1И благословил Бог Ноя и сынов его и сказал им: плодитесь и размножайтесь, и наполняйте землю.
1[] Και ευλογησεν ο Θεος τον Νωε και τους υιους αυτου· και ειπε προς αυτους, Αυξανεσθε και πληθυνεσθε, και γεμισατε την γην·
2да страшатся и да трепещут вас все звери земные, и все птицы небесные, все, что движется на земле, и все рыбы морские: в ваши руки отданы они;
2και ο φοβος σας και ο τρομος σας θελει εισθαι επι παντα τα ζωα της γης, και επι παντα τα πτηνα του ουρανου, επι παν ο, τι ερπει επι της γης, και επι παντας τους ιχθυας της θαλασσης· εις τας χειρας σας εδοθησαν·
3все движущееся, что живет, будет вам в пищу; как зелень травную даю вам все;
3παν κινουμενον, το οποιον ζη, θελει εισθαι εις σας προς τροφην· ως τον χλωρον χορτον εδωκα τα παντα εις εσας·
4только плоти с душею ее, с кровью ее, не ешьте;
4κρεας ομως με την ζωην αυτου, με το αιμα αυτου, δεν θελετε φαγει·
5Я взыщу и вашу кровь, в которой жизнь ваша, взыщу ее от всякого зверя, взыщу также душу человека от руки человека, от руки брата его;
5και εξαπαντος το αιμα σας, το αιμα της ζωης σας, θελω εκζητησει εκ της χειρος παντος ζωου θελω εκζητησει αυτο, και εκ της χειρος του ανθρωπου· εκ της χειρος παντος αδελφου αυτου θελω εκζητησει την ζωην του ανθρωπου·
6кто прольет кровь человеческую, того кровь прольется рукою человека: ибо человек создан по образу Божию;
6οστις χυση αιμα ανθρωπου, υπο ανθρωπου θελει χυθη το αιμα αυτου· διοτι κατ' εικονα Θεου εποιησεν ο Θεος τον ανθρωπον·
7вы же плодитесь и размножайтесь, и распространяйтесь по земле, и умножайтесь на ней.
7σεις δε αυξανεσθε και πληθυνεσθε, πολλαπλασιαζεσθε επι της γης, και πληθυνεσθε επ' αυτης.
8И сказал Бог Ною и сынам его с ним:
8[] Και ειπεν ο Θεος προς τον Νωε και προς τους υιους αυτου μετ' αυτου, λεγων,
9вот, Я поставляю завет Мой с вами и с потомством вашим после вас,
9Και εγω, ιδου, στηνω την διαθηκην μου προς εσας, και προς το σπερμα σας υστερον απο σας·
10и со всякою душею живою, которая с вами, с птицами и со скотами, и со всеми зверями земными, которые увас, со всеми вышедшими из ковчега, со всеми животными земными;
10και προς παν εμψυχον ζωον, το οποιον ειναι με σας, εκ των πτηνων, εκ των κτηνων και εκ παντων των ζωων της γης, τα οποια ειναι με σας· απο παντος του εξελθοντος εκ της κιβωτου, εως παντος ζωου της γης·
11поставляю завет Мой с вами, что не будет более истреблена всякая плоть водами потопа, и не будет уже потопа на опустошение земли.
11και στηνω την διαθηκην μου προς εσας· και δεν θελει πλεον εξολοθρευθη πασα σαρξ απο των υδατων του κατακλυσμου· ουδε θελει εισθαι πλεον κατακλυσμος δια να φθειρη την γην.
12И сказал Бог: вот знамение завета, который Я поставляю между Мною имежду вами и между всякою душею живою, которая с вами, в роды навсегда:
12[] Και ειπεν ο Θεος, Τουτο ειναι το σημειον της διαθηκης, την οποιαν εγω καμνω μεταξυ εμου και υμων και παντος εμψυχου ζωου το οποιον ειναι με σας, εις γενεας αιωνιους·
13Я полагаю радугу Мою в облаке, чтоб она была знамением завета между Мною и между землею.
13Θετω το τοξον μου εν τη νεφελη, και θελει εισθαι εις σημειον διαθηκης μεταξυ εμου και της γης·
14И будет, когда Я наведу облако на землю, то явится радуга в облаке;
14και οταν συννεφωσω νεφελην επι της γης, θελει φανη το τοξον εν τη νεφελη·
15и Я вспомню завет Мой, который между Мною и между вами и между всякою душею живою во всякой плоти; и небудет более вода потопом на истребление всякой плоти.
15και θελω ενθυμηθη την διαθηκην μου, την μεταξυ εμου και υμων, και παντος εμψυχου ζωου εκ πασης σαρκος· και τα υδατα δεν θελουσιν εισθαι πλεον εις κατακλυσμον δια να εξαλειψωσι πασαν σαρκα·
16И будет радуга в облаке, и Я увижу ее, и вспомню завет вечныймежду Богом и между всякою душею живою во всякой плоти, которая на земле.
16και το τοξον θελει εισθαι εν τη νεφελη· και θελω βλεπει αυτο, δια να ενθυμωμαι την παντοτεινην διαθηκην την μεταξυ Θεου και παντος εμψυχου ζωου εκ πασης σαρκος ητις ειναι επι της γης.
17И сказал Бог Ною: вот знамение завета, который Я поставил между Мноюи между всякою плотью, которая на земле.
17Και ειπεν ο Θεος προς τον Νωε, Τουτο ειναι το σημειον της διαθηκης, την οποιαν εστησα μεταξυ εμου και πασης σαρκος ητις ειναι επι της γης.
18Сыновья Ноя, вышедшие из ковчега, были: Сим, Хам и Иафет. Хам же был отец Ханаана.
18[] Ησαν δε οι υιοι του Νωε, οι εξελθοντες εκ της κιβωτου, Σημ και Χαμ και Ιαφεθ. Ο δε Χαμ ητο πατηρ του Χανααν.
19Сии трое были сыновья Ноевы, и от них населилась вся земля.
19Οι τρεις ουτοι ειναι οι υιοι του Νωε, και εκ τουτων διεσπαρησαν εις πασαν την γην.
20Ной начал возделывать землю и насадил виноградник;
20Και ηρχισεν ο Νωε να ηναι γεωργος και εφυτευσεν αμπελωνα·
21и выпил он вина, и опьянел, и лежал обнаженным в шатре своем.
21και επιεν εκ του οινου και εμεθυσθη, και εγυμνωθη εν τη σκηνη αυτου.
22И увидел Хам, отец Ханаана, наготу отца своего, и выйдя рассказал двум братьям своим.
22Και ειδεν ο Χαμ, ο πατηρ του Χανααν, την γυμνωσιν του πατρος αυτου· και ανηγγειλε τουτο προς τους δυο αδελφους αυτου εξω.
23Сим же и Иафет взяли одежду и, положив ее на плечи свои, пошли задом и покрыли наготу отца своего; лица их были обращены назад, и они не видали наготы отца своего.
23Και λαβοντες ο Σημ και ο Ιαφεθ το ενδυμα, επεθηκαν αυτο επι τα δυο αυτων νωτα· και βαδισαντες οπισθονωτα, εσκεπασαν την γυμνωσιν του πατρος αυτων· και τα προσωπα αυτων ησαν προς τα οπισω, και την γυμνωσιν του πατρος αυτων δεν ειδον.
24Ной проспался от вина своего и узнал, что сделал над ним меньший сын его,
24[] Ανανηψας δε ο Νωε απο του οινου αυτου, εμαθεν οσα εκαμεν εις αυτον ο υιος αυτου ο νεωτερος.
25и сказал: проклят Ханаан; раб рабов будет он у братьев своих.
25Και ειπεν, Επικαταρατος ο Χανααν· δουλος των δουλων θελει εισθαι εις τους αδελφους αυτου.
26Потом сказал: благословен Господь Бог Симов; Ханаан же будет рабом ему;
26Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Σημ. Και ο Χανααν θελει εισθαι δουλος εις αυτον·
27да распространит Бог Иафета, и да вселится он в шатрах Симовых;Ханаан же будет рабом ему.
27ο Θεος θελει πλατυνει τον Ιαφεθ, και θελει κατοικησει εν ταις σκηναις του Σημ, ο δε Χανααν θελει εισθαι δουλος εις αυτον·
28И жил Ной после потопа триста пятьдесят лет.
28[] Και εζησεν ο Νωε μετα τον κατακλυσμον τριακοσια πεντηκοντα ετη.
29Всех же дней Ноевых было девятьсот пятьдесят лет, и он умер.
29Και εγειναν πασαι αι ημεραι του Νωε εννεακοσια πεντηκοντα ετη· και απεθανε.