Russian 1876

Greek: Modern

James

2

1Братия мои! имейте веру в Иисуса Христа нашего Господа славы, не взирая на лица.
1[] Αδελφοι μου, μη εχετε με προσωποληψιας την πιστιν του δεδοξασμενου Κυριου ημων Ιησου Χριστου.
2Ибо, если в собрание ваше войдет человек с золотым перстнем, в богатой одежде, войдет же и бедный в скудной одежде,
2Διοτι εαν εισελθη εις την συναγωγην σας ανθρωπος εχων χρυσουν δακτυλιδιον με λαμπρον ενδυμα, εισελθη δε και πτωχος με ρυπαρον ενδυμα,
3и вы, смотря на одетого в богатую одежду, скажете ему: тебе хорошо сесть здесь, а бедному скажете: ты стань там, или садись здесь, у ног моих, –
3και επιβλεψητε εις τον φορουντα το ενδυμα το λαμπρον και ειπητε προς αυτον, Συ καθου εδω καλως, και προς τον πτωχον ειπητε, Συ στεκε εκει· καθου εδω υπο το υποποδιον μου,
4то не пересуживаете ли вы в себе и не становитесь лисудьями с худыми мыслями?
4δεν εκαμετε αρα διακρισιν εν εαυτοις και εγεινετε κριται πονηρα διαλογιζομενοι;
5Послушайте, братия мои возлюбленные: не бедных ли мира избрал Бог быть богатыми верою и наследниками Царствия, которое Он обещал любящим Его?
5Ακουσατε, αδελφοι μου αγαπητοι, δεν εξελεξεν ο Θεος τους πτωχους του κοσμου τουτου πλουσιους εν πιστει και κληρονομους της βασιλειας, την οποιαν υπεσχεθη προς τους αγαπωντας αυτον;
6А вы презрели бедного. Не богатые ли притесняют вас, и не они ли влекут вас в суды?
6Σεις ομως ητιμασατε τον πτωχον. Δεν σας καταδυναστευουσιν οι πλουσιοι και αυτοι σας συρουσιν εις κριτηρια;
7Не они ли бесславят доброе имя, которым вы называетесь?
7Αυτοι δεν βλασφημουσι το καλον ονομα, με το οποιον ονομαζεσθε;
8Если вы исполняете закон царский, по Писанию: возлюбиближнего твоего, как себя самого, – хорошо делаете.
8[] Εαν μεν εκτελητε τον νομον τον βασιλικον κατα την γραφην, Θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον, καλως ποιειτε·
9Но если поступаете с лицеприятием, то грех делаете, и перед законом оказываетесь преступниками.
9εαν ομως προσωποληπτητε, καμνετε αμαρτιαν και ελεγχεσθε υπο του νομου ως παραβαται.
10Кто соблюдает весь закон и согрешит в одном чем-нибудь, тот становится виновным во всем.
10Διοτι οστις φυλαξη ολον τον νομον και πταιση εις εν, εγεινεν ενοχος παντων.
11Ибо Тот же, Кто сказал: не прелюбодействуй, сказал и: не убей; посему, если ты не прелюбодействуешь, но убьешь, то ты также преступник закона.
11Επειδη ο ειπων, Μη μοιχευσης, ειπε και, Μη φονευσης· αλλ' εαν δεν μοιχευσης, φονευσης δε, εγεινες παραβατης του νομου.
12Так говорите и так поступайте, как имеющие быть судимы по закону свободы.
12Ουτω λαλειτε και ουτω πραττετε, ως μελλοντες να κριθητε δια του νομου της ελευθεριας·
13Ибо суд без милости не оказавшему милости; милость превозносится над судом.
13διοτι η κρισις θελει εισθαι ανιλεως εις τον οστις δεν εκαμεν ελεος· και το ελεος καυχαται κατα της κρισεως.
14Что пользы, братия мои, если кто говорит, что он имеет веру, а дел не имеет? может ли этавера спасти его?
14[] Τι το οφελος, αδελφοι μου, εαν λεγη τις οτι εχει πιστιν, και εργα δεν εχη; μηπως η πιστις δυναται να σωση αυτον;
15Если брат или сестра наги и не имеют дневного пропитания,
15Εαν δε αδελφος η αδελφη γυμνοι υπαρχωσι και στερωνται της καθημερινης τροφης,
16а кто-нибудь из вас скажет им: „идите с миром, грейтесь и питайтесь", но не даст им потребного для тела: что пользы?
16και ειπη τις εξ υμων προς αυτους, Υπαγετε εν ειρηνη, θερμαινεσθε και χορταζεσθε, και δεν δωσητε εις αυτους τα αναγκαια του σωματος, τι το οφελος;
17Так и вера, если не имеет дел, мертва сама по себе.
17Ουτω και η πιστις, εαν δεν εχη εργα, νεκρα ειναι καθ' εαυτην.
18Но скажет кто-нибудь: „ты имеешь веру, а я имею дела": покажи мне веру твою бездел твоих, а я покажу тебе веру мою из дел моих.
18Αλλα θελει τις ειπει· Συ εχεις πιστιν, και εγω εχω εργα· δειξον μοι την πιστιν σου εκ των εργων σου, και εγω θελω σοι δειξει εκ των εργων μου την πιστιν μου.
19Ты веруешь, что Бог един: хорошо делаешь; и бесы веруют, и трепещут.
19Συ πιστευεις οτι ο Θεος ειναι εις· καλως ποιεις· και τα δαιμονια πιστευουσι και φριττουσι.
20Но хочешь ли знать, неосновательный человек, что вера без дел мертва?
20Θελεις ομως να γνωρισης, ω ανθρωπε ματαιε, οτι η πιστις χωρις των εργων ειναι νεκρα;
21Не делами ли оправдался Авраам, отец наш, возложив на жертвенник Исаака, сына своего?
21Αβρααμ ο πατηρ ημων δεν εδικαιωθη εξ εργων, οτε προσεφερεν Ισαακ τον υιον αυτου επι το θυσιαστηριον;
22Видишь ли, что вера содействовала делам его, и делами вера достигла совершенства?
22Βλεπεις οτι η πιστις συνηργει εις τα εργα αυτου, και εκ των εργων η πιστις ετελειωθη,
23И исполнилось слово Писания: „веровал Авраам Богу, и это вменилось ему в праведность, и он наречен другом Божиим".
23και επληρωθη η γραφη η λεγουσα· Επιστευσε δε Αβρααμ εις τον Θεον, και ελογισθη εις αυτον εις δικαιοσυνην, και φιλος Θεου ωνομασθη.
24Видите ли, что человек оправдывается делами, а не верою только?
24Βλεπετε λοιπον οτι εξ εργων δικαιουται ο ανθρωπος και ουχι εκ πιστεως μονον.
25Подобно и Раав блудница не делами ли оправдалась,приняв соглядатаев и отпустив их другим путем?
25Ομοιως δε και Ρααβ η πορνη δεν εδικαιωθη εξ εργων, οτε υπεδεχθη τους απεσταλμενους και εξεβαλεν αυτους δι' αλλης οδου;
26Ибо, как тело без духа мертво, так и вера без дел мертва.
26Διοτι καθως το σωμα χωρις πνευματος ειναι νεκρον, ουτω και η πιστις χωρις των εργων ειναι νεκρα.