1(9:22) Для чего, Господи, стоишь вдали, скрываешь Себя во время скорби?
1[] Δια τι, Κυριε, ιστασαι μακροθεν; κρυπτεσαι εν καιρω θλιψεως;
2(9:23) По гордости своей нечестивый преследует бедного: да уловятся ониухищрениями, которые сами вымышляют.
2Εν τη υπερηφανια του ασεβους κατακαιεται ο πτωχος· ας πιασθωσιν εν ταις πανουργιαις, τας οποιας διαλογιζονται.
3(9:24) Ибо нечестивый хвалится похотью души своей; корыстолюбец ублажает себя.
3Διοτι ο ασεβης καυχαται εις τας επιθυμιας της ψυχης αυτου, και ο πλεονεκτης μακαριζει εαυτον· καταφρονει τον Κυριον.
4(9:25) В надмении своем нечестивый пренебрегает Господа: „не взыщет"; во всех помыслах его: „нет Бога!"
4Ο ασεβης δια την αλαζονειαν του προσωπου αυτου δεν θελει εκζητησει τον Κυριον· παντες οι διαλογισμοι αυτου ειναι οτι δεν υπαρχει Θεος.
5(9:26) Во всякое время пути его гибельны; суды Твои далеки для него; на всех врагов своих он смотрит с пренебрежением;
5Αι οδοι αυτου μολυνονται εν παντι καιρω· αι κρισεις σου ειναι πολυ υψηλα απο προσωπου αυτου· φυσα εναντιον παντων των εχθρων αυτου.
6(9:27) говорит в сердце своем: „не поколеблюсь; в род и род не приключится мне зла";
6Ειπεν εν τη καρδια αυτου, δεν θελω σαλευθη απο γενεας εις γενεαν· διοτι δεν θελω πεσει εις δυστυχιαν.
7(9:28) уста его полны проклятия, коварства и лжи; под языком – его мучение и пагуба;
7Το στομα αυτου γεμει καταρας και απατης και δολου· υπο την γλωσσαν αυτου ειναι κακια και ανομια.
8(9:29) сидит в засаде за двором, в потаенных местах убивает невинного; глаза его подсматривают за бедным;
8Καθηται εν ενεδρα των προαυλιων, εν αποκρυφοις, δια να φονευση τον αθωον· οι οφθαλμοι αυτου παραμονευουσι τον πενητα.
9(9:30) подстерегает в потаенном месте, как лев в логовище; подстерегает взасаде, чтобы схватить бедного; хватает бедного, увлекая в сети свои;
9Ενεδρευει εν αποκρυφω, ως λεων εν τω σπηλαιω αυτου· ενεδρευει δια να αρπαση τον πτωχον· αρπαζει τον πτωχον, οταν συρη αυτον εν τη παγιδι αυτου.
10(9:31) сгибается, прилегает, – и бедные падают в сильные когти его;
10Κυπτει, χαμηλονει, δια να πεσωσιν οι πτωχοι εις τους ονυχας αυτου.
11(9:32) говорит в сердце своем: „забыл Бог, закрыл лице Свое, не увидит никогда".
11Ειπεν εν τη καρδια αυτου, ελησμονησεν ο Θεος· εκρυψε το προσωπον αυτου· δεν θελει ιδει ποτε.
12(9:33) Восстань, Господи, Боже мой , вознеси руку Твою, не забудь угнетенных.
12[] Αναστηθι, Κυριε· Θεε, υψωσον την χειρα σου· μη λησμονησης τους τεθλιμμενους.
13(9:34) Зачем нечестивый пренебрегает Бога, говоря в сердце своем: „Ты невзыщешь"?
13Δια τι παρωξυνεν ο ασεβης τον Θεον; ειπεν εν τη καρδια αυτου, Δεν θελεις εξετασει.
14(9:35) Ты видишь, ибо Ты взираешь на обиды и притеснения, чтобы воздать Твоею рукою. Тебе предает себя бедный; сироте Ты помощник.
14Ειδες· διοτι συ παρατηρεις την αδικιαν και την υβριν, δια να ανταποδωσης με την χειρα σου· εις σε αφιερονεται ο πτωχος· εις τον ορφανον συ εισαι ο βοηθος.
15(9:36) Сокруши мышцу нечестивому и злому, так чтобы искать и не найти его нечестия.
15Συντριψον τον βραχιονα του ασεβους και πονηρου· εξερευνησον την ασεβειαν αυτου, εωσου μη ευρης αυτην πλεον.
16(9:37) Господь – царь на веки, навсегда; исчезнут язычники с земли Его.
16Ο Κυριος ειναι βασιλευς εις τον αιωνα του αιωνος· τα εθνη θελουσιν εξαλειφθη εκ της γης αυτου.
17(9:38) Господи! Ты слышишь желания смиренных; укрепи сердце их; открой ухо Твое,
17Κυριε, εισηκουσας την επιθυμιαν των πενητων· θελεις στηριξει την καρδιαν αυτων, θελεις καμει προσεκτικον το ωτιον σου·
18(9:39) чтобы дать суд сироте и угнетенному, да не устрашает более человек на земле.
18δια να κρινης τον ορφανον και τον τεταπεινωμενον, ωστε ο ανθρωπος ο γηινος να μη καταδυναστευη πλεον.