1(35:1) Начальнику хора. Раба Господня Давида. (35:2) Нечестие беззаконного говорит в сердце моем: нет страха Божия пред глазами его,
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ, δουλου του Κυριου.>> Του ασεβους η παρανομια λεγει εν τη καρδια μου, δεν ειναι φοβος Θεου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
2(35:3) ибо он льстит себе в глазах своих, будто отыскивает беззаконие свое, чтобы возненавидеть его;
2Διοτι απατα εαυτον εις τους οφθαλμους αυτου περι του οτι θελει ευρεθη η ανομια αυτου δια να μισηθη.
3(35:4) слова уст его – неправда и лукавство; не хочет он вразумиться, чтобы делать добро;
3Τα λογια του στοματος αυτου ειναι ανομια και δολος· δεν ηθελησε να νοηση δια να πραττη το αγαθον.
4(35:5) на ложе своем замышляет беззаконие, становится на путь недобрый, не гнушается злом.
4Ανομιαν διαλογιζεται επι της κλινης αυτου· ισταται εν οδω ουχι καλη· το κακον δεν μισει.
5(35:6) Господи! милость Твоя до небес, истина Твоя до облаков!
5[] Κυριε, εως του ουρανου φθανει το ελεος σου, η αληθεια σου εως των νεφελων.
6(35:7) Правда Твоя, как горы Божии, и судьбы Твои - бездна великая! Человеков и скотов хранишь Ты, Господи!
6Η δικαιοσυνη σου ειναι ως τα υψηλα ορη· αι κρισεις σου αβυσσος μεγαλη· ανθρωπους και κτηνη σωζεις, Κυριε.
7(35:8) Как драгоценна милость Твоя, Боже! Сыны человеческие в тени крыл Твоих покойны:
7Ποσον πολυτιμον ειναι το ελεος σου, Θεε. Δια τουτο οι υιοι των ανθρωπων ελπιζουσιν επι την σκιαν των πτερυγων σου.
8(35:9) насыщаются от тука дома Твоего, и из потока сладостей Твоих Ты напояешь их,
8Θελουσι χορτασθη απο του παχους του οικου σου, και απο του χειμαρρου της τρυφης σου θελεις ποτισει αυτους.
9(35:10) ибо у Тебя источник жизни; во свете Твоем мы видим свет.
9Διοτι μετα σου ειναι η πηγη της ζωης· εν τω φωτι σου θελομεν ιδει φως.
10(35:11) Продли милость Твою к знающим Тебя и правду Твою к правымсердцем,
10Εκτεινον το ελεος σου προς τους γνωριζοντας σε, και την δικαιοσυνην σου προς τους ευθεις την καρδιαν.
11(35:12) да не наступит на меня нога гордыни, и рука грешника да не изгонит меня:
11Ας μη ελθη επ' εμε πους υπερηφανιας· και χειρ ασεβων ας μη με σαλευση.
12(35:13) там пали делающие беззаконие, низринуты и не могут встать.
12Εκει επεσον οι εργαται της ανομιας· κατεσπρωχθησαν και δεν θελουσι δυνηθη να ανεγερθωσι.