Russian 1876

Greek: Modern

Romans

2

1Итак, неизвинителен ты, всякий человек, судящий другого , ибо тем же судом, каким судишь другого, осуждаешь себя, потому что, судя другого , делаешь то же.
1[] Δια τουτο αναπολογητος εισαι, ω ανθρωπε, πας οστις κρινεις· διοτι εις ο, τι κρινεις τον αλλον, σεαυτον κατακρινεις· επειδη τα αυτα πραττεις συ ο κρινων.
2А мы знаем, что поистине есть суд Божий на делающих такие дела .
2Εξευρομεν δε οτι η κρισις του Θεου ειναι κατα αληθειαν εναντιον των πραττοντων τα τοιαυτα.
3Неужели думаешь ты, человек, что избежишь суда Божия,осуждая делающих такие дела и(сам) делая то же?
3Και νομιζεις τουτο, ω ανθρωπε, συ ο κρινων τους πραττοντας τα τοιαυτα και πραττων αυτα, οτι θελεις εκφυγει την κρισιν του Θεου;
4Или пренебрегаешь богатство благости, кротости и долготерпения Божия, не разумея, что благость Божия ведеттебя к покаянию?
4Η καταφρονεις τον πλουτον της χρηστοτητος αυτου και της υπομονης και της μακροθυμιας, αγνοων οτι η χρηστοτης του Θεου σε φερει εις μετανοιαν;
5Но, по упорству твоему и нераскаянному сердцу, ты сам себе собираешь гнев на день гнева и откровения праведного суда от Бога,
5δια δε την σκληροτητα σου και αμετανοητον καρδιαν θησαυριζεις εις σεαυτον οργην εν τη ημερα της οργης και της αποκαλυψεως της δικαιοκρισιας του Θεου,
6Который воздаст каждому по делам его:
6οστις θελει αποδωσει εις εκαστον κατα τα εργα αυτου,
7тем, которые постоянством в добром деле ищут славы,чести и бессмертия, – жизнь вечную;
7εις μεν τους ζητουντας δι' υπομονης εργου αγαθου, δοξαν και τιμην και αφθαρσιαν ζωην αιωνιον,
8а тем, которые упорствуют и не покоряются истине, но предаются неправде, – ярость и гнев.
8εις δε τους φιλονεικους και απειθουντας μεν εις την αληθειαν, πειθομενους δε εις την αδικιαν θελει εισθαι θυμος και οργη,
9Скорбь и теснота всякой душе человека, делающего злое, во-первых, Иудея, потом и Еллина!
9θλιψις και στενοχωρια επι πασαν ψυχην ανθρωπου του εργαζομενου το κακον, Ιουδαιου τε πρωτον και Ελληνος·
10Напротив, слава и честь и мир всякому, делающемудоброе, во-первых, Иудею, потом и Еллину!
10δοξα δε και τιμη και ειρηνη εις παντα τον εργαζομενον το αγαθον, Ιουδαιον τε πρωτον και Ελληνα·
11Ибо нет лицеприятия у Бога.
11επειδη δεν ειναι προσωποληψια παρα τω Θεω.
12Те, которые, не имея закона, согрешили, вне закона и погибнут; а те, которые под законом согрешили,по закону осудятся
12Διοτι οσοι ημαρτησαν χωρις νομου, θελουσι και απολεσθη χωρις νομου· και οσοι ημαρτησαν υπο νομον, θελουσι κριθη δια νομου.
13(потому что не слушатели закона праведны пред Богом, но исполнители закона оправданы будут,
13Διοτι δεν ειναι δικαιοι παρα τω Θεω οι ακροαται του νομου, αλλ' οι εκτελεσται του νομου θελουσι δικαιωθη.
14ибо когда язычники, не имеющие закона, по природе законное делают, то, не имея закона, они сами себе закон:
14Επειδη οταν οι εθνικοι οι μη εχοντες νομον πραττωσιν εκ φυσεως τα του νομου, ουτοι νομον μη εχοντες ειναι νομος εις εαυτους,
15они показывают, что дело закона у них написано в сердцах, о чем свидетельствует совесть их и мысли их, то обвиняющие, то оправдывающие одна другую)
15οιτινες δεικνυουσι το εργον του νομου γεγραμμενον εν ταις καρδιαις αυτων, εχοντες συμμαρτυρουσαν την συνειδησιν αυτων και τους λογισμους κατηγορουντας η και απολογουμενους μεταξυ αλληλων,
16в день, когда, по благовествованию моему, Бог будет судить тайные дела человеков через Иисуса Христа.
16εν τη ημερα οτε θελει κρινει ο Θεος τα κρυπτα των ανθρωπων δια του Ιησου Χριστου κατα το ευαγγελιον μου.
17Вот, ты называешься Иудеем, и успокаиваешь себя законом, и хвалишься Богом,
17[] Ιδου, συ επονομαζεσαι Ιουδαιος και επαναπαυεσαι εις τον νομον και καυχασαι εις τον Θεον,
18и знаешь волю Его , и разумеешь лучшее, научаясь из закона,
18και γνωριζεις το θελημα αυτου και διακρινεις τα διαφεροντα, διδασκομενος υπο του νομου,
19и уверен о себе, что ты путеводитель слепых, светдля находящихся во тьме,
19και εχεις πεποιθησιν εις σεαυτον οτι εισαι οδηγος τυφλων, φως των εν σκοτει,
20наставник невежд, учитель младенцев, имеющий в законе образец ведения и истины:
20παιδευτης αφρονων, διδασκαλος νηπιων, εχων τον τυπον της γνωσεως και της αληθειας εν τω νομω.
21как же ты, уча другого, не учишь себя самого?
21Ο διδασκων λοιπον αλλον σεαυτον δεν διδασκεις; ο κηρυττων να μη κλεπτωσι κλεπτεις;
22Проповедуя не красть, крадешь? говоря: „не прелюбодействуй", прелюбодействуешь? гнушаясь идолов, святотатствуешь?
22ο λεγων να μη μοιχευωσι μοιχευεις; ο βδελυττομενος τα ειδωλα ιεροσυλεις;
23Хвалишься законом, а преступлением закона бесчестишьБога?
23ο καυχωμενος εις τον νομον, ατιμαζεις τον Θεον δια της παραβασεως του νομου;
24Ибо ради вас, как написано, имя Божие хулится у язычников.
24Διοτι το ονομα του Θεου εξ αιτιας σας βλασφημειται μεταξυ των εθνων, καθως ειναι γεγραμμενον.
25Обрезание полезно, если исполняешь закон; а если ты преступник закона, то обрезание твое стало необрезанием.
25Επειδη ωφελει μεν η περιτομη, εαν εκτελης τον νομον· εαν ομως ησαι παραβατης του νομου, η περιτομη σου εγεινεν ακροβυστια.
26Итак, если необрезанный соблюдает постановления закона, то его необрезание не вменится ли ему в обрезание?
26Εαν λοιπον ο απεριτμητος φυλαττη τα διαταγματα του νομου, η ακροβυστια αυτου δεν θελει λογισθη αντι περιτομης;
27И необрезанный по природе, исполняющий закон, не осудит ли тебя, преступника закона при Писании и обрезании?
27και ο εκ φυσεως απεριτμητος, εκτελων τον νομον, θελει κρινει σε οστις, εχων το γραμμα του νομου και την περιτομην, εισαι παραβατης του νομου.
28Ибо не тот Иудей, кто таков по наружности, и не то обрезание, которое наружно, на плоти;
28Διοτι Ιουδαιος δεν ειναι ο εν τω φανερω Ιουδαιος, ουδε περιτομη η εν τω φανερω η γινομενη εν σαρκι,
29но тот Иудей, кто внутренно таков , и то обрезание, котороев сердце, по духу, а не по букве: ему и похвала не от людей, но от Бога.
29αλλ ' Ιουδαιος ειναι ο εν τω κρυπτω Ιουδαιος, και περιτομη η της καρδιας κατα πνευμα, ουχι κατα γραμμα, του οποιου ο επαινος ειναι ουχι εξ ανθρωπων, αλλ' εκ του Θεου.