его побелела от проказы, как снег.
6Και ειπεν ετι προς αυτον ο Κυριος, Βαλε τωρα την χειρα σου εις τον κολπον σου. Και εβαλε την χειρα αυτου εις τον κολπον αυτου· και οτε εξηγαγεν αυτην, ιδου, η χειρ αυτου λεπρα ως χιων.
7Еще сказал: положи опять руку твою к себе впазуху. И он положил руку свою к себе в пазуху; и вынул ее из пазухи своей, и вот, онаопять стала такою же, как тело его.
7Και ειπε, Βαλε παλιν την χειρα σου εις τον κολπον σου. Και εβαλε την χειρα αυτου εις τον κολπον αυτου· και οτε εξηγαγεν αυτην εκ του κολπου αυτου, ιδου, αποκατεσταθη καθως η σαρξ αυτου.
8Если они не поверят тебе и не послушают голоса первого знамения, то поверят голосу знамения другого;
8Εαν δε, ειπεν ο Κυριος, δεν πιστευσωσιν εις σε μηδε εισακουσωσιν εις την φωνην του σημειου του πρωτου, θελουσι πιστευσει εις την φωνην του σημειου του δευτερου·
9если же не поверят и двум сим знамениям и не послушают голоса твоего, то возьми воды из реки и вылей на сушу; и вода, взятая изреки, сделается кровью на суше.
9εαν δε δεν πιστευσωσι και εις τα δυο ταυτα σημεια μηδε εισακουσωσιν εις την φωνην σου, θελεις λαβει εκ του υδατος του ποταμου και θελεις χυσει αυτο επι της ξηρας· και το υδωρ, το οποιον ηθελες λαβει εκ του ποταμου, θελει γεινει αιμα επι της ξηρας.
10И сказал Моисей Господу: о, Господи! человек я не речистый, и таков был и вчера и третьего дня, и когда Ты начал говорить с рабом Твоим: я тяжело говорю и косноязычен.
10[] Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Δεομαι, Κυριε· εγω δεν ειμαι ευλαλος ουτε απο χθες ουτε απο προχθες ουτε αφ' ης ωρας ελαλησας προς τον δουλον σου· αλλ' ειμαι βραδυστομος και βραδυγλωσσος.
11Господь сказал: кто дал уста человеку? кто делает немым, или глухим, или зрячим, или слепым? не Я ли Господь?
11Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Τις εδωκε στομα εις τον ανθρωπον; η τις εκαμε τον ευλαλον, η τον κωφον η τον βλεποντα τον τυφλον; ουχι εγω ο Κυριος;
12итак пойди, и Я буду при устах твоих и научу тебя, что тебе говорить.
12υπαγε λοιπον τωρα και εγω θελω εισθαι μετα του στοματος σου και θελω σε διδαξει ο, τι μελλεις να λαλησης.
13Моисей сказал: Господи! пошли другого, кого можешь послать.
13Ο δε ειπε, Δεομαι, Κυριε, αποστειλον οντινα εχεις να αποστειλης.
14И возгорелся гнев Господень на Моисея, и Он сказал: разве нет у тебя Аарона брата, Левитянина? Я знаю, что он может говорить, и вот, он выйдет навстречу тебе, и, увидев тебя, возрадуется в сердце своем;
14Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Μωυσεως· και ειπε, Δεν ειναι Ααρων ο αδελφος σου ο Λευιτης; εξευρω οτι αυτος δυναται να λαλη καλως· και μαλιστα, ιδου, εξερχεται εις συναντησιν σου και οταν σε ιδη, θελει χαρη εν τη καρδια αυτου·
15ты будешь ему говорить и влагать слова в уста его, а Я буду при устах твоих и при устах его и буду учить вас, что вам делать;
15συ λοιπον θελεις λαλει προς αυτον και θελεις βαλλει τους λογους εις το στομα αυτου· εγω δε θελω εισθαι μετα του στοματος σου και μετα του στοματος εκεινου και θελω σας διδαξει ο, τι πρεπει να πραξητε·
16и будет говорить он вместо тебя к народу; итак он будет твоими устами,а ты будешь ему вместо Бога;
16και αυτος θελει λαλει αντι σου προς τον λαον· και αυτος θελει εισθαι εις σε αντι στοματος, συ δε θελεις εισθαι εις αυτον αντι Θεου·
17и жезл сей возьми в руку твою: им ты будешь творить знамения.
17λαβε δε εις την χειρα σου την ραβδον ταυτην, με την οποιαν θελεις καμνει τα σημεια.
18И пошел Моисей, и возвратился к Иофору, тестю своему, и сказал ему: пойду я, и возвращусь к братьям моим, которые в Египте, и посмотрю, живы ли еще они? И сказал Иофор Моисею: иди с миром.
18[] Και ανεχωρησεν ο Μωυσης και επεστρεψε προς τον Ιοθορ τον πενθερον αυτου και ειπε προς αυτον, Ας υπαγω, παρακαλω, και ας επιστρεψω προς τους αδελφους μου, τους εν Αιγυπτω, και ας ιδω αν ζωσιν ετι. Και ειπεν ο Ιοθορ προς τον Μωυσην, Υπαγε εν ειρηνη.
19И сказал Господь Моисею в земле Мадиамской: пойди, возвратись в Египет, ибо умерли все, искавшие души твоей.
19Ο δε Κυριος ειπε προς τον Μωυσην εν Μαδιαμ, Υπαγε, επιστρεψον εις Αιγυπτον· διοτι απεθανον παντες οι ανθρωποι οι ζητουντες την ψυχην σου.
20И взял Моисей жену свою и сыновей своих, посадил их на осла иотправился в землю Египетскую. И жезл Божий Моисей взял в руку свою.
20Τοτε παραλαβων ο Μωυσης την γυναικα αυτου και τα τεκνα αυτου και καθισας αυτα επι ονους επεστρεψεν εις την γην της Αιγυπτου· ελαβε δε ο Μωυσης την ραβδον του Θεου εν τη χειρι αυτου.
21И сказал Господь Моисею: когда пойдешь и возвратишься в Египет, смотри, все чудеса, которые Я поручил тебе, сделай пред лицем фараона, а Я ожесточу сердце его, и он не отпустит народа.
21Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Οταν υπαγης και επιστρεψης εις Αιγυπτον, ιδε να καμης εμπροσθεν του Φαραω παντα τα θαυμασια, τα οποια εδωκα εις την χειρα σου· πλην εγω θελω σκληρυνει την καρδιαν αυτου, και δεν θελει εξαποστειλει τον λαον·
22И скажи фараону: так говорит Господь: Израиль есть сын Мой,первенец Мой;
22και θελεις ειπει προς τον Φαραω, Ουτω λεγει Κυριος· Υιος μου ειναι, πρωτοτοκος μου, ο Ισραηλ·
23Я говорю тебе: отпусти сына Моего, чтобы он совершил Мне служение; а если не отпустишь его, то вот, Я убью сына твоего, первенца твоего.
23και προς σε λεγω, Εξαποστειλον τον υιον μου, δια να με λατρευση· και εαν δεν θελης να εξαποστειλης αυτον, ιδου, εγω θελω θανατωσει τον υιον σου, τον πρωτοτοκον σου.
24Дорогою на ночлеге случилось, что встретил его Господь и хотел умертвить его.
24[] Ενω δε ο Μωυσης ητο εν τη οδω, εν τω καταλυματι, συνηντησεν αυτον ο Κυριος και εζητει να θανατωση αυτον.
25Тогда Сепфора, взяв каменный нож, обрезала крайнюю плоть сына своего и, бросив к ногам его, сказала: тыжених крови у меня.
25Και λαβουσα η Σεπφωρα λιθαριον κοπτερον, περιετεμε την ακροβυστιαν του υιου αυτης, και ερριψεν εις τους ποδας αυτου, λεγουσα, Βεβαιως νυμφιος αιματων εισαι εις εμε.
26И отошел от него Господь . Тогда сказала она: жених крови – по обрезанию.
26Και απηλθεν απ' αυτου· η δε ειπε, Νυμφιος αιματων εισαι ενεκα της περιτομης.
27И Господь сказал Аарону: пойди навстречу Моисеюв пустыню. И он пошел, и встретился с ним при горе Божией, и поцеловалего.
27Ειπε δε Κυριος προς τον Ααρων, Υπαγε προς συναντησιν του Μωυσεως εις την ερημον. Και υπηγε και συνηντησεν αυτον εν τω ορει του Θεου και ησπασθη αυτον.
28И пересказал Моисей Аарону все слова Господа, Который его послал,и все знамения, которые Он заповедал.
28Και απηγγειλεν ο Μωυσης προς τον Ααρων παντας τους λογους του Κυριου, τους οποιους παρηγγειλεν εις αυτον, και παντα τα σημεια, τα οποια προσεταξεν εις αυτον.
29И пошел Моисей с Аароном, и собрали они всех старейшин сынов Израилевых,
29Υπηγαν λοιπον ο Μωυσης και ο Ααρων και συνηγαγον παντας τους πρεσβυτερους των υιων Ισραηλ·
30и пересказал Аарон все слова, которые говорил Господь Моисею; исделал Моисей знамения пред глазами народа,
30και ελαλησεν ο Ααρων παντας τους λογους, τους οποιους ο Κυριος ελαλησε προς τον Μωυσην, και εκαμε τα σημεια ενωπιον του λαου.
31и поверил народ; и услышали, что Господь посетил сынов Израилевых и увидел страдание их, и преклонились они и поклонились.
31Και επιστευσεν ο λαος· και οτε ηκουσεν οτι ο Κυριος επεσκεφθη τους υιους Ισραηλ και οτι επεβλεψεν επι την ταλαιπωριαν αυτων, κυψαντες προσεκυνησαν.