Russian 1876

Greek: Modern

Isaiah

5

1Воспою Возлюбленному моему песнь Возлюбленного моего о винограднике Его. У Возлюбленного моего был виноградник на вершине утучненной горы,
1[] Τωρα θελω ψαλλει εις τον ηγαπημενον μου ασμα του αγαπητου μου περι του αμπελωνος αυτου. Ο ηγαπημενος μου ειχεν αμπελωνα επι λοφου παχυτατου.
2и Он обнес его оградою, и очистил его от камней, и насадил в нем отборные виноградные лозы, и построил башню посреди его, и выкопал в нем точило, и ожидал, что он принесет добрые грозды, а он принес дикие ягоды.
2Και περιεφραξεν αυτον, και συνηθροισεν εξ αυτου τους λιθους και εφυτευσεν αυτον με τα πλεον εκλεκτα κληματα και εκτισε πυργον εν τω μεσω αυτου και κατεσκευασεν ετι ληνον εν αυτω και περιεμενε να καμη σταφυλια, αλλ' εκαμεν αγριοσταφυλα.
3И ныне, жители Иерусалима и мужи Иуды, рассудите Меня с виноградником Моим.
3Και τωρα, κατοικοι Ιερουσαλημ και ανδρες Ιουδα, κρινατε, παρακαλω, αναμεσον εμου και του αμπελωνος μου.
4Что еще надлежало бы сделать для виноградника Моего, чего Я не сделал ему? Почему, когда Я ожидал, что он принесет добрые грозды, он принес дикие ягоды?
4Τι ητο δυνατον να καμω ετι εις τον αμπελωνα μου και δεν εκαμον εις αυτον; δια τι λοιπον, ενω περιεμενον να καμη σταφυλια, εκαμεν αγριοσταφυλα;
5Итак Я скажу вам, что сделаю с виноградником Моим: отниму у него ограду, и будет он опустошаем; разрушу стены его, и будет попираем,
5Τωρα λοιπον θελω σας αναγγειλει τι θελω καμει εγω εις τον αμπελωνα μου· θελω αφαιρεσει τον φραγμον αυτου και θελει καταφαγωθη θελω χαλασει τον τοιχον αυτου και θελει καταπατηθη·
6и оставлю его в запустении: не будут ни обрезывать, ни вскапывать его, – и зарастет он тернами и волчцами, и повелю облакам не проливать на него дождя.
6και θελω καταστησει αυτον ερημον δεν θελει κλαδευθη ουδε σκαφθη, αλλα θελουσι βλαστησει εκει τριβολοι και ακανθαι θελω προσταξει ετι τα νεφη να μη βρεξωσι βροχην επ' αυτον.
7Виноградник Господа Саваофа есть дом Израилев, и мужи Иуды – любимое насаждение Его. И ждал Он правосудия, но вот – кровопролитие; ждал правды, и вот – вопль.
7Αλλ' ο αμπελων του Κυριου των δυναμεων ειναι ο οικος του Ισραηλ και οι ανδρες Ιουδα το αγαπητον αυτου φυτον και περιεμενε κρισιν, πλην ιδου, καταδυναστευσις δικαιοσυνην, πλην ιδου, κραυγη.
8Горе вам, прибавляющие дом к дому, присоединяющие поле к полю, так что другим не остается места, как будто вы одни поселены на земле.
8[] Ουαι εις εκεινους, οιτινες ενονουσιν οικιαν με οικιαν και συναπτουσιν αγρον με αγρον, εωσου μη μεινη τοπος, δια να κατοικωσι μονοι εν τω μεσω της γης.
9В уши мои сказал Господь Саваоф: многочисленные домы эти будут пусты, большие и красивые – без жителей;
9Εις τα ωτα μου ειπεν ο Κυριος των δυναμεων, Βεβαιως πολλαι οικιαι θελουσι μεινει ηρημωμεναι, μεγαλαι και καλαι, χωρις κατοικων
10десять участков в винограднике дадут один бат, и хомер посеянногозерна едва принесет ефу.
10ναι, δεκα στρεμματα αμπελωνος θελουσι δωσει εν βαθ, και ο σπορος ενος χομορ θελει δωσει εν εφα.
11Горе тем, которые с раннего утра ищут сикеры и до позднего вечера разгорячают себя вином;
11Ουαι εις εκεινους, οιτινες εξεγειρομενοι το πρωι ζητουσι σικερα· οιτινες εξακολουθουσι μεχρι της εσπερας, εωσου εξαψη ο οινος αυτους.
12и цитра и гусли, тимпан и свирель и вино на пиршествах их; а на дела Господа они не взирают и о деяниях рук Его не помышляют.
12Και η κιθαρα και η λυρα, το τυμπανον και ο αυλος και ο οινος ειναι εν τοις συμποσιοις αυτων αλλα δεν παρατηρουσι το εργον του Κυριου και δεν θεωρουσι την ενεργειαν των χειρων αυτου.
13За то народ мой пойдет в пленнепредвиденно, и вельможи его будут голодать, и богачи его будут томиться жаждою.
13Δια τουτο ο λαος μου εφερθη εις αιχμαλωσιαν, διοτι δεν εχει επιγνωσιν και οι εντιμοι αυτων λιμοκτονουσι, και το πληθος αυτων κατεξηρανθη υπο διψης.
14За то преисподняя расширилась и без меры раскрыла пасть свою: и сойдет туда слава их и богатство их, и шум их и все , что веселит их.
14Δια ταυτα επλατυνεν ο αδης εαυτον και διηνοιξεν υπερμετρα το στομα αυτου· και η δοξα αυτων και το πληθος αυτων και ο θορυβος αυτων και οι εντρυφωντες θελουσι καταβη εις αυτον.
15И преклонится человек, и смирится муж, и глаза гордых поникнут;
15Και ο κοινος ανθρωπος θελει υποκυψει, και ο δυνατος θελει ταπεινωθη, και οι οφθαλμοι των υψηλων θελουσι χαμηλωθη.
16а Господь Саваоф превознесется в суде, и Бог Святый явит святость Свою в правде.
16Ο δε Κυριος των δυναμεων θελει υψωθη εις κρισιν, και ο Θεος ο Αγιος θελει αγιασθη εις δικαιοσυνην.
17И будут пастись овцы по своей воле, и чужие будут питаться оставленными жирными пажитями богатых.
17Τοτε τα αρνια θελουσι βοσκηθη κατα την συνηθειαν αυτων, και ξενοι θελουσι φαγει τους ερημους τοπους των παχεων.
18Горе тем, которые влекут на себя беззаконие вервями суетности, и грех – как быремнями колесничными;
18[] Ουαι εις εκεινους, οιτινες επισυρουσι την ανομιαν δια σχοινιων ματαιοτητος και την αμαρτιαν ως δια λωριων αμαξης
19которые говорят: „пусть Он поспешит и ускорит дело Свое, чтобы мы видели, и пусть приблизится и придет в исполнение совет Святаго Израилева, чтобы мы узнали!"
19οιτινες λεγουσιν, Ας σπευση, ας επιταχυνη το εργον αυτου δια να ιδωμεν και η βουλη του Αγιου του Ισραηλ ας πλησιαση και ας ελθη, δια να μαθωμεν.
20Горе тем, которые зло называют добром, и добро – злом, тьму почитают светом, и свет – тьмою, горькое почитают сладким, и сладкое – горьким!
20Ουαι εις εκεινους, οιτινες λεγουσι το κακον καλον και το καλον κακον οιτινες θετουσι το σκοτος δια φως και το φως δια σκοτος οιτινες θετουσι το πικρον δια γλυκυ και το γλυκυ δια πικρον.
21Горе тем, которые мудры в своих глазах и разумны пред самими собою!
21Ουαι εις τους οσοι ειναι σοφοι εις τους οφθαλμους αυτων και φρονιμοι ενωπιον εαυτων.
22Горе тем, которые храбры пить вино и сильны приготовлять крепкий напиток,
22Ουαι εις τους οσοι ειναι δυνατοι εις το να πινωσιν οινον και ισχυροι εις το να σμιγωσι σικερα
23которые за подарки оправдывают виновного и правых лишают законного!
23οιτινες δικαιονουσι τον παρανομον δια δωρα, και το δικαιον του δικαιου αφαιρουσιν απ' αυτου.
24За то, как огонь съедает солому, и пламя истребляет сено, так истлеет корень их, и цвет их разнесется, как прах; потому что они отвергли закон Господа Саваофа и презрели слово Святаго Израилева.
24Δια τουτο, ως η γλωσσα του πυρος κατατρωγει την καλαμην και το αχυρον αφανιζεται εν τη φλογι, ουτως η ριζα αυτων θελει κατασταθη ως σηπεδων, και το ανθος αυτων θελει αναβη ως κονιορτος διοτι απερριψαν τον νομον του Κυριου των δυναμεων και κατεφρονησαν τον λογον του Αγιου του Ισραηλ.
25За то возгорится гнев Господа на народ Его, и прострет Он руку Своюна него и поразит его, так что содрогнутся горы, и трупы их будут как помет на улицах. Ипри всем этом гнев Его не отвратится, и рука Его еще будет простерта.
25Δια τουτο ο θυμος του Κυριου εξηφθη εναντιον του λαου αυτου, και εκτεινας την χειρα αυτου εναντιον αυτων επαταξεν αυτους· τα δε ορη ετρεμον, και τα πτωματα αυτων εγειναν ως κοπρια εν μεσω των οδων. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
26И поднимет знамя народам дальним, и даст знак живущему на краю земли, – и вот, он легко и скоро придет;
26Και θελει υψωσει εις τα εθνη σημειον απο μακραν, και θελει συριξει εις αυτα απ' ακρου της γης και ιδου, ταχεως θελουσιν ελθει μετα σπουδης·
27не будет у него ни усталого, ни изнемогающего; ни один не задремлет и не заснет, и неснимется пояс с чресл его, и не разорвется ремень у обуви его;
27ουδεις θελει αποκαμει ουδε προσκρουσει μεταξυ αυτων ουδεις θελει νυσταξει ουδε κοιμηθη ουδε η ζωνη της οσφυος αυτων θελει λυθη, ουδε το λωριον των υποδηματων αυτων θελει κοπη
28стрелы его заострены, и все луки его натянуты; копыта коней егоподобны кремню, и колеса его – как вихрь;
28των οποιων τα βελη ειναι οξεα και παντα τα τοξα αυτων εντεταμενα οι ονυχες των ιππων αυτων θελουσι νομισθη ως πυροβολος πετρα, και οι τροχοι των αμαξων αυτων ως ανεμοστροβιλος
29рев его – как рев львицы; он рыкает подобно скимнам, и заревет, и схватит добычу и унесет, и никто не отнимет.
29τα βρυχηματα αυτων θελουσιν εισθαι ως λεοντος θελουσι βρυχασθαι ως σκυμνοι λεοντος· ναι, θελουσι βρυχασθαι και θελουσι συναρπασει το θηραμα και φυγει και ουδεις ο ελευθερων.
30И заревет на него в тот день как бы рев разъяренного моря; и взглянет он наземлю, и вот – тьма, горе, и свет померк в облаках.
30Και οταν κατ' εκεινην την ημεραν βοησωσιν εναντιον αυτων ως βοη της θαλασσης, θελουσιν εμβλεψει εις την γην και ιδου, σκοτος, λυπη, και το φως εσκοτισθη εν τω ουρανω αυτης.