Russian 1876

Greek: Modern

Matthew

26

1Когда Иисус окончил все слова сии, то сказал ученикам Своим:
1[] Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους παντας τους λογους τουτους, ειπε προς τους μαθητας αυτου·
2вы знаете, что через два дня будет Пасха, и Сын Человеческий предан будет на распятие.
2Εξευρετε οτι μετα δυο ημερας γινεται το πασχα, και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται δια να σταυρωθη.
3Тогда собрались первосвященники и книжники и старейшины народа во двор первосвященника, по имени Каиафы,
3Τοτε συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι του λαου εις την αυλην του αρχιερεως του λεγομενου Καιαφα,
4и положили в совете взять Иисуса хитростью и убить;
4και συνεβουλευθησαν να συλλαβωσι τον Ιησουν με δολον και να θανατωσωσιν.
5но говорили: только не в праздник, чтобы не сделалось возмущения в народе.
5Ελεγον δε· μη εν τη εορτη, δια να μη γεινη θορυβος εν τω λαω.
6Когда же Иисус был в Вифании, в доме Симона прокаженного,
6[] Οτε δε ο Ιησους ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου,
7приступила к Нему женщина с алавастровым сосудом мира драгоценного и возливала Ему возлежащему на голову.
7προσηλθε προς αυτον γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου βαρυτιμου, και κατεχεεν αυτο επι την κεφαλην αυτου, ενω εκαθητο εις την τραπεζαν.
8Увидев это, ученики Его вознегодовали и говорили: к чему такая трата?
8Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου, ηγανακτησαν λεγοντες· Εις τι η απωλεια αυτη;
9Ибо можно было бы продать это миро за большую цену и дать нищим.
9διοτι ηδυνατο τουτο το μυρον να πωληθη με πολλην τιμην και να δοθη εις τους πτωχους.
10Но Иисус, уразумев сие, сказал им: что смущаете женщину? она доброе дело сделала для Меня:
10Νοησας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Δια τι ενοχλειτε την γυναικα; διοτι εργον καλον επραξεν εις εμε.
11ибо нищих всегда имеете с собою, а Меня не всегда имеете;
11Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
12возлив миро сие на тело Мое, она приготовила Меня к погребению;
12Επειδη χυσασα αυτη το μυρον τουτο επι του σωματος μου, εκαμε τουτο δια τον ενταφιασμον μου.
13истинно говорю вам: где ни будет проповедано Евангелие сие в целом мире, сказано будет в память ее и о том, что она сделала.
13Αληθως σας λεγω, οπου εαν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εν ολω τω κοσμω, θελει λαληθη και τουτο, το οποιον επραξεν αυτη, εις μνημοσυνον αυτης.
14Тогда один из двенадцати, называемый Иуда Искариот, пошел к первосвященникам
14[] Τοτε υπηγεν εις των δωδεκα, ο λεγομενος Ιουδας Ισκαριωτης, προς τους αρχιερεις
15и сказал: что вы дадите мне, и я вам предам Его? Они предложили ему тридцать сребренников;
15και ειπε· Τι θελετε να μοι δωσητε, και εγω θελω σας παραδωσει αυτον; Και εκεινοι εδωκαν εις αυτον τριακοντα αργυρια.
16и с того времени он искал удобного случая предать Его.
16Και απο τοτε εζητει ευκαιριαν δια να παραδωση αυτον.
17В первый же день опресночный приступили ученики к Иисусу и сказали Ему: где велишь нам приготовить Тебе пасху?
17[] Την δε πρωτην των αζυμων προσηλθον οι μαθηται προς τον Ιησουν, λεγοντες προς αυτον· Που θελεις να σοι ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
18Он сказал: пойдите в город к такому-то и скажите ему: Учитель говорит: время Мое близко; у тебя совершу пасху с учениками Моими.
18Και εκεινος ειπεν· Υπαγετε εις την πολιν προς τον δεινα και ειπατε προς αυτον· Ο Διδασκαλος λεγει, Ο καιρος μου επλησιασεν· εν τη οικια σου θελω καμει το πασχα μετα των μαθητων μου.
19Ученики сделали, как повелел им Иисус, и приготовили пасху.
19Και εκαμον οι μαθηται καθως παρηγγειλεν εις αυτους ο Ιησους, και ητοιμασαν το πασχα.
20Когда же настал вечер, Он возлег с двенадцатью учениками;
20Οτε δε εγεινεν εσπερα, εκαθητο εις την τραπεζαν μετα των δωδεκα.
21и когда они ели, сказал: истинно говорю вам, что один из вас предаст Меня.
21Και ενω ετρωγον, ειπεν· Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει.
22Они весьма опечалились, и начали говорить Ему, каждыйиз них: не я ли, Господи?
22Και λυπουμενοι σφοδρα, ηρχισαν να λεγωσι προς αυτον εκαστος αυτων· Μηπως εγω ειμαι, Κυριε;
23Он же сказал в ответ: опустивший со Мною руку в блюдо, этот предаст Меня;
23Ο δε αποκριθεις ειπεν· Ο εμβαψας μετ' εμου εν τω πινακιω την χειρα, ουτος θελει με παραδωσει.
24впрочем Сын Человеческий идет, как писано о Нем, но горе тому человеку, которым Сын Человеческий предается: лучше было бы этому человеку не родиться.
24Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου· ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται· καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
25При сем и Иуда, предающий Его, сказал: не я ли, Равви? Иисус говорит ему: ты сказал.
25Αποκριθεις δε ο Ιουδας, οστις παρεδιδεν αυτον, ειπε· Μηπως εγω ειμαι, Ραββι; Λεγει προς αυτον· Συ ειπας.
26И когда они ели, Иисус взял хлеб и, благословив, преломил и, раздавая ученикам, сказал: приимите, ядите: сие есть Тело Мое.
26[] Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους τον αρτον και ευλογησας εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας και ειπε· Λαβετε, φαγετε· τουτο ειναι το σωμα μου·
27И, взяв чашу и благодарив, подал им и сказал: пейте из нее все,
27και λαβων το ποτηριον και ευχαριστησας, εδωκεν εις αυτους, λεγων· Πιετε εξ αυτου παντες·
28ибо сие есть Кровь Моя Нового Завета, за многих изливаемая во оставление грехов.
28διοτι τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το υπερ πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων.
29Сказываю же вам, что отныне не буду пить от плода сего виноградного до того дня, когда буду пить с вами новое вино в Царстве Отца Моего.
29Σας λεγω δε οτι δεν θελω πιει εις το εξης εκ τουτου του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον μεθ' υμων εν τη βασιλεια του Πατρος μου.
30И, воспев, пошли на гору Елеонскую.
30Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων.
31Тогда говорит им Иисус: все вы соблазнитесь о Мне в эту ночь, ибо написано: поражу пастыря, и рассеются овцы стада;
31[] Τοτε λεγει προς αυτους ο Ιησους· Παντες υμεις θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην· διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα, και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα της ποιμνης·
32по воскресении же Моем предварю вас в Галилее.
32αφου δε αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
33Петр сказал Ему в ответ: если и все соблазнятся о Тебе, я никогда не соблазнюсь.
33Αποκριθεις δε ο Πετρος, ειπε προς αυτον· Και αν παντες σκανδαλισθωσιν εν σοι, εγω ποτε δεν θελω σκανδαλισθη.
34Иисус сказал ему: истинно говорю тебе, что в эту ночь, прежде нежели пропоет петух, триждыотречешься от Меня.
34Ειπε προς αυτον ο Ιησους· Αληθως σοι λεγω οτι ταυτην την νυκτα, πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη.
35Говорит Ему Петр: хотя бы надлежало мне и умереть с Тобою, не отрекусь от Тебя. Подобное говорили и все ученики.
35Λεγει προς αυτον ο Πετρος· Και αν γεινη χρεια να αποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ομοιως ειπον και παντες οι μαθηται.
36Потом приходит с ними Иисус на место, называемое Гефсимания, и говорит ученикам: посидите тут, пока Я пойду, помолюсь там.
36[] Τοτε ερχεται μετ' αυτων ο Ιησους εις χωριον λεγομενον Γεθσημανη και λεγει προς τους μαθητας· Καθησατε αυτου, εωσου υπαγω και προσευχηθω εκει.
37И, взяв с Собою Петра и обоих сыновей Зеведеевых, начал скорбеть и тосковать.
37Και παραλαβων τον Πετρον και τους δυο υιους του Ζεβεδαιου, ηρχισε να λυπηται και να αδημονη.
38Тогда говорит им Иисус: душа Моя скорбит смертельно; побудьте здесь и бодрствуйте со Мною.
38Τοτε λεγει προς αυτους· Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου· μεινατε εδω και αγρυπνειτε μετ' εμου.
39И, отойдя немного, пал на лице Свое, молился и говорил: Отче Мой! если возможно, да минует Меня чаша сия; впрочем не как Я хочу, но как Ты.
39Και προχωρησας ολιγον επεσεν επι προσωπον αυτου, προσευχομενος και λεγων· Πατερ μου, εαν ηναι δυνατον, ας παρελθη απ' εμου το ποτηριον τουτο· πλην ουχι ως εγω θελω, αλλ' ως συ.
40И приходит к ученикам и находит их спящими, и говорит Петру: так ли не могли вы одинчас бодрствовать со Мною?
40Και ερχεται προς τους μαθητας και ευρισκει αυτους κοιμωμενους, και λεγει προς τον Πετρον· Ουτω δεν ηδυνηθητε μιαν ωραν να αγρυπνησητε μετ' εμου;
41бодрствуйте и молитесь, чтобы не впасть в искушение: дух бодр, плоть же немощна.
41αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. Το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
42Еще, отойдя в другой раз, молился, говоря: Отче Мой! если не может чаша сия миновать Меня, чтобы Мне не пить ее, да будет воля Твоя.
42Παλιν εκ δευτερου υπηγε και προσευχηθη, λεγων· Πατερ μου, εαν δεν ηναι δυνατον τουτο το ποτηριον να παρελθη απ' εμου χωρις να πιω αυτο, γενηθητω το θελημα σου.
43И, придя, находит их опять спящими, ибо у них глаза отяжелели.
43Και ελθων ευρισκει αυτους παλιν κοιμωμενους· διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι.
44И, оставив их, отошел опять и помолился в третий раз, сказав то же слово.
44Και αφησας αυτους υπηγε παλιν και προσευχηθη εκ τριτου, ειπων τον αυτον λογον.
45Тогда приходит к ученикам Своим и говорит им: вы все еще спите и почиваете?вот, приблизился час, и Сын Человеческий предается в руки грешников;
45Τοτε ερχεται προς τους μαθητας αυτου και λεγει προς αυτους· Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε· ιδου, επλησιασεν η ωρα και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας αμαρτωλων.
46встаньте, пойдем: вот, приблизился предающий Меня.
46Εγερθητε, ας υπαγωμεν· Ιδου, επλησιασεν ο παραδιδων με.
47И, когда еще говорил Он, вот Иуда, один из двенадцати, пришел, и с ним множество народа с мечами и кольями, от первосвященников и старейшин народных.
47[] Και ενω αυτος ελαλει ετι, ιδου, ο Ιουδας εις των δωδεκα ηλθε, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων παρα των αρχιερεων και πρεσβυτερων του λαου.
48Предающий же Его дал им знак, сказав: Кого я поцелую, Тот и есть, возьмите Его.
48Ο δε παραδιδων αυτον εδωκεν εις αυτους σημειον, λεγων· Οντινα φιλησω, αυτος ειναι· πιασατε αυτον.
49И, тотчас подойдя к Иисусу, сказал: радуйся, Равви! И поцеловал Его.
49Και ευθυς πλησιασας προς τον Ιησουν, ειπε· Χαιρε, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
50Иисус же сказал ему: друг, для чего ты пришел? Тогда подошли и возложили руки на Иисуса, и взяли Его.
50Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον· Φιλε, δια τι ηλθες; Τοτε προσελθοντες επεβαλον τας χειρας επι τον Ιησουν και επιασαν αυτον.
51И вот, один из бывших с Иисусом, простерши руку,извлек меч свой и, ударив раба первосвященникова, отсек ему ухо.
51Και ιδου, εις των μετα του Ιησου εκτεινας την χειρα εσυρε την μαχαιραν αυτου, και κτυπησας τον δουλον του αρχιερεως απεκοψε το ωτιον αυτου.
52Тогда говорит ему Иисус: возврати меч твой в его место, ибо все, взявшие меч, мечом погибнут;
52Τοτε λεγει προς αυτον ο Ιησους· Επιστρεψον την μαχαιραν σου εις τον τοπον αυτης· διοτι παντες οσοι πιασωσι μαχαιραν δια μαχαιρας θελουσιν απολεσθη.
53или думаешь, что Я не могу теперь умолить Отца Моего, и Он представит Мне более, нежели двенадцать легионов Ангелов?
53Η νομιζεις οτι δεν δυναμαι ηδη να παρακαλεσω τον Πατερα μου, και θελει στησει πλησιον μου περισσοτερους παρα δωδεκα λεγεωνας αγγελων;
54как же сбудутся Писания, что так должно быть?
54πως λοιπον θελουσι πληρωθη αι γραφαι οτι ουτω πρεπει να γεινη;
55В тот час сказал Иисус народу: как будто на разбойника вышли вы с мечами и кольями взять Меня; каждый день с вами сидел Я, уча в храме, и вы не брали Меня.
55Εν εκεινη τη ωρα ειπεν ο Ιησους προς τους οχλους· Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε; καθ' ημεραν εκαθημην πλησιον υμων διδασκων εν τω ιερω, και δεν με επιασατε.
56Сие же все было, да сбудутся писания пророков. Тогда все ученики, оставив Его, бежали.
56Τουτο δε ολον εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι των προφητων. Τοτε οι μαθηται παντες αφησαντες αυτον εφυγον.
57А взявшие Иисуса отвели Его к Каиафе первосвященнику, куда собрались книжники и старейшины.
57[] Οι δε πιασαντες τον Ιησουν εφεραν προς Καιαφαν τον αρχιερεα, οπου συνηχθησαν οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι.
58Петр же следовал за Ним издали, до двора первосвященникова; и, войдя внутрь, сел со служителями, чтобы видеть конец.
58Ο δε Πετρος ηκολουθει αυτον απο μακροθεν εως της αυλης του αρχιερεως, και εισελθων εσω εκαθητο μετα των υπηρετων δια να ιδη το τελος.
59Первосвященники и старейшины и весь синедрион искали лжесвидетельства против Иисуса, чтобы предать Его смерти,
59Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και το συνεδριον ολον εζητουν ψευδομαρτυριαν κατα του Ιησου, δια να θανατωσωσιν αυτον,
60и не находили; и, хотя много лжесвидетелей приходило, не нашли. Но наконец пришли два лжесвидетеля
60και δεν ευρον· και πολλων ψευδομαρτυρων προσελθοντων, δεν ευρον. Υστερον δε προσελθοντες δυο ψευδομαρτυρες,
61и сказали: Он говорил: могу разрушить храм Божий и в три дня создать его.
61ειπον· Ουτος ειπε, Δυναμαι να χαλασω τον ναον του Θεου και δια τριων ημερων να οικοδομησω αυτον.
62И, встав, первосвященник сказал Ему: что же ничего не отвечаешь? что они против Тебя свидетельствуют?
62Και σηκωθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον· Δεν αποκρινεσαι; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
63Иисус молчал. И первосвященник сказал Ему: заклинаю Тебя Богом живым, скажи нам, Ты ли Христос, Сын Божий?
63Ο δε Ιησους εσιωπα. Και αποκριθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον· Σε ορκιζω εις τον Θεον τον ζωντα να ειπης προς ημας αν συ ησαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου.
64Иисус говорит ему: ты сказал; даже сказываю вам: отныне узрите Сына Человеческого, сидящего одесную силы и грядущего на облаках небесных.
64Λεγει προς αυτον ο Ιησους· Συ ειπας· πλην σας λεγω, Εις το εξης θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον επι των νεφελων του ουρανου.
65Тогда первосвященник разодрал одежды свои и сказал: Он богохульствует! на что еще нам свидетелей? вот, теперь вы слышали богохульство Его!
65Τοτε ο αρχιερευς διεσχισε τα ιματια αυτου, λεγων οτι εβλασφημησε· τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων; ιδου, τωρα ηκουσατε την βλασφημιαν αυτου·
66как вам кажется? Они же сказали вответ: повинен смерти.
66τι σας φαινεται; Και εκεινοι αποκριθεντες ειπον· Ενοχος θανατου ειναι.
67Тогда плевали Ему в лице и заушали Его; другие же ударяли Его по ланитам
67Τοτε ενεπτυσαν εις το προσωπον αυτου και εγρονθισαν αυτον, αλλοι δε ερραπισαν,
68и говорили: прореки нам, Христос, кто ударил Тебя?
68λεγοντες· Προφητευσον εις ημας, Χριστε, τις ειναι οστις σε εκτυπησεν;
69Петр же сидел вне на дворе. И подошла к нему одна служанка и сказала: и ты был с Иисусом Галилеянином.
69[] Ο δε Πετρος εκαθητο εξω εν τη αυλη και προσηλθε προς αυτον μια δουλη, λεγουσα· Και συ ησο μετα Ιησου του Γαλιλαιου.
70Но он отрекся перед всеми, сказав: не знаю, что ты говоришь.
70Ο δε ηρνηθη εμπροσθεν παντων, λεγων· Δεν εξευρω τι λεγεις.
71Когда же он выходил за ворота, увидела его другая, и говорит бывшим там: и этот был с Иисусом Назореем.
71Και οτε εξηλθεν εις τον πυλωνα, ειδεν αυτον αλλη και λεγει προς τους εκει, Και ουτος ητο μετα Ιησου του Ναζωραιου.
72И он опять отрекся с клятвою, что не знает Сего Человека.
72Και παλιν ηρνηθη μεθ' ορκου οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον.
73Немного спустя подошли стоявшие там и сказали Петру: точно и ты из них, ибо и речь твоя обличает тебя.
73Μετ' ολιγον δε προσελθοντες οι εστωτες, ειπον προς τον Πετρον· Αληθως και συ εξ αυτων εισαι· διοτι η λαλια σου σε καμνει φανερον.
74Тогда он начал клясться и божиться, что не знает Сего Человека. И вдруг запел петух.
74Τοτε ηρχισε να καταναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον. Και ευθυς εφωναξεν ο αλεκτωρ.
75И вспомнил Петр слово, сказанное ему Иисусом: прежде нежели пропоет петух, трижды отречешься от Меня. И выйдя вон, плакал горько.
75Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Ιησου, οστις ειχεν ειπει προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη· και εξελθων εξω εκλαυσε πικρως.