1Дина, дочь Лии, которую она родила Иакову, вышла посмотреть на дочерей земли той.
1[] Και εξηλθε Δεινα η θυγατηρ της Λειας, την οποιαν εγεννησεν εις τον Ιακωβ, δια να ιδη τας θυγατερας του τοπου.
2И увидел ее Сихем, сын Еммора Евеянина, князя земли той, и взял ее, и спал с нею, и сделал ей насилие.
2Και ιδων αυτην Συχεμ, ο υιος του Εμμωρ του Ευαιου, αρχοντος του τοπου, ελαβεν αυτην, και εκοιμηθη μετ' αυτης και εταπεινωσεν αυτην.
3И прилепилась душа его в Дине, дочери Иакова, и он полюбил девицу и говорил по сердцу девицы.
3Και η ψυχη αυτου προσεκολληθη εις την Δειναν, την θυγατερα του Ιακωβ· και ηγαπησε την κορην και ελαλησε κατα την καρδιαν της κορης.
4И сказал Сихем Еммору, отцу своему, говоря: возьмимне эту девицу в жену.
4Και ειπεν ο Συχεμ προς Εμμωρ τον πατερα αυτου, λεγων, Λαβε μοι την κορην ταυτην εις γυναικα.
5Иаков слышал, что сын Емморов обесчестил Дину, дочь его, но как сыновья его были со скотом его в поле, то Иаков молчал, пока не пришли они.
5Και ηκουσεν ο Ιακωβ, οτι εμιανε την Δειναν την θυγατερα αυτου· οι δε υιοι αυτου ησαν μετα των κτηνων αυτου εν τω αγρω· και παρεσιωπησεν ο Ιακωβ εωσου ελθωσιν.
6И вышел Еммор, отец Сихемов, к Иакову, поговорить с ним.
6[] Εμμωρ δε, ο πατηρ του Συχεμ, εξηλθε προς τον Ιακωβ, δια να ομιληση μετ' αυτου.
7Сыновья же Иакова пришли с поля, и когда услышали, то огорчились мужи те и воспылали гневом, потому что бесчестие сделал он Израилю, переспав с дочерью Иакова, а так не надлежало делать.
7Και ηλθον οι υιοι του Ιακωβ εκ του αγρου, καθως ηκουσαν τουτο· και ηγανακτησαν οι ανδρες και εθυμωθησαν σφοδρα, οτι επραξεν αισχρα εις τον Ισραηλ, κοιμηθεις μετα της θυγατρος του Ιακωβ· το οποιον δεν επρεπε να γεινη.
8Еммор стал говорить им, и сказал: Сихем, сын мой, прилепился душею к дочери вашей; дайте же ее в жену ему;
8Και ελαλησε προς αυτους ο Εμμωρ, λεγων, Η ψυχη του Συχεμ του υιου μου προσηλωθη εις την θυγατερα σας· δοτε αυτην εις αυτον, παρακαλω, εις γυναικα·
9породнитесь с нами; отдавайте за нас дочерей ваших, а наших дочерей берите себе.
9και συμπενθερευσατε μεθ' ημων· τας θυγατερας σας δοτε εις ημας, και τας θυγατερας ημων λαβετε εις εαυτους·
10и живите с нами; земля сия пред вами, живите и промышляйте на нейи приобретайте ее во владение.
10και κατοικησατε μεθ' ημων· ιδου, η γη ειναι εμπροσθεν σας· κατοικειτε και εμπορευεσθε επ' αυτης και καμετε κτηματα εν αυτη.
11Сихем же сказал отцу ее и братьям ее: только бы мне найти благоволение в очах ваших, я дам, что ни скажете мне;
11Ειπε δε ο Συχεμ προς τον πατερα αυτης και προς τους αδελφους αυτης, Ας ευρω χαριν εμπροσθεν σας· και ο, τι ειπητε εις εμε θελω δωσει·
12назначьте самое большое вено и дары; я дам, что ни скажете мне, только отдайте мне девицу в жену.
12ζητησατε παρ' εμου οσην προικα θελετε, και οσα χαρισματα, και θελω δωσει αυτα, καθως ηθελετε μοι ειπει· μονον δοτε μοι την κορην εις γυναικα.
13И отвечали сыновья Иакова Сихему и Еммору, отцу его, с лукавством;а говорили так потому, что он обесчестил Дину, сестру их;
13Απεκριθησαν δε οι υιοι του Ιακωβ προς τον Συχεμ και προς τον Εμμωρ τον πατερα αυτου, μετα δολου· και ελαλησαν επειδη αυτος ειχε μιανει την Δειναν την αδελφην αυτων
14и сказали им: не можем этого сделать, выдать сестру нашу за человека, который необрезан, ибо это бесчестно для нас;
14και ειπον προς αυτους, Δεν δυναμεθα να καμωμεν το πραγμα τουτο, να δωσωμεν την αδελφην ημων εις ανθρωπον απεριτμητον· διοτι τουτο ειναι ονειδος εις ημας·
15только на том условии мы согласимся с вами, если вы будете как мы, чтобы и у вас весь мужеский пол был обрезан;
15επι τουτω μονον θελομεν συμφωνησει με σας· Εαν σεις γεινετε ως ημεις, περιτεμνοντες παν αρσενικον μεταξυ σας,
16и будем отдавать за вас дочерей наших и брать за себяваших дочерей, и будем жить с вами, и составим один народ;
16τοτε θελομεν δωσει τας θυγατερας ημων εις εσας, και τας θυγατερας σας θελομεν λαβει εις ημας, και θελομεν κατοικησει με σας και θελομεν γεινει εις λαος·
17а если не послушаетесь нас в том, чтобы обрезаться, то мы возьмем дочь нашу и удалимся.
17εαν ομως δεν μας ακουσητε να περιτμηθητε, τοτε θελομεν λαβει την θυγατερα ημων και θελομεν αναχωρησει.
18И понравились слова сии Еммору и Сихему, сыну Емморову.
18[] Και ηρεσαν οι λογοι αυτων εις τον Εμμωρ και εις τον Συχεμ τον υιον του Εμμωρ·
19Юноша не умедлил исполнить это, потому что любил дочь Иакова. А он более всех уважаем был из дома отца своего.
19και δεν εβραδυνεν ο νεος να καμη το πραγμα, διοτι υπερηγαπα την θυγατερα του Ιακωβ· και ητο ο ενδοξοτερος παντος του οικου του πατρος αυτου.
20И пришел Еммор и Сихем, сын его, к воротам города своего, и стали говорить жителям города своего и сказали:
20Και ηλθεν ο Εμμωρ και ο Συχεμ ο υιος αυτου εις την πυλην της πολεως αυτων, και ελαλησαν προς τους ανδρας της πολεως αυτων λεγοντες,
21сии люди мирны с нами; пусть они селятся на земле и промышляют на ней; земля же вот пространна пред ними. Станем брать дочерей их себе в жены и наших дочерей выдавать за них.
21Οι ανθρωποι ουτοι ειναι ειρηνικοι μεθ' ημων· ας κατοικησωσι λοιπον εν τη γη και ας εμπορευωνται εν αυτη· διοτι η γη, ιδου, ειναι αρκετα ευρυχωρος δι' αυτους· τας θυγατερας αυτων ας λαβωμεν εις γυναικας, και τας θυγατερας ημων ας δωσωμεν εις αυτους·
22Только на том условии сии люди соглашаются жить с нами и быть одним народом, чтобы и у нас обрезан был весь мужеский пол,как они обрезаны.
22επι τουτω μονον θελουσι συμφωνησει με ημας οι ανθρωποι δια να κατοικησωσι μεθ' ημων, ωστε να γεινωμεν εις λαος, εαν περιτμηθη παν αρσενικον μεταξυ ημων, καθως αυτοι περιτεμνονται·
23Не для нас ли стада их, и имение их, и весь скот их? Только согласимся с ними, и будут жить с нами.
23τα ποιμνια αυτων και τα υπαρχοντα αυτων και παντα τα κτηνη αυτων δεν θελουσιν εισθαι ιδικα μας; μονον ας συμφωνησωμεν με αυτους, και θελουσι κατοικησει μεθ' ημων.
24И послушались Еммора и Сихема, сына его, все выходящие из воротгорода его: и обрезан был весь мужеский пол, – все выходящие из ворот города его.
24Και εισηκουσαν του Εμμωρ και Συχεμ του υιου αυτου παντες οι εξερχομενοι εκ της πυλης της πολεως αυτου· και περιετμηθη παν αρσενικον, παντες οι εξερχομενοι δια της πυλης της πολεως αυτου.
25На третий день, когда они были в болезни, два сына Иакова, Симеон и Левий, братья Динины, взяли каждый свой меч, и смело напали на город, и умертвили весь мужеский пол;
25[] Την δε τριτην ημεραν, οτε ησαν εν τω πονω, δυο εκ των υιων του Ιακωβ, ο Συμεων και ο Λευι, αδελφοι της Δεινας, ελαβον εκαστος την μαχαιραν αυτου, και εισηλθον εις την πολιν ασφαλως και εφονευσαν παν αρσενικον.
26и самого Еммора и Сихема, сына его, убили мечом; и взяли Дину из дома Сихемова и вышли.
26Και τον Εμμωρ και τον Συχεμ τον υιον αυτου εφονευσαν εν στοματι μαχαιρας· και ελαβον την Δειναν εκ του οικου του Συχεμ και εξηλθον.
27Сыновья Иакова пришли к убитым и разграбили город за то, чтообесчестили сестру их.
27Οι δε υιοι του Ιακωβ ηλθον επι τους πεφονευμενους και διηρπασαν την πολιν, επειδη ειχον μιανει την αδελφην αυτων.
28Они взяли мелкий и крупный скот их, и ослов их, и что ни было в городе, и что ни было в поле;
28Ελαβον τα προβατα αυτων και τους βοας αυτων και τους ονους αυτων και ο, τι ητο εν τη πολει και ο, τι εν τω αγρω·
29и все богатство их, и всех детей их, и жен их взяли в плен, и разграбили все, что было в домах.
29και πασαν την περιουσιαν αυτων και παντα τα παιδια αυτων και τας γυναικας αυτων ηχμαλωτισαν· και παν ο, τι ευρισκετο εν ταις οικιαις διηρπασαν.
30И сказал Иаков Симеону и Левию: вы возмутили меня, сделав меня ненавистным для жителей сей земли, для Хананеев и Ферезеев. У меня людей мало; соберутся против меня, поразят меня, и истреблен буду я и дом мой.
30Ειπε δε ο Ιακωβ προς τον Συμεων και προς τον Λευι, Εις ταραχην με εβαλετε, καμνοντες με μισητον μεταξυ των κατοικων της γης, μεταξυ των Χαναναιων και Φερεζαιων· εγω δε ολιγους ανθρωπους εχω, και εκεινοι θελουσι συναχθη εναντιον μου και θελουσι με παταξει και θελω απολεσθη εγω και ο οικος μου.
31Они же сказали: а разве можно поступать с сестрою нашею, как с блудницею!
31Οι δε ειπον, Επρεπε λοιπον την αδελφην ημων να μεταχειρισθωσιν ως πορνην;