Russian 1876

Greek: Modern

Job

35

1И продолжал Елиуй и сказал:
1[] Και επανελαβεν ο Ελιου και ειπε·
2считаешь ли ты справедливым, что сказал: я правее Бога?
2Στοχαζεσαι οτι ειναι ορθον τουτο, το οποιον ειπας, Ειμαι δικαιοτερος του Θεου;
3Ты сказал: что пользы мне? и какую прибыль я имел бы пред тем, как если бы я и грешил?
3Διοτι ειπας, Τις ωφελεια θελει εισθαι εις σε; Τι κερδος θελω λαβει εκ τουτου μαλλον παρα εκ της αμαρτιας μου;
4Я отвечу тебе и твоим друзьям с тобою:
4Εγω θελω αποκριθη προς σε και προς τους φιλους σου μετα σου.
5взгляни на небо и смотри; воззри на облака, они выше тебя.
5Αναβλεψον εις τους ουρανους και ιδε· και θεωρησον τα νεφη, ποσον υψηλοτερα σου ειναι.
6Если ты грешишь, что делаешь ты Ему? и если преступления твои умножаются, что причиняешь ты Ему?
6Εαν αμαρτανης, τι πραττεις κατ' αυτου; η αν αι παραβασεις σου πολλαπλασιασθωσι, τι κατορθονεις κατ' αυτου;
7Если ты праведен, что даешь Ему? или что получает Он от руки твоей?
7Εαν ησαι δικαιος, τι θελεις δωσει εις αυτον; η τι θελει λαβει εκ της χειρος σου;
8Нечестие твое относится к человеку, как ты, и праведность твоя к сыну человеческому.
8Η ασεβεια σου δυναται να βλαψη ανθρωπον ως σε· και η δικαιοσυνη σου δυναται να ωφεληση υιον ανθρωπου.
9От множества притеснителей стонут притесняемые, и от руки сильных вопиют.
9[] Εκ του πληθους των καταθλιβοντων καταβοωσι· κραυγαζουσιν ενεκεν του βραχιονος των ισχυρων·
10Но никто не говорит: где Бог, Творец мой, Который дает песни в ночи,
10Αλλ' ουδεις λεγει, που ειναι ο Θεος ο Ποιητης μου, οστις διδει ασματα εις την νυκτα,
11Который научает нас более, нежели скотов земных, и вразумляет нас более, нежели птицнебесных?
11Οστις συνετιζει ημας υπερ τα κτηνη της γης, και σοφιζει ημας υπερ τα πετεινα του ουρανου;
12Там они вопиют, и Он не отвечает им, по причине гордости злых людей.
12Εκει βοωσι δια την υπερηφανιαν των πονηρων, δεν θελει ομως αποκριθη.
13Но неправда, что Бог не слышит и Вседержитель не взирает на это.
13Ο Θεος βεβαιως δεν θελει εισακουσει της ματαιολογιας, ουδε θελει επιβλεψει ο Παντοδυναμος εις αυτην·
14Хотя ты сказал, что ты не видишь Его, но суд пред Ним, и – жди его.
14[] ποσον ολιγωτερον οταν συ λεγης, οτι δεν θελεις ιδει αυτον· η κρισις ομως ειναι ενωπιον αυτου· οθεν εχε το θαρρος σου επ' αυτον.
15Но ныне, потому что гнев Его не посетил его и он не познал его во всей строгости,
15Αλλα τωρα, επειδη δεν επεσκεφθη εν τω θυμω αυτου και δεν παρετηρησε μετα μεγαλης αυστηροτητος,
16Иов и открыл легкомысленно уста свои и безрассудно расточает слова.
16δια τουτο ο Ιωβ ανοιγει το στομα αυτου ματαιως· επισωρευει λογους εν αγνωσια.