1Истинно, истинно говорю вам: кто не дверью входит во двор овчий, но перелазит инде, тот вор и разбойник;
1[] Αληθως, αληθως σας λεγω, οστις δεν εισερχεται δια της θυρας εις την αυλην των προβατων, αλλα αναβαινει αλλαχοθεν, εκεινος ειναι κλεπτης και ληστης·
2а входящий дверью есть пастырь овцам.
2οστις ομως εισερχεται δια της θυρας, ειναι ποιμην των προβατων.
3Ему придверник отворяет, и овцы слушаются голоса его, и он зовет своих овец по имени и выводит их.
3Εις τουτον ο θυρωρος ανοιγει, και τα προβατα την φωνην αυτου ακουουσι, και τα εαυτου προβατα κραζει κατ' ονομα και εξαγει αυτα.
4И когда выведет своих овец, идет перед ними; а овцы за ним идут, потому что знают голос его.
4Και οταν εκβαλη τα εαυτου προβατα, υπαγει εμπροσθεν αυτων, και τα προβατα ακολουθουσιν αυτον, διοτι γνωριζουσι την φωνην αυτου.
5За чужим же не идут, но бегут от него, потому что не знают чужого голоса.
5Ξενον ομως δεν θελουσιν ακολουθησει, αλλα θελουσι φυγει απ' αυτου, διοτι δεν γνωριζουσι την φωνην των ξενων.
6Сию притчу сказал им Иисус; но они не поняли, что такое Он говорил им.
6Ταυτην την παραβολην ειπε προς αυτους ο Ιησους· εκεινοι ομως δεν ενοησαν τι ησαν ταυτα, τα οποια ελαλει προς αυτους.
7Итак, опять Иисус сказал им: истинно, истинно говорю вам, что Я дверь овцам.
7Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους· Αληθως, αληθως σας λεγω οτι εγω ειμαι η θυρα των προβατων.
8Все, сколько их ни приходило предо Мною, суть воры и разбойники; но овцы не послушали их.
8Παντες οσοι ηλθον προ εμου κλεπται ειναι και λησται· αλλα δεν ηκουσαν αυτους τα προβατα.
9Я есмь дверь: кто войдет Мною, тот спасется, и войдет, и выйдет, и пажить найдет.
9Εγω ειμαι η θυρα· δι' εμου εαν τις εισελθη, θελει σωθη και θελει εισελθει και εξελθει και θελει ευρει βοσκην.
10Вор приходит только для того, чтобы украсть, убить и погубить. Я пришел для того, чтобы имели жизнь и имели с избытком.
10Ο κλεπτης δεν ερχεται, ειμη δια να κλεψη και θυση και απολεση· εγω ηλθον δια να εχωσι ζωην και να εχωσιν αυτην εν αφθονια.
11Я есмь пастырь добрый: пастырь добрый полагает жизнь свою за овец.
11Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος. Ο ποιμην ο καλος την ψυχην αυτου βαλλει υπερ των προβατων·
12А наемник, не пастырь, которому овцы не свои, видит приходящего волка, и оставляет овец, и бежит; и волк расхищает овец, и разгоняет их.
12ο δε μισθωτος και μη ων ποιμην, του οποιου δεν ειναι τα προβατα ιδικα του, θεωρει τον λυκον ερχομενον και αφινει τα προβατα και φευγει· και ο λυκος αρπαζει αυτα και σκορπιζει τα προβατα.
13А наемник бежит, потому что наемник, и нерадит об овцах.
13Ο δε μισθωτος φευγει, διοτι ειναι μισθωτος και δεν μελει αυτον περι των προβατων.
14Я есмь пастырь добрый; и знаю Моих, и Мои знают Меня.
14Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος, και γνωριζω τα εμα και γνωριζομαι υπο των εμων,
15Как Отец знает Меня, так и Я знаю Отца; и жизнь Мою полагаю за овец.
15καθως με γνωριζει ο Πατηρ και εγω γνωριζω τον Πατερα, και την ψυχην μου βαλλω υπερ των προβατων.
16Есть у Меня и другие овцы, которые не сего двора, и тех надлежит Мне привести: и они услышат голос Мой, и будет одно стадо и один Пастырь.
16Και αλλα προβατα εχω, τα οποια δεν ειναι εκ της αυλης ταυτης· και εκεινα πρεπει να συναξω, και θελουσιν ακουσει την φωνην μου, και θελει γεινει μια ποιμνη, εις ποιμην.
17Потому любит Меня Отец, что Я отдаю жизнь Мою, чтобы опять принять ее.
17Δια τουτο ο Πατηρ με αγαπα, διοτι εγω βαλλω την ψυχην μου, δια να λαβω αυτην παλιν.
18Никто не отнимает ее у Меня, но Я Сам отдаю ее. Имею власть отдать ее и власть имею опять принять ее. Сию заповедь получил Я от Отца Моего.
18Ουδεις αφαιρει αυτην απ' εμου, αλλ' εγω βαλλω αυτην απ' εμαυτου· εξουσιαν εχω να βαλω αυτην, και εξουσιαν εχω παλιν να λαβω αυτην· ταυτην την εντολην ελαβον παρα του Πατρος μου.
19От этих слов опять произошла между Иудеями распря.
19[] Σχισμα λοιπον εγεινε παλιν μεταξυ των Ιουδαιων δια τους λογους τουτους.
20Многие из них говорили: Он одержим бесом и безумствует; что слушаете Его?
20Και ελεγον πολλοι εξ αυτων· Δαιμονιον εχει και ειναι μαινομενος· τι ακουετε αυτον;
21Другие говорили: это слова не бесноватого; может ли бес отверзать очи слепым?
21Αλλοι ελεγον· Ουτοι οι λογοι δεν ειναι δαιμονιζομενου· μηπως δυναται δαιμονιον να ανοιγη οφθαλμους τυφλων;
22Настал же тогда в Иерусалиме праздник обновления, и была зима.
22[] Εγειναν δε τα εγκαινια εν Ιεροσολυμοις, και ητο χειμων·
23И ходил Иисус в храме, в притворе Соломоновом.
23και ο Ιησους περιεπατει εν τω ιερω εν τη στοα του Σολομωντος.
24Тут Иудеи обступили Его и говорили Ему: долго ли Тебе держать нас в недоумении? если Ты Христос, скажи нам прямо.
24Περιεκυκλωσαν λοιπον αυτον οι Ιουδαιοι και ελεγον προς αυτον· Εως ποτε κρατεις εν αμφιβολια την ψυχην ημων; εαν συ ησαι ο Χριστος, ειπε προς ημας παρρησια.
25Иисус отвечал им: Я сказал вам, и не верите; дела, которые творю Я во имя Отца Моего,они свидетельствуют о Мне.
25Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους· Σας ειπον, και δεν πιστευετε. Τα εργα, τα οποια εγω καμνω εν τω ονοματι του Πατρος μου, ταυτα μαρτυρουσι περι εμου·
26Но вы не верите, ибо вы не из овец Моих, как Я сказал вам.
26αλλα σεις δεν πιστευετε· διοτι δεν εισθε εκ των προβατων των εμων, καθως σας ειπον.
27Овцы Мои слушаются голоса Моего, и Я знаю их; и они идут за Мною.
27Τα προβατα τα εμα ακουουσι την φωνην μου, και εγω γνωριζω αυτα, και με ακολουθουσι.
28И Я даю им жизнь вечную, и не погибнут вовек; и никто не похитит их из руки Моей.
28Και εγω διδω εις αυτα ζωην αιωνιον, και δεν θελουσιν απολεσθη εις τον αιωνα, και ουδεις θελει αρπασει αυτα εκ της χειρος μου.
29Отец Мой, Который дал Мне их, больше всех; и никто не может похитить их из руки Отца Моего.
29Ο Πατηρ μου, οστις μοι εδωκεν αυτα, ειναι μεγαλητερος παντων, και ουδεις δυναται να αρπαση εκ της χειρος του Πατρος μου.
30Я и Отец – одно.
30Εγω και ο Πατηρ εν ειμεθα.
31Тут опять Иудеи схватили каменья, чтобы побить Его.
31Επιασαν λοιπον παλιν οι Ιουδαιοι λιθους, δια να λιθοβολησωσιν αυτον.
32Иисус отвечал им: много добрых дел показал Я вам от Отца Моего; за которое из них хотите побить Меня камнями?
32Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους· Πολλα καλα εργα εδειξα εις εσας εκ του Πατρος μου· δια ποιον εργον εξ αυτων με λιθοβολειτε;
33Иудеи сказали Ему в ответ: не за доброе дело хотим побить Тебя камнями, но за богохульство и за то, что Ты, будучи человек, делаешь Себя Богом.
33Απεκριθησαν προς αυτον οι Ιουδαιοι, λεγοντες· Περι καλου εργου δεν σε λιθοβολουμεν, αλλα περι βλασφημιας, και διοτι συ ανθρωπος ων καμνεις σεαυτον Θεον.
34Иисус отвечал им: не написано ли в законе вашем: Я сказал: вы боги?
34Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους· Δεν ειναι γεγραμμενον εν τω νομω υμων, Εγω ειπα, θεοι εισθε;
35Если Он назвал богами тех, к которым было слово Божие, и не может нарушиться Писание, –
35Εαν εκεινους ειπε θεους, προς τους οποιους εγεινεν ο λογος του Θεου, και δεν δυναται να αναιρεθη η γραφη,
36Тому ли, Которого Отец освятил и послал в мир, вы говорите: богохульствуешь, потому что Я сказал: Я Сын Божий?
36εκεινον, τον οποιον ο Πατηρ ηγιασε και απεστειλεν εις τον κοσμον, σεις λεγετε οτι βλασφημεις, διοτι ειπον, Υιος του Θεου ειμαι;
37Если Я не творю дел Отца Моего, не верьте Мне;
37Εαν δεν καμνω τα εργα του Πατρος μου, μη πιστευετε εις εμε·
38а если творю, то, когда не верите Мне, верьте делам Моим, чтобы узнать и поверить, что Отец во Мне и Я в Нем.
38αλλ' εαν καμνω, αν και εις εμε δεν πιστευητε, πιστευσατε εις τα εργα, δια να γνωρισητε και πιστευσητε οτι ο Πατηρ ειναι εν εμοι και εγω εν αυτω.
39Тогда опять искали схватить Его; но Он уклонился от рук их,
39[] Εζητουν λοιπον παλιν να πιασωσιν αυτον· και εξεφυγεν εκ της χειρος αυτων.
40и пошел опять за Иордан, на то место, где прежде крестил Иоанн, и остался там.
40Και υπηγε παλιν περαν του Ιορδανου, εις τον τοπον οπου εβαπτιζε κατ' αρχας ο Ιωαννης, και εμεινεν εκει.
41Многие пришли к Нему и говорили, что Иоанн не сотворил никакого чуда, но все, что сказал Иоанн о Нем, было истинно.
41Και πολλοι ηλθον προς αυτον και ελεγον οτι ο Ιωαννης μεν ουδεν θαυμα εκαμε, παντα ομως οσα ειπεν ο Ιωαννης περι τουτου, ησαν αληθινα.
42И многие там уверовали в Него.
42Και εκει επιστευσαν πολλοι εις αυτον.