1Господь сказал Иисусу: не бойся и не ужасайся; возьми с собою весь народ, способный к войне, и встав пойди к Гаю; вот, Я предаю в руки твои царя Гайского и народ его, город его и землю его;
1[] Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Μη φοβηθης μηδε δειλιασης· λαβε μετα σου παντας τους πολεμικους ανδρας, και σηκωθεις αναβα εις Γαι· ιδου, εγω παρεδωκα εις την χειρα σου; τον βασιλεα της Γαι και τον λαον αυτου και την πολιν αυτου και την γην αυτου·
2сделай с Гаем и царем его то же, что сделал ты с Иерихоном и царем его, только добычу его и скот его разделите себе; сделай засаду позадигорода.
2και θελεις καμει εις την Γαι και εις τον βασιλεα αυτης, καθως εκαμες εις την Ιεριχω και εις τον βασιλεα αυτης· μονον τα λαφυρα αυτης και τα κτηνη αυτης θελετε λαφυραγωγησει εις εαυτους· στησον ενεδραν κατα της πολεως οπισθεν αυτης.
3Иисус и весь народ, способный к войне, встал, чтобы идти к Гаю,и выбрал Иисус тридцать тысяч человек храбрых и послал их ночью,
3[] Και εσηκωθη ο Ιησους και πας ο λαος ο πολεμιστης, δια να αναβωσιν εις την Γαι· και εξελεξεν ο Ιησους τριακοντα χιλιαδας ανδρας δυνατους εν ισχυι και εξαπεστειλεν αυτους δια νυκτος,
4и дал им приказание и сказал: смотрите, вы будете составлять засаду у города позади города; не отходите далеко от города и будьте все готовы;
4και προσεταξεν εις αυτους λεγων, Ιδου, σεις θελετε ενεδρευει κατα της πολεως οπισθεν αυτης· μη απομακρυνθητε πολυ απο της πολεως, και να ησθε παντες ετοιμοι·
5а я и весь народ, который со мною, подойдем к городу; и когда жители Гая выступят против нас, как и прежде, то мы побежим от них;
5εγω δε και πας ο λαος ο μετ' εμου θελομεν πλησιασει εις την πολιν· και οταν εξελθωσιν εναντιον ημων, καθως προτερον, τοτε ημεις θελομεν φυγει απ' εμπροσθεν αυτων·
6они пойдут за нами, так что мы отвлечем их от города; ибо они скажут: „бегут от нас, как и прежде"; когда мы побежим от них,
6και θελουσιν εξελθει κατοπιν ημων, εωσου απομακρυνωμεν αυτους απο της πολεως, διοτι θελουσιν ειπει, Αυτοι φευγουσιν απ' εμπροσθεν ημων, καθως προτερον· και ημεις θελομεν φυγει απ' εμπροσθεν αυτων·
7тогда вы встаньте из засады и завладейте городом, и Господь Бог ваш предаст его в руки ваши;
7τοτε σεις σηκωθεντες εκ της ενεδρας, θελετε κυριευσει την πολιν· διοτι Κυριος ο Θεος σας θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα σας·
8когда возьмете город, зажгите город огнем, по слову Господню сделайте; смотрите, я повелеваю вам.
8και αφου κυριευσητε την πολιν, θελετε καυσει την πολιν εν πυρι· κατα την προσταγην του Κυριου θελετε καμει· ιδου, προσεταξα εις εσας.
9Таким образом послал их Иисус, и они пошли в засаду и засели междуВефилем и между Гаем, с западной стороны Гая; а Иисус в ту ночь ночевал среди народа.
9Ο Ιησους λοιπον εξαπεστειλεν αυτους, και υπηγον εις ενεδραν και εκαθισαν μεταξυ Βαιθηλ και Γαι, προς το δυτικον μερος της Γαι· ο δε Ιησους εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω μεσω του λαου.
10Встав рано поутру, Иисус осмотрел народ, и пошел он и старейшины Израилевы впереди народа к Гаю;
10Και εξεγερθεις ο Ιησους το πρωι, επεσκεφθη τον λαον, και ανεβη αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ, εμπροσθεν του λαου προς Γαι.
11и весь народ, способный к войне, который был с ним, пошел, приблизился и подошел к городу,
11Και πας ο λαος ο πολεμιστης, ο μετ' αυτου, ανεβη και επλησιασε και ηλθε κατεναντι της πολεως και εστρατοπεδευσε κατα το βορειον μερος της Γαι· ητο δε κοιλας μεταξυ αυτων και της Γαι.
12и поставил стан с северной стороныГая, а между ним и Гаем была долина. Потом взял он около пяти тысяч человек и посадил их в засаде между Вефилем и Гаем, с западной стороны города.
12Και λαβων εως πεντε χιλιαδας ανδρων, εκαθισεν αυτους εις ενεδραν μεταξυ Βαιθηλ και Γαι, προς το δυτικον μερος της πολεως.
13И народ расположил весь стан, который был с северной стороны города, так, что задняя часть была с западной стороны города. Ипришел Иисус в ту ночь на средину долины.
13Και αφου διεταξαν τον λαον, απαν το στρατευμα το προς βορραν της πολεως και την ενεδραν αυτου προς δυσμας της πολεως, υπηγεν ο Ιησους εκεινην την νυκτα εις το μεσον της κοιλαδος.
14Когда увидел это царь Гайский, тотчас с жителями города, встав рано, выступил против Израиля насражение, он и весь народ его, на назначенное место пред равниною; а он не знал, что для него есть засада позади города.
14Και ως ειδεν ο βασιλευς της Γαι, αυτος και πας ο λαος αυτου, οι ανδρες της πολεως, εσπευσαν και εξηγερθησαν πρωι και εξηλθον εις συναντησιν του Ισραηλ προς μαχην, εις ωρισμενην ωραν, επι την πεδιαδα· πλην αυτος δεν ηξευρεν οτι ητο ενεδρα κατ' αυτου οπισθεν της πολεως.
15Иисус и весь Израиль, будто пораженные ими, побежали к пустыне;
15Και ο Ιησους και πας ο Ισραηλ προσεποιηθησαν οτι κατετροπωθησαν εμπροσθεν αυτων, και εφευγον δια της οδου της ερημου.
16а они кликнули весь народ, который был в городе, чтобы преследовать их, и, преследуя Иисуса, отдалились от города;
16Και συνεκαλεσθησαν πας ο λαος ο εν Γαι, δια να καταδιωξωσιν αυτους· και κατεδιωξαν τον Ιησουν και απεμακρυνθησαν απο της πολεως.
17в Гае и Вефиле не осталось ни одного человека, который не погнался бы за Израилем; и город свой они оставили отворенным, преследуя Израиля.
17Και δεν απεμεινεν ανθρωπος εν Γαι και εν Βαιθηλ, οστις δεν εξηλθε κατοπιν του Ισραηλ· και αφηκαν ανοικτην την πολιν, και κατεδιωκον τον Ισραηλ.
18Тогда Господь сказал Иисусу: простри копье, которое в руке твоей,к Гаю, ибо Я предам его в руки твои. Иисус простер копье, которое было в его руке, к городу.
18Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Εκτεινον την λογχην, την εν τη χειρι σου, προς την Γαι· διοτι θελω παραδωσει αυτην εις την χειρα σου. Και εξετεινεν ο Ιησους την λογχην, την εν τη χειρι αυτου, προς την πολιν.
19Сидевшие в засаде тотчас встали с места своего и побежали, как скоро он простер руку свою, вошли в город и взяли его и тотчас зажгли город огнем.
19Και η ενεδρα εσηκωθη μετα σπουδης απο της θεσεως αυτης, και ωρμησαν ευθυς οτε εξετεινε την χειρα αυτου· και εισηλθον εις την πολιν και εκυριευσαν αυτην, και σπευσαντες εκαυσαν την πολιν εκ πυρι.
20Жители Гая, оглянувшись назад, увидели, что дым от города восходил к небу. И не было для них места, куда бы бежать – ни туда, ни сюда; ибо народ, бежавший к пустыне, обратился на преследователей.
20Και οτε περιεβλεψαν εις τα οπισω αυτων οι ανδρες της Γαι, ειδον, και ιδου, ανεβαινεν ο καπνος της πολεως προς τον ουρανον, και δεν ηδυναντο να φυγωσιν εδω και εκει· επειδη ο λαος ο φευγων προς την ερημον εστραφησαν οπισω εναντιον των καταδιωκοντων.
21Иисус и весь Израиль, увидев, что сидевшие в засаде взяли город, и дым от города восходил к небу , возвратились и стали поражать жителей Гая;
21Ο δε Ιησους και πας ο Ισραηλ, ιδοντες οτι η ενεδρα ειχε κυριευσει την πολιν και οτι ανεβαινεν ο καπνος της πολεως, εστραφησαν οπισω και επαταξαν τους ανδρας της Γαι.
22а те из города вышли навстречу им, так что они находились в средине между Израильтянами, из которых одни были с той стороны, а другие с другой; так поражали их, что не оставили ни одного из них, уцелевшего или убежавшего;
22Και οι αλλοι εξηλθον εκ της πολεως εναντιον αυτων, ωστε ησαν εν τω μεσω του Ισραηλ εντευθεν και εκειθεν· και επαταξαν αυτους, ωστε δεν αφηκαν ουδενα εξ αυτων μειναντα η διαφυγοντα.
23а царя Гайского взяли живого и привели его к Иисусу.
23[] Τον δε βασιλεα της Γαι συνελαβον ζωντα και εφεραν αυτον προς τον Ιησουν.
24Когда Израильтяне перебили всех жителей Гая на поле, в пустыне, куда они преследовали их, и когда все они до последнего пали от острия меча, тогда все Израильтяне обратились к Гаю и поразили его острием меча.
24Και αφου ο Ισραηλ ετελειωσε φονευων παντας τους κατοικους της Γαι εν τη πεδιαδι εκ τη ερημω, οπου κατεδιωκον αυτους, και επεσον παντες εν στοματι μαχαιρας, εωσου εξωλοθρευθησαν, επεστρεψε πας ο Ισραηλ εις την Γαι και επαταξαν αυτην εν στοματι μαχαιρας.
25Падших в тот день мужей и жен, всех жителей Гая, было двенадцать тысяч.
25Και παντες οι πεσοντες εν τη ημερα εκεινη, ανδρες τε και γυναικες, ησαν δωδεκα χιλιαδες, παντες οι ανθρωποι της Γαι.
26Иисус не опускал руки своей, которую простер с копьем, доколе не предал заклятию всех жителей Гая;
26Και δεν εσυρεν ο Ιησους οπισω την χειρα αυτου, την οποιαν εξετεινε με την λογχην, εωσου εξωλοθρευσε παντας τους κατοικους της Γαι.
27только скот и добычу города сего сыны Израиля разделили между собою, по словуГоспода, которое Господь сказал Иисусу.
27Μονον τα κτηνη και τα λαφυρα της πολεως εκεινης ελαφυραγωγησεν ο Ισραηλ εις εαυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον προσεταξεν εις τον Ιησουν.
28И сожег Иисус Гай и обратил его в вечные развалины, в пустыню, до сего дня;
28Και κατεκαυσεν ο Ιησους την Γαι, και κατεστησεν αυτην σωρον παντοτεινον αοικητον εως της ημερας ταυτης.
29а царя Гайского повесил на дереве, до вечера; по захождении же солнца приказал Иисус, и сняли труп его с дерева, и бросили его у ворот городских, и набросали над ним большую груду камней, которая уцелела даже до сего дня.
29Τον δε βασιλεα της Γαι εκρεμασεν επι ξυλου εως εσπερας· και ως εδυσεν ο ηλιος, προσεταξεν ο Ιησους και κατεβιβασαν το πτωμα αυτου απο του ξυλου, και ερριψαν αυτο εις την εισοδον της πυλης της πολεως, και υψωσαν επ' αυτου σωρον λιθων μεγαν, οστις μενει εως της σημερον.
30Тогда Иисус устроил жертвенник Господу Богу Израилеву на гореГевал,
30[] Τοτε ωκοδομησεν ο Ιησους θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ επι το ορος Εβαλ,
31как заповедал Моисей, раб Господень, сынам Израилевым, о чем написано в книге закона Моисеева, – жертвенник из камней цельных, на которые не поднимали железа; и принесли на нем всесожжение Господу и совершили жертвы мирные.
31καθως ο Μωυσης ο δουλος του Κυριου προσεταξε τους υιους Ισραηλ, κατα το γεγραμμενον εν τω βιβλιω του νομου του Μωυσεως, θυσιαστηριον εκ λιθων ολοκληρων, επι των οποιων σιδηρος δεν επεβληθη· και προσεφεραν επ' αυτο ολοκαυτωματα προς τον Κυριον και εθυσιασαν ειρηνικας προσφορας.
32И написал Иисус там на камнях список с закона Моисеева, который он написал пред сынами Израилевыми.
32Και εγραψεν εκει επι τους λιθους το αντιγραφον του νομου του Μωυσεως, τον οποιον ειχε γραψει ενωπιον των υιων Ισραηλ.
33Весь Израиль, старейшины его и надзиратели его и судьи его, стали с той и другой стороны ковчега против священников и левитов, носящих ковчег завета Господня, как пришельцы, так и природные жители, одна половина их у горы Гаризим, а другая половина у горы Гевал, как прежде повелел Моисей, раб Господень, благословлять народ Израилев.
33Και πας ο Ισραηλ και οι πρεσβυτεροι αυτων και οι αρχοντες και οι κριται αυτων εσταθησαν εντευθεν και εντευθεν της κιβωτου απεναντι των ιερεων των Λευιτων, των βασταζοντων την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, και ο ξενος και ο αυτοχθων· το ημισυ αυτων προς το ορος Γαριζιν και το ημισυ αυτων προς το ορος Εβαλ· καθως προτερον προσεταξεν ο Μωυσης ο δουλος του Κυριου, δια να ευλογησωσι τον λαον του Ισραηλ.
34И потом прочитал Иисус все слова закона, благословение и проклятие, как написано в книге закона;
34Και μετα ταυτα ανεγνωσε παντας τους λογους του νομου, τας ευλογιας και τας καταρας, κατα παντα τα γεγραμμενα εν τω βιβλιω του νομου.
35из всего, что Моисей заповедал Иисусу , не было ни одного слова, которого Иисус не прочитал бы пред всем собранием Израиля, и женами, и детьми, и пришельцами, находившимися среди них.
35Δεν ητο λογος εκ παντων οσα προσεταξεν ο Μωυσης, τον οποιον ο Ιησους δεν ανεγνωσεν ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, μετα των γυναικων και των παιδιων και των ξενων των παρευρισκομενων μεταξυ αυτων.