1Горе Ариилу, Ариилу, городу, в котором жил Давид! приложите год к году; пусть заколают жертвы.
1[] Ουαι εις την Αριηλ, την Αριηλ, την πολιν οπου κατωκησεν ο Δαβιδ· προσθεσατε ενιαυτον επι ενιαυτον· ας σφαζωσιν εορταστικας θυσιας.
2Но Я стесню Ариил, и будет плач и сетование; и он останется у Меня, как Ариил.
2Αλλ' εγω θελω στενοχωρησει την Αριηλ, και εκει θελει εισθαι βαρος και θλιψις· και εις εμε θελει εισθαι ως Αριηλ.
3Я расположусь станом вокруг тебя и стесню тебя стражею наблюдательною, и воздвигну против тебя укрепления.
3Και θελω στρατοπεδευσει εναντιον σου κυκλω, και θελω στησει πολιορκιαν κατα σου με χαρακωμα, και θελω ανεγειρει φρουρια εναντιον σου.
4И будешь унижен, с земли будешь говорить, и глуха будет речь твоя из-под праха,и голос твой будет, как голос чревовещателя, и из-под праха шептать будет речь твоя.
4Και θελεις ριφθη κατω, θελεις λαλει απο του εδαφους και η λαλια σου θελει εισθαι ταπεινη εκ του χωματος, και η φωνη σου εκ του εδαφους θελει εισθαι ως του εγγαστριμυθου και η λαλια σου θελει ψιθυριζει εκ του χωματος.
5Множество врагов твоих будет, как мелкая пыль, и полчище лютых, как разлетающаяся плева; и это совершится внезапно, в одно мгновение.
5Το δε πληθος των εχθρων σου θελει εισθαι ως κονιορτος και το πληθος των φοβερων ως αχυρον φερομενον υπο ανεμου· ναι, τουτο θελει γεινει αιφνιδιως εν μια στιγμη.
6Господь Саваоф посетит тебя громом и землетрясением, и сильным гласом, бурею и вихрем, и пламенем всепожирающего огня.
6Θελει γεινει εις σε επισκεψις παρα του Κυριου των δυναμεων, μετα βροντης και μετα σεισμου και φωνης μεγαλης, μετα ανεμοζαλης και ανεμοστροβιλου και φλογος πυρος κατατρωγοντος.
7И как сон, как ночное сновидение, будет множество всех народов, воюющих против Ариила, и всех выступивших против него и укреплений его и стеснивших его.
7Και το πληθος παντων των εθνων των πολεμουντων εναντιον της Αριηλ, παντες βεβαιως οι μαχομενοι εναντιον αυτης και των οχυρωματων αυτης και οι στενοχωρουντες αυτην θελουσιν εισθαι ως ονειρον νυκτερινου οραματος.
8И как голодному снится, будто он ест, но пробуждается, и душа еготоща; и как жаждущему снится, будто он пьет, но пробуждается, и вот он томится, и душа его жаждет: то же будет и множеству всех народов, воюющих против горы Сиона.
8Καθως μαλιστα ο πεινων ονειρευεται οτι ιδου, τρωγει· πλην εξεγειρεται και η ψυχη αυτου ειναι κενη· η καθως ο διψων ονειρευεται οτι ιδου, πινει· πλην εξεγειρεται και ιδου, ειναι ητονημενος και η ψυχη αυτου διψα· ουτω θελουσιν εισθαι τα πληθη παντων των εθνων των πολεμουντων εναντιον του ορους Σιων.
9Изумляйтесь и дивитесь: они ослепили других, и сами ослепли; онипьяны, но не от вина, - шатаются, но не от сикеры;
9[] Στητε και θαυμασατε· αναβοησατε και ανακραξατε· ουτοι μεθυουσιν αλλ' ουχι υπο οινου· παραφερονται αλλ' ουχι υπο σικερα.
10ибо навел на вас Господь дух усыпления и сомкнул глаза ваши,пророки, и закрыл ваши головы, прозорливцы.
10Διοτι ο Κυριος εξεχεεν εφ' υμας πνευμα βαθεος υπνου και εκλεισε τους οφθαλμους υμων· περιεκαλυψε τους προφητας και τους αρχοντας υμων, τους βλεποντας ορασεις.
11И всякое пророчество для вас то же, что слова в запечатанной книге, которую подаютумеющему читать книгу и говорят: „прочитай ее"; и тот отвечает: „не могу, потому что она запечатана".
11Και πασα ορασις θελει εισθαι εις εσας ως λογια εσφραγισμενου βιβλιου, το οποιον ηθελον δωσει εις τινα εξευροντα να αναγινωσκη, λεγοντες, Αναγνωθι τουτο, παρακαλω· και εκεινος λεγει, Δεν δυναμαι, διοτι ειναι εσφραγισμενον·
12И передают книгу тому, кто читать не умеет, и говорят: „прочитай ее"; и тот отвечает: „я не умею читать".
12και διδουσι το βιβλιον εις μη εξευροντα να αναγινωσκη και λεγουσιν, Αναγνωθι τουτο, παρακαλω· και εκεινος λεγει, δεν εξευρω να αναγινωσκω.
13И сказал Господь: так как этот народ приближается ко Мне устами своими, и языком своим чтит Меня, сердце же его далеко отстоит от Меня, иблагоговение их предо Мною есть изучение заповедей человеческих;
13Δια τουτο ο Κυριος λεγει, Επειδη ο λαος ουτος με πλησιαζει δια του στοματος αυτου και με τιμα δια των χειλεων αυτου, αλλ' η καρδια αυτου απεχει μακραν απ' εμου, και με σεβονται, διδασκοντες διδασκαλιας, ενταλματα ανθρωπων·
14то вот, Я еще необычайно поступлю с этим народом,чудно и дивно, так что мудрость мудрецов его погибнет, и разума у разумных его не станет.
14δια τουτο, ιδου, θελω προσθεσει να καμω θαυμαστον εργον μεταξυ τουτου του λαου, θαυμαστον εργον και εξαισιον· διοτι η σοφια των σοφων αυτου θελει χαθη και η συνεσις των συνετων αυτου θελει κρυφθη.
15Горе тем, которые думают скрыться в глубину, чтобы замысл свой утаить от Господа, которые делают дела свои во мраке и говорят: „кто увидит нас? и кто узнает нас?"
15Ουαι εις τους σκαπτοντας βαθεως δια να κρυψωσι την βουλην αυτων απο του Κυριου, και των οποιων τα εργα ειναι εν τω σκοτει, και λεγουσι, Τις βλεπει ημας; και τις εξευρει ημας;
16Какое безрассудство! Разве можно считать горшечника, как глину? Скажет ли изделие о сделавшем его: „не он сделал меня"? и скажет ли произведение о художнике своем: „он не разумеет"?
16Ω διεστραμμενοι, ο κεραμευς θελει νομισθη ως πηλος; το πλασμα θελει ειπει περι του πλασαντος αυτο, ουτος δεν με επλασεν; η το ποιημα θελει ειπει περι του ποιησαντος αυτο, Ουτος δεν ειχε νοησιν;
17Еще немного, очень немного, и Ливан не превратится ли в сад, а сад не будут ли почитать, как лес?
17[] Δεν θελει εισθαι ετι πολυ ολιγος καιρος και ο Λιβανος θελει μεταβληθη εις καρποφορον πεδιαδα, και η καρποφορος πεδιας θελει λογισθη ως δασος;
18И в тот день глухие услышат слова книги, и прозрят из тьмы и мрака глаза слепых.
18Και εν εκεινη τη ημερα οι κωφοι θελουσιν ακουσει τους λογους του βιβλιου, και οι οφθαλμοι των τυφλων θελουσιν ιδει, ελευθερωθεντες εκ του σκοτους και εκ της ομιχλης.
19И страждущие более и более будут радоваться о Господе, и бедные люди будут торжествовать о Святом Израиля,
19Και οι πραεις θελουσιν επαυξησει την χαραν αυτων εν Κυριω, και οι πτωχοι των ανθρωπων θελουσιν ευφρανθη δια τον Αγιον του Ισραηλ.
20потому что не будет более обидчика, ихульник исчезнет, и будут истреблены все поборники неправды,
20Διοτι ο τρομερος εξελιπε και ο χλευαστης εξωλοθρευθη και παντες οι παραφυλαττοντες την ανομιαν εξηλειφθησαν·
21которые запутывают человека в словах, и требующему суда у ворот расставляют сети, и отталкивают правого.
21οιτινες καμνουσι τον ανθρωπον πταιστην δια ενα λογον, και στηνουσι παγιδα εις τον ελεγχοντα εν τη πυλη, και με ψευδος διαστρεφουσι το δικαιον.
22Посему так говорит о доме Иакова Господь, Который искупил Авраама:тогда Иаков не будет в стыде, и лице егоболее не побледнеет.
22Οθεν ο Κυριος ο λυτρωσας τον Αβρααμ ουτω λεγει περι του οικου Ιακωβ· ο Ιακωβ δεν θελει πλεον αισχυνθη, και το προσωπον αυτου δεν θελει πλεον ωχριασει.
23Ибо когда увидит у себя детей своих, дело рук Моих, то они святобудут чтить имя Мое и свято чтить Святаго Иаковлева, и благоговеть пред Богом Израилевым.
23Αλλ' οταν ιδη τα τεκνα αυτου, το εργον των χειρων μου, εν μεσω αυτου, θελουσιν αγιασει το ονομα μου και θελουσιν αγιασει τον Αγιον του Ιακωβ και θελουσι φοβεισθαι τον Θεον του Ισραηλ.
24Тогда блуждающие духом познают мудрость, и непокорные научатся послушанию.
24Οι δε πλανωμενοι κατα το πνευμα θελουσιν ελθει εις συνεσιν, και οι γογγυζοντες θελουσι μαθει διδασκαλιαν.