1Как уже многие начали составлять повествования о совершенно известных между нами событиях,
1[] Επειδη πολλοι επεχειρησαν να συνταξωσι διηγησιν περι των μετα πληροφοριας βεβαιωμενων εις ημας πραγματων,
2как передали нам то бывшие с самого начала очевидцами и служителями Слова,
2καθως παρεδοσαν εις ημας οι απ' αρχης γενομενοι αυτοπται και υπηρεται του λογου,
3то рассудилось и мне, по тщательном исследовании всего сначала, по порядку описать тебе, достопочтенный Феофил,
3εφανη και εις εμε ευλογον, οστις διηρευνησα παντα εξ αρχης ακριβως, να σοι γραψω κατα σειραν περι τουτων, κρατιστε Θεοφιλε,
4чтобы ты узнал твердое основание того учения, в котором был наставлен.
4δια να γνωρισης την βεβαιοτητα των πραγματων, περι των οποιων κατηχηθης.
5Во дни Ирода, царя Иудейского, был священник из Авиевой чреды, именем Захария, и жена его из рода Ааронова, имя ей Елисавета.
5[] Υπηρξεν επι των ημερων Ηρωδου, του βασιλεως της Ιουδαιας, ιερευς τις το ονομα Ζαχαριας εκ της εφημεριας Αβια, και η γυνη αυτου ητο εκ των θυγατερων του Ααρων, και το ονομα αυτης Ελισαβετ.
6Оба они были праведны пред Богом, поступая по всем заповедям и уставам Господним беспорочно.
6Ησαν δε αμφοτεροι δικαιοι ενωπιον του Θεου, περιπατουντες εν πασαις ταις εντολαις και τοις δικαιωμασι του Κυριου αμεμπτοι.
7У них не было детей, ибо Елисавета была неплодна, и оба были уже в летах преклонных.
7Και δεν ειχον τεκνον, καθοτι η Ελισαβετ ητο στειρα, και αμφοτεροι ησαν προβεβηκοτες εις την ηλικιαν αυτων.
8Однажды, когда он в порядке своей чреды служил пред Богом,
8Ενω δε ιερατευεν αυτος εν τη ταξει της εφημεριας αυτου ενωπιον του Θεου,
9по жребию, как обыкновенно было у священников, досталось ему войти в храм Господень для каждения,
9κατα το εθος της ιερατειας επεσεν εις αυτον ο κληρος να θυμιαση εισελθων εις τον ναον του Κυριου·
10а все множество народа молилось вне во время каждения, –
10και παν το πληθος του λαου προσηυχετο εξω εν τη ωρα του θυμιαματος.
11тогда явился ему Ангел Господень, стоя по правую сторону жертвенника кадильного.
11Εφανη δε εις αυτον αγγελος Κυριου, ισταμενος εκ δεξιων του θυσιαστηριου του θυμιαματος·
12Захария, увидев его, смутился, и страх напал на него.
12και ο Ζαχαριας ιδων εταραχθη, και φοβος επεπεσεν επ' αυτον.
13Ангел же сказал ему: не бойся, Захария, ибо услышана молитва твоя, и жена твоя Елисавета родит тебе сына, и наречешь ему имя: Иоанн;
13Ειπε δε προς αυτον ο αγγελος· Μη φοβου, Ζαχαρια· διοτι εισηκουσθη η δεησις σου, και η γυνη σου Ελισαβετ θελει γεννησει υιον εις σε, και θελεις καλεσει το ονομα αυτου Ιωαννην.
14и будет тебе радость и веселие, и многие о рождении его возрадуются,
14και θελει εισθαι εις σε χαρα και αγαλλιασις, και πολλοι θελουσι χαρη δια την γεννησιν αυτου.
15ибо он будет велик пред Господом; не будет пить вина и сикера, и Духа Святаго исполнится еще от чрева матери своей;
15Διοτι θελει εισθαι μεγας ενωπιον του Κυριου, και οινον και σικερα δεν θελει πιει, και θελει πληρωθη Πνευματος Αγιου ετι εκ κοιλιας της μητρος αυτου,
16и многих из сынов Израилевых обратит к Господу Богуих;
16και πολλους των υιων Ισραηλ θελει επιστρεψει εις Κυριον τον Θεον αυτων.
17и предъидет пред Ним в духе и силе Илии, чтобы возвратить сердца отцов детям, и непокоривым образ мыслей праведников, дабы представить Господу народ приготовленный.
17Και αυτος θελει ελθει προ προσωπου αυτου εν πνευματι και δυναμει Ηλιου, δια να επιστρεψη τας καρδιας των πατερων εις τα τεκνα και τους απειθεις εις την φρονησιν των δικαιων, δια να ετοιμαση εις τον Κυριον λαον προδιατεθειμενον.
18И сказал Захария Ангелу: по чему я узнаю это? ибо я стар, и жена моя в летахпреклонных.
18Και ειπεν ο Ζαχαριας προς τον αγγελον· Πως θελω γνωρισει τουτο; διοτι εγω ειμαι γερων, και η γυνη μου προβεβηκυια εις την ηλικιαν αυτης.
19Ангел сказал ему в ответ: я Гавриил, предстоящий пред Богом, и послан говорить с тобою и благовестить тебе сие;
19Και αποκριθεις ο αγγελος, ειπε προς αυτον· Εγω ειμαι Γαβριηλ ο παρισταμενος ενωπιον του Θεου, και απεσταλην δια να λαλησω προς σε και να σε ευαγγελισω ταυτα.
20и вот, ты будешь молчать и не будешь иметь возможности говорить до того дня, как это сбудется, за то, что тыне поверил словам моим, которые сбудутся в свое время.
20Και ιδου, θελεις εισθαι σιωπων και μη δυναμενος να λαλησης εως της ημερας, καθ' ην θελουσι γεινει ταυτα, διοτι δεν επιστευσας εις τους λογους μου, οιτινες θελουσιν εκπληρωθη εις τον καιρον αυτων.
21Между тем народ ожидал Захарию и дивился, что он медлит в храме.
21Και ο λαος περιεμενε τον Ζαχαριαν, και εθαυμαζον οτι εβραδυνεν εν τω ναω.
22Он же, выйдя, не мог говорить к ним; и они поняли, что он видел видение в храме; и он объяснялся с ними знаками, и оставался нем.
22Οτε δε εξηλθε, δεν ηδυνατο να λαληση προς αυτους· και ενοησαν οτι οπτασιαν ειδεν εν τω ναω· και αυτος εκαμνεν εις αυτους νευματα και διεμενε κωφος.
23А когда окончились дни службы его, возвратился в дом свой.
23Και αφου ετελειωσαν αι ημεραι της λειτουργιας αυτου, απηλθεν εις τον οικον αυτου.
24После сих дней зачала Елисавета, жена его, и таилась пять месяцев и говорила:
24Μετα δε ταυτας τας ημερας συνελαβεν Ελισαβετ η γυνη αυτου, και εκρυπτεν εαυτην πεντε μηνας, λεγουσα
25так сотворил мне Господь во дни сии, в которые призрел на меня, чтобы снять с меня поношение между людьми.
25οτι ουτως εκαμεν εις εμε ο Κυριος εν ταις ημεραις, καθ' ας επεβλεψε να αφαιρεση το ονειδος μου μεταξυ των ανθρωπων.
26В шестой же месяц послан был Ангел Гавриил от Бога в город Галилейский, называемый Назарет,
26[] Εν δε τω μηνι τω εκτω απεσταλη ο αγγελος Γαβριηλ υπο του Θεου εις πολιν της Γαλιλαιας ονομαζομενην Ναζαρετ,
27к Деве, обрученной мужу, именем Иосифу, из дома Давидова; имя же Деве: Мария.
27προς παρθενον ηρραβωνισμενην με ανδρα ονομαζομενον Ιωσηφ, εξ οικου Δαβιδ, και το ονομα της παρθενου Μαριαμ.
28Ангел, войдя к Ней, сказал: радуйся, Благодатная! Господь с Тобою; благословенна Ты между женами.
28Και εισελθων ο αγγελος προς αυτην, ειπε· Χαιρε, κεχαριτωμενη· ο Κυριος μετα σου· ευλογημενη συ εν γυναιξιν.
29Она же, увидев его, смутилась от слов его и размышляла, что бы это было за приветствие.
29Εκεινη δε ιδουσα διεταραχθη δια τον λογον αυτου, και διελογιζετο οποιος ταχα ητο ο ασπασμος ουτος.
30И сказал Ей Ангел: не бойся, Мария,ибо Ты обрела благодать у Бога;
30Και ειπεν ο αγγελος προς αυτην· Μη φοβου, Μαριαμ· διοτι ευρες χαριν παρα τω Θεω.
31и вот, зачнешь во чреве, и родишь Сына, и наречешь Ему имя: Иисус.
31Και ιδου, θελεις συλλαβει εν γαστρι και θελεις γεννησει υιον και θελεις καλεσει το ονομα αυτου Ιησουν.
32Он будет велик и наречется Сыном Всевышнего, и даст Ему Господь Бог престол Давида, отца Его;
32Ουτος θελει εισθαι μεγας και Υιος Υψιστου θελει ονομασθη, και θελει δωσει εις αυτον Κυριος ο Θεος τον θρονον Δαβιδ του πατρος αυτου,
33и будет царствовать над домом Иакова во веки, и Царству Его не будет конца.
33και θελει βασιλευσει επι τον οικον του Ιακωβ εις τους αιωνας, και της βασιλειας αυτου δεν θελει εισθαι τελος.
34Мария же сказала Ангелу: как будет это, когда Я мужа не знаю?
34Ειπε δε η Μαριαμ προς τον αγγελον. Πως θελει εισθαι τουτο, επειδη ανδρα δεν γνωριζω;
35Ангел сказал Ей в ответ: Дух Святый найдет на Тебя, и сила Всевышнего осенит Тебя; посему и рождаемое Святое наречется Сыном Божиим.
35Και αποκριθεις ο αγγελος ειπε προς αυτην· Πνευμα Αγιον θελει επελθει επι σε, και δυναμις του Υψιστου θελει σε επισκιασει· δια τουτο και το γεννωμενον εκ σου αγιον θελει ονομασθη Υιος Θεου.
36Вот и Елисавета, родственница Твоя, называемая неплодною, и она зачала сына в старости своей, и ей уже шестой месяц,
36και ιδου, Ελισαβετ η συγγενης σου και αυτη συνελαβεν υιον εις το γηρας αυτης, και ουτος ειναι μην εκτος εις αυτην την καλουμενην στειραν·
37ибо у Бога не останется бессильным никакое слово.
37διοτι ουδεν πραγμα θελει εισθαι αδυνατον παρα τω Θεω.
38Тогда Мария сказала: се, Раба Господня; да будет Мне по слову твоему. И отошел от Нее Ангел.
38Ειπε δε η Μαριαμ· Ιδου, η δουλη του Κυριου· γενοιτο εις εμε κατα τον λογον σου. Και ανεχωρησεν απ' αυτης ο αγγελος.
39Встав же Мария во дни сии, с поспешностью пошла в нагорную страну, в город Иудин,
39[] Σηκωθεισα δε η Μαριαμ εν ταις ημεραις ταυταις, υπηγε μετα σπουδης εις την ορεινην εις πολιν Ιουδα,
40и вошла в дом Захарии, и приветствовала Елисавету.
40και εισηλθεν εις τον οικον Ζαχαριου και ησπασθη την Ελισαβετ.
41Когда Елисавета услышала приветствие Марии, взыграл младенец во чреве ее; и Елисавета исполнилась Святаго Духа,
41Και ως ηκουσεν η Ελισαβετ τον ασπασμον της Μαριας, εσκιρτησε το βρεφος εν τη κοιλια αυτης· και επλησθη Πνευματος Αγιου η Ελισαβετ
42и воскликнула громким голосом, и сказала: благословенна Ты между женами, и благословен плод чрева Твоего!
42και ανεφωνησε μετα φωνης μεγαλης και ειπεν· Ευλογημενη συ εν γυναιξι και ευλογημενος ο καρπος της κοιλιας σου.
43И откуда это мне, что пришла Матерь Господа моего ко мне?
43Και ποθεν μοι τουτο, να ελθη η μητηρ του Κυριου μου προς με;
44Ибо когда голос приветствия Твоего дошел до слухамоего, взыграл младенец радостно во чреве моем.
44Διοτι ιδου, καθως ηλθεν η φωνη του ασπασμου σου εις τα ωτα μου, εσκιρτησεν εν αγαλλιασει το βρεφος εν τη κοιλια μου.
45И блаженна Уверовавшая, потому что совершится сказанное Ей от Господа.
45Και μακαρια η πιστευσασα, διοτι θελει γεινει εκπληρωσις των λαληθεντων προς αυτην παρα Κυριου.
46И сказала Мария: величит душа Моя Господа,
46Και ειπεν η Μαριαμ· Μεγαλυνει η ψυχη μου τον Κυριον
47и возрадовался дух Мой о Боге, Спасителе Моем,
47και ηγαλλιασε το πνευμα μου εις τον Θεον τον Σωτηρα μου,
48что призрел Он на смирение Рабы Своей, ибо отныне будут ублажать Меня все роды;
48διοτι επεβλεψεν επι την ταπεινωσιν της δουλης αυτου. Επειδη ιδου, απο του νυν θελουσι με μακαριζει πασαι αι γενεαι·
49что сотворил Мне величие Сильный, и свято имя Его;
49διοτι εκαμεν εις εμε μεγαλεια ο δυνατος και αγιον το ονομα αυτου,
50и милость Его в роды родов к боящимся Его;
50και το ελεος αυτου εις γενεας γενεων επι τους φοβουμενους αυτον.
51явил силу мышцы Своей; рассеял надменных помышлениями сердца их;
51Ενηργησε κραταιως δια του βραχιονος αυτου· διεσκορπισε τους υπερηφανους κατα τα διανοηματα της καρδιας αυτων.
52низложил сильных с престолов, и вознес смиренных;
52Εκρημνισε δυναστας απο θρονων και υψωσε ταπεινους,
53алчущих исполнил благ, и богатящихся отпустил ни с чем;
53πεινωντας ενεπλησεν απο αγαθα και πλουτουντας εξαπεστειλε κενους.
54воспринял Израиля, отрока Своего, воспомянув милость,
54Εβοηθησεν Ισραηλ τον δουλον αυτου, ενθυμηθεις το ελεος αυτου,
55как говорил отцам нашим, к Аврааму и семени его до века.
55Καθως ελαλησε προς τους πατερας ημων, προς τον Αβρααμ και προς το σπερμα αυτου εις τον αιωνα.
56Пребыла же Мария с нею около трех месяцев, и возвратилась в дом свой.
56Εμεινε δε η Μαριαμ μετ' αυτης ως τρεις μηνας και υπεστρεψεν εις τον οικον αυτης.
57Елисавете же настало время родить, и она родила сына.
57[] Εις δε την Ελισαβετ συνεπληρωθη ο καιρος του να γεννηση, και εγεννησεν υιον.
58И услышали соседи и родственники ее, что возвеличил Господь милость Свою над нею, и радовались с нею.
58Και ηκουσαν οι γειτονες και οι συγγενεις αυτης οτι εμεγαλυνεν ο Κυριος το ελεος αυτου προς αυτην, και συνεχαιρον αυτην.
59В восьмой день пришли обрезать младенца и хотелиназвать его, по имени отца его, Захариею.
59Και εν τη ογδοη ημερα, ηλθον δια να περιτεμωσι το παιδιον, και ωνομαζον αυτο κατα το ονομα του πατρος αυτου Ζαχαριαν.
60На это мать его сказала:нет, а назвать его Иоанном.
60Και αποκριθεισα η μητηρ αυτου, ειπεν· Ουχι, αλλ ' Ιωαννης θελει ονομασθη.
61И сказали ей: никого нет в родстве твоем, кто назывался бы сим именем.
61Και ειπον προς αυτην οτι ουδεις υπαρχει εν τη συγγενεια σου, οστις καλειται με το ονομα τουτο.
62И спрашивали знаками у отца его, как бы он хотел назвать его.
62Ηρωτων δε δια νευματων τον πατερα αυτου τι ονομα ηθελε να δοθη εις αυτο.
63Он потребовал дощечку и написал: Иоанн имя ему. И все удивились.
63Και ζητησας πινακιδιον εγραψε, λεγων· Ιωαννης ειναι το ονομα αυτου· και εθαυμασαν παντες.
64И тотчас разрешились уста его и язык его, и он стал говорить, благословляя Бога.
64Ηνοιχθη δε το στομα αυτου παραυτα και η γλωσσα αυτου, και ελαλει ευλογων τον Θεον.
65И был страх на всех живущих вокруг них; и рассказывали обо всем этом по всейнагорной стране Иудейской.
65Και επεσε φοβος επι παντας τους γειτονας αυτων, και καθ' ολην την ορεινην της Ιουδαιας διελαλουντο παντα τα πραγματα ταυτα,
66Все слышавшие положили это на сердце своем и говорили: что будет младенец сей? И рука Господня была с ним.
66και παντες οι ακουσαντες εβαλον αυτα εν τη καρδια αυτων, λεγοντες· Τι αρα θελει εισθαι το παιδιον τουτο; και χειρ Κυριου ητο μετ' αυτου.
67И Захария, отец его, исполнился Святаго Духа ипророчествовал, говоря:
67[] Και Ζαχαριας ο πατηρ αυτου επλησθη Πνευματος Αγιου και προεφητευσε, λεγων·
68благословен Господь Бог Израилев, что посетил народ Свой и сотворил избавление ему,
68Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, διοτι επεσκεφθη και εκαμε λυτρωσιν εις τον λαον αυτου,
69и воздвиг рог спасения нам в дому Давида, отрока Своего,
69και ανηγειρεν εις ημας κερας σωτηριας εν τω οικω Δαβιδ του δουλου αυτου,
70как возвестил устами бывших от века святых пророков Своих,
70καθως ελαλησε δια στοματος των αγιων, των απ' αιωνος προφητων αυτου,
71что спасет нас от врагов наших и от руки всех ненавидящих нас;
71σωτηριαν εκ των εχθρων ημων και εκ της χειρος παντων των μισουντων ημας,
72сотворит милость с отцами нашими и помянет святой завет Свой,
72δια να εκπληρωση το ελεος αυτου προς τους πατερας ημων και να ενθυμηθη την αγιαν διαθηκην αυτου,
73клятву, которою клялся Он Аврааму, отцу нашему, дать нам,
73τον ορκον, τον οποιον ωμοσε προς Αβρααμ τον πατερα ημων, οτι θελει δωσει εις ημας
74небоязненно, по избавлении от руки врагов наших,
74να ελευθερωθωμεν εκ της χειρος των εχθρων ημων και να λατρευωμεν αυτον αφοβως
75служить Ему в святости и правде пред Ним, во все дни жизни нашей.
75εν οσιοτητι και δικαιοσυνη ενωπιον αυτου πασας τας ημερας της ζωης ημων.
76И ты, младенец, наречешься пророком Всевышнего, ибо предъидешь пред лицем Господа приготовить пути Ему,
76Και συ, παιδιον, προφητης του Υψιστου θελεις ονομασθη. Διοτι θελεις προπορευθη προ προσωπου του Κυριου εις το να ετοιμασης τας οδους αυτου,
77дать уразуметь народу Его спасение в прощении грехов их,
77εις το να δωσης γνωσιν σωτηριας εις τον λαον αυτου δια της αφεσεως των αμαρτιων αυτων
78по благоутробному милосердию Бога нашего, которым посетил нас Восток свыше,
78δια σπλαγχνα ελεους του Θεου ημων με τα οποια επεσκεφθη ημας ανατολη εξ υψους,
79просветить сидящих во тьме и тени смертной, направить ноги наши на путь мира.
79δια να φωτιση τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, ωστε να κατευθυνη τους ποδας ημων εις οδον ειρηνης.
80Младенец же возрастал и укреплялся духом, и был в пустынях до дня явления своего Израилю.
80Το δε παιδιον ηυξανε και εδυναμουτο κατα το πνευμα, και ητο εν ταις ερημοις εως της ημερας καθ' ην εμελλε να αναδειχθη προς τον Ισραηλ.