1Zvichakadaro makumi ezvuru zvevanhu akati aungana, zvekuti vaitsikana, akatanga kutaura kuvadzidzi vake pakutanga achiti: Imwi chenjerai mbiriso yevaFarisi, inova unyepedzeri.
1[] Εν τω μεταξυ αφου συνηθροισθησαν αι μυριαδες του οχλου, ωστε κατεπατουν αλληλους, ηρχισε να λεγη προς τους μαθητας αυτου πρωτον· Προσεχετε εις εαυτους απο της ζυμης των Φαρισαιων, ητις ειναι υποκρισις.
2Uye hakuna chinhu chakafukidzwa, chisingazopenengurwi, kana chakavigwa, chisingazozikamwi.
2Αλλα δεν ειναι ουδεν κεκαλυμμενον, το οποιον δεν θελει ανακαλυφθη, και κρυπτον, το οποιον δεν θελει γνωρισθη·
3Naizvozvo zvose zvamakataura murima zvichanzwikwa muchiedza; neizvo zvamakataura munzeve mudzimba dzemukati zvichaparidzwa pamusoro pematenga edzimba.
3οθεν οσα ειπετε εν τω σκοτει εν τω φωτι θελουσιν ακουσθη, και ο, τι ελαλησατε προς το ωτιον εν τοις ταμειοις θελει κηρυχθη επι των δωματων.
4Uye ndinoti kwamuri shamwari dzangu: Musatya vanouraya muviri, asi shure kweizvozvo vasingazogoni kuita chimwe chinhu.
4Λεγω δε προς εσας τους φιλους μου· Μη φοβηθητε απο των αποκτεινοντων το σωμα και μετα ταυτα μη δυναμενων περισσοτερον τι να πραξωσι.
5Asi ndichakuratidzai wamunofanira kutya: Ityai iye unoti shure kwekuuraya une simba rekukanda mugehena; hongu, ndinoti kwamuri: Ityai iye.
5Θελω δε σας δειξει ποιον να φοβηθητε· Φοβηθητε εκεινον, οστις αφου αποκτεινη, εχει εξουσιαν να ριψη εις την γεενναν· ναι, σας λεγω, τουτον φοβηθητε.
6Ko dhimba shanu hadzitengeswi nemakobiri maviri here? Hakuna imwe yadzo inokanganikwa pamberi paMwari.
6Δεν πωλουνται πεντε στρουθια δια δυο ασσαρια; και εν εξ αυτων δεν ειναι λελησμονημενον ενωπιον του Θεου·
7Asi kunyangwe nevhudzi remusoro wenyu rakaverengwa rose. Musatya naizvozvo, munopfuura dhimba zhinji.
7αλλα και αι τριχες της κεφαλης υμων ειναι πασαι ηριθμημεναι. Μη φοβεισθε λοιπον· απο πολλων στρουθιων διαφερετε.
8Ndinotiwo kwamuri: Umwe neumwe unondibvuma pamberi pevanhu, Mwanakomana wemunhu uchamubvumawo pamberi pevatumwa vaMwari;
8Σας λεγω δε· Πας οστις με ομολογηση εμπροσθεν των ανθρωπων, και ο Υιος του ανθρωπου θελει ομολογησει αυτον εμπροσθεν των αγγελων του Θεου·
9asi unondiramba pamberi pevanhu, ucharambwa pamberi pevatumwa vaMwari.
9οστις δε με αρνηθη ενωπιον των ανθρωπων, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αρνηθη αυτον ενωπιον των αγγελων του Θεου.
10Uye umwe neumwe unoreva shoko achipikisa Mwanakomana wemunhu, uchakangamwirwa; asi uyo unonyomba Mweya Mutsvene haazokangamwirwi.
10Και πας οστις θελει ειπει λογον κατα του Υιου του ανθρωπου, θελει συγχωρηθη εις αυτον· οστις ομως βλασφημηση κατα του Αγιου Πνευματος, εις αυτον δεν θελει συγχωρηθη.
11Kana vachikuisai kumasinagoge nevatongi nevane simba, musafunganya kuti muchapindurei kana sei, kana muchataurei;
11Οταν δε σας φερωσιν εις τας συναγωγας και τας αρχας και τας εξουσιας, μη μεριμνατε πως η τι να απολογηθητε, η τι να ειπητε·
12nekuti Mweya Mutsvene uchakudzidzisai neawa iro zvamunofanira kutaura.
12διοτι το Αγιον Πνευμα θελει σας διδαξει εν αυτη τη ωρα τι πρεπει να ειπητε.
13Zvino umwe wechaunga wakati kwaari: Mudzidzisi, udzai mwanakomana wamai vangu agovane nhaka neni.
13[] Ειπε δε τις προς αυτον εκ του οχλου· Διδασκαλε, ειπε προς τον αδελφον μου να μοιρασθη μετ' εμου την κληρονομιαν.
14Asi wakati kwaari: Iwe munhu, ndiani wakandigadza kuva mutongi kana mugoveri pamusoro penyu?
14Ο δε ειπε προς αυτον· Ανθρωπε, τις με κατεστησε δικαστην η μεριστην εφ' υμας;
15Akati kwavari: Ngwarirai muchenjerere ruchiva, nekuti upenyu hwemunhu hahusi mukuwanda kwezvinhu zvaanazvo.
15Και ειπε προς αυτους· Προσεχετε και φυλαττεσθε απο της πλεονεξιας· διοτι εαν τις εχη περισσα, η ζωη αυτου δεν συνισταται εκ των υπαρχοντων αυτου.
16Akataura mufananidzo kwavari, achiti: Munda weumwe munhu mufumi wakabereka kwazvo;
16Ειπε δε προς αυτους παραβολην, λεγων· Ανθρωπου τινος πλουσιου ηυτυχησαν τα χωραφια·
17akafunga mukati make, achiti: Ndichaitei? Nekuti handina nzvimbo pandingaunganidzira zvibereko zvangu.
17Και διελογιζετο εν εαυτω λεγων· Τι να καμω, διοτι δεν εχω που να συναξω τους καρπους μου;
18Ndokuti: Ndichaita izvi: Ndichaputsa matura angu, ndivake makuru, ndiunganidzire zvirimwa zvangu zvose ipapo, nenhumbi dzangu,
18Και ειπε· Τουτο θελω καμει· θελω χαλασει τας αποθηκας μου και θελω οικοδομησει μεγαλητερας και συναξει εκει παντα τα γεννηματα μου και τα αγαθα μου,
19ndigoti kumweya wangu: Mweya, une zvinhu zvakawanda zvakanaka, zvakachengeterwa makore mazhinji; zorora, idya, imwa, fara.
19και θελω ειπει προς την ψυχην μου· Ψυχη, εχεις πολλα αγαθα εναποτεταμιευμενα δι' ετη πολλα· αναπαυου, φαγε, πιε, ευφραινου.
20Asi Mwari akati kwaari: Dununu, usiku hwuno mweya wako uchadikamwa kubva kwauri; ko izvo zvawagadzirira, zvichava zvaani?
20Ειπε δε προς αυτον ο Θεος· Αφρον, ταυτην την νυκτα την ψυχην σου απαιτουσιν απο σου· οσα δε ητοιμασας, τινος θελουσιν εισθαι;
21Zvakadaro kune unozviunganidzira fuma, asi asina kufuma kuna Mwari.
21Ουτω θελει εισθαι οστις θησαυριζει εις εαυτον και δεν πλουτει εις Θεον.
22Zvino wakati kuvadzidzi vake: Naizvozvo ndinoti kwamuri: Musafunganya pamusoro peupenyu hwenyu, kuti muchadyei; kana muviri, kuti muchapfekei.
22[] Ειπε δε προς τους μαθητας αυτου· Δια τουτο λεγω προς εσας, Μη μεριμνατε δια την ζωην σας, τι να φαγητε, μηδε δια το σωμα, τι να ενδυθητε.
23Upenyu hwunopfuura chikafu, nemuviri zvipfeko.
23Η ζωη ειναι τιμιωτερον της τροφης και το σωμα του ενδυματος.
24Fungai makunguvo, kuti haadzvari, kana kukohwa, haana tsapi kana dura; asi Mwari unoafunda. Imwi munokunda zvikuru sei shiri?
24Παρατηρησατε τους κορακας, οτι δεν σπειρουσιν ουδε θεριζουσιν, οιτινες δεν εχουσι ταμειον ουδε αποθηκην, και ο Θεος τρεφει αυτους· ποσω μαλλον σεις διαφερετε των πτηνων.
25Ndiani kwamuri nekufunganya ungagona kuwedzera mbimbi* imwe paurefu hwake?
25Και τις εξ υμων μεριμνων δυναται να προσθεση εις το αναστημα αυτου μιαν πηχυν;
26Naizvozvo kana musingagoni kuita chinhu chidukusa, munofunganyirei pamusoro pezvimwe?
26Εαν λοιπον ουδε το ελαχιστον δυνασθε, τι μεριμνατε περι των λοιπων;
27Fungai midovatova, kuti inokura sei; haichami, hairuki; asi ndinoti kwamuri: NaSoromoni mukubwinya kwake kose, haana kupfekedzwa seumwe wawo.
27Παρατηρησατε τα κρινα πως αυξανουσι· δεν κοπιαζουσιν ουδε κλωθουσι· σας λεγω ομως, ουδε ο Σολομων εν παση τη δοξη αυτου ενεδυθη ως εν τουτων.
28Zvino kana Mwari achipfekedza saizvozvo uswa hwuri panyika nhasi, mangwana hwokandirwa muchoto, uchakupfekedzai nekupfuurisa sei, imwi verutendo ruduku?
28Αλλ' εαν τον χορτον, οστις σημερον ειναι εν τω αγρω και αυριον ριπτεται εις κλιβανον, ο Θεος ενδυη ουτω, ποσω μαλλον εσας, ολιγοπιστοι.
29Zvino imwi musatsvaka zvamuchadya kana zvamuchamwa; uye musazvidya moyo.
29Και σεις μη ζητειτε τι να φαγητε η τι να πιητε, και μη ησθε μετεωροι·
30Nekuti zvinhu izvi zvose marudzi enyika anozvitsvaka; asi Baba venyu vanoziva kuti munoshaiwa izvozvi.
30διοτι ταυτα παντα ζητουσι τα εθνη του κοσμου· υμων δε ο Πατηρ εξευρει οτι εχετε χρειαν τουτων·
31Asi tsvakai ushe hwaMwari, naizvozvi zvose zvichawedzerwa kwamuri.
31πλην ζητειτε την βασιλειαν του Θεου, και ταυτα παντα θελουσι σας προστεθη.
32Musatya boka duku; nekuti mufaro waBaba venyu kukupai ushe.
32Μη φοβου, μικρον ποιμνιον· διοτι ο Πατηρ σας ηυδοκησε να σας δωση την βασιλειαν.
33Tengesai izvo zvamunazvo mupe varombo zvipo. Muzviitire zvikwama zvisingashakari, fuma kumatenga isingaperi, pasina mbavha ingasvika kana zvifusi zvingaodza.
33Πωλησατε τα υπαρχοντα σας και δοτε ελεημοσυνην. Καμετε εις εαυτους βαλαντια τα οποια δεν παλαιουνται, θησαυρον εν τοις ουρανοις οστις δεν εκλειπει, οπου κλεπτης δεν πλησιαζει ουδε ο σκωληξ διαφθειρει·
34Nekuti pane fuma yenyu, ndipo pachava nemoyo wenyu.
34διοτι οπου ειναι ο θησαυρος σας, εκει θελει εισθαι και η καρδια σας.
35Zviuno zvenyu ngazvigare zvakasungwa, nemwenje ichipfuta.
35Ας ηναι αι οσφυες σας περιεζωσμεναι και οι λυχνοι καιομενοι·
36Nemwi muve sevanhu vakarindira ishe wavo, pakudzoka kwake kumuchato, kuti kana achisvika akagogodza, vangamuzarurira pakarepo.
36και σεις ομοιοι με ανθρωπους, οιτινες προσμενουσι τον κυριον αυτων, ποτε θελει επιστρεψει εκ των γαμων, δια να ανοιξωσιν ευθυς εις αυτον οταν ελθη και κρουση.
37Vakaropafadzwa varanda avo, vanoti kana ishe achisvika unovawana vakarindira; zvirokwazvo ndinoti kwamuri: Uchazvisunga, akavagarisa pakudya, akaswedera akavashandira.
37Μακαριοι οι δουλοι εκεινοι, τους οποιους ελθων ο κυριος θελει ευρει αγρυπνουντας. Αληθως σας λεγω, οτι θελει περιζωσθη και καθισει αυτους εις την τραπεζαν, και ελθων εις το μεσον θελει υπηρετησει αυτους.
38Kana akasvika nenguva yekurindira yechipiri, kana kusvika nenguva yekurindira yechitatu, akawana vakadaro, vakaropafadzwa varanda ivavo.
38Και εαν ελθη εν τη δευτερα φυλακη και εν τη τριτη φυλακη ελθη και ευρη ουτω, μακαριοι ειναι οι δουλοι εκεινοι.
39Asi muzive izvi, kuti dai mwene weimba aiziva nderipi awa mbavha rainouya, ungadai akarinda, akasatendera imba yake kuti ipazwe.
39Τουτο δε γινωσκετε, οτι εαν ηξευρεν ο οικοδεσποτης ποιαν ωραν ο κλεπτης ερχεται, ηθελεν αγρυπνησει και δεν ηθελεν αφησει να διορυχθη ο οικος αυτου.
40Naizvozvo imwiwo ivai makazvigadzirira; nekuti neawa ramusingafungiri Mwanakomana wemunhu unouya.
40Και σεις λοιπον γινεσθε ετοιμοι· διοτι καθ' ην ωραν δεν στοχαζεσθε, ερχεται ο Υιος του ανθρωπου.
41Petro ndokuti kwaari: Ishe, munoutaura mufananidzo uyu kwatiri, kana kune vosewo?
41[] Ειπε δε προς αυτον ο Πετρος· Κυριε, προς ημας λεγεις την παραβολην ταυτην η και προς παντας;
42Ishe ndokuti: Ko ndiani zvino mutariri uyu wakatendeka uye wakachenjera, ishe waachagadza pamusoro pevaranda vake, kuti ape mugove wechikafu nenguva yakafanira?
42Και ο Κυριος ειπε· Τις λοιπον ειναι ο πιστος οικονομος και φρονιμος, τον οποιον θελει καταστησει ο κυριος αυτου επι των υπηρετων αυτου, δια να διδη εν καιρω την διωρισμενην τροφην;
43Wakaropafadzwa muranda uyo, unoti kana ishe wake achisvika, amuwane achiita saizvozvo.
43Μακαριος ο δουλος εκεινος, τον οποιον ελθων ο κυριος αυτου θελει ευρει πραττοντα ουτως.
44Zvirokwazvo ndinoti kwamuri: Uchamugadza pamusoro pezvose zvaanazvo.
44Αληθως σας λεγω, οτι θελει καταστησει αυτον επι παντων των υπαρχοντων αυτου.
45Asi kana muranda uyo akati mumoyo make: Ishe wangu wanonoka kuuya; akatanga kurova varandarume nevarandakadzi, nekudya, nekumwa, nekudhakwa;
45Εαν δε ειπη ο δουλος εκεινος εν τη καρδια αυτου, Βραδυνει να ελθη ο κυριος μου· και αρχιση να δερη τους δουλους και τας δουλας, και να τρωγη και να πινη και να μεθυη,
46ishe wemuranda uyo uchasvika nezuva raasingatarisiri, neawa raasingazivi, akamugura nepakati, akamugovera mugove wake pamwe nevasakatendeka.
46θελει ελθει ο κυριος του δουλου εκεινου, καθ' ην ημεραν δεν προσμενει και καθ' ην ωραν δεν εξευρει, και θελει αποχωρισει αυτον, και το μερος αυτου θελει θεσει μετα των απιστων.
47Muranda uyo waiziva chido chaishe wake, akasagadzirira, kana kuita zvinoenderana nechido chake, ucharohwa neshamhu zhinji.
47Εκεινος δε ο δουλος, οστις γνωρισας το θελημα του κυριου αυτου δεν ητοιμασεν ουδε εκαμε κατα το θελημα αυτου, θελει δαρθη πολυ·
48Asi wakange asingazivi, akaita zvakafanira kurohwa, ucharohwa neshamhu shoma. Uye wose wakapiwa zvizhinji, zvizhinji zvichatsvakwa kwaari; neunobatiswa zvizhinji, vachareva zvinopfuurisa kwaari.
48οστις ομως μη γνωρισας επραξεν αξια δαρμων, θελει δαρθη ολιγον· εις παντα δε, εις τον οποιον εδοθη πολυ, πολυ θελει ζητηθη παρ' αυτου, και εις οντινα ενεπιστευθη πολυ, περισσοτερον θελουσιν απαιτησει παρ' αυτου.
49Ndakauya kuzokanda moto panyika, zvino ndichadei kana watobatidzwa?
49Πυρ ηλθον να βαλω εις την γην, και τι θελω, εαν ηδη ανηφθη;
50Asi ndine rubhabhatidzo rwandichabhabhatidzwa narwo, zvino ndinomanikidzwa sei kusvikira rwuchipedziswa.
50Βαπτισμα δε εχω να βαπτισθω, και πως στενοχωρουμαι εωσου εκτελεσθη.
51Munofunga kuti ndakauya kuzopa rugare panyika here? Kwete, ndinoti kwamuri, asi kutozopesanisa.
51Νομιζετε οτι ηλθον να δωσω ειρηνην εν τη γη; ουχι, σας λεγω, αλλα διαχωρισμον.
52Nekuti kubva zvino vashanu muimba imwe vachapesana, vatatu vachipikisana nevaviri, uye vaviri vachipikisana nevatatu,
52Διοτι απο του νυν θελουσιν εισθαι πεντε εν οικω ενι διακεχωρισμενοι, οι τρεις κατα των δυο και οι δυο κατα των τριων·
53vachapesana, baba vachipikisana nemwanakomana, nemwanakomana achipikisana nababa; mai vachipikisana nemukunda, nemukunda achipikisana namai; vamwene vachipikisana nemuroora wavo, nemuroora achipikisana navamwene vake.
53Θελει διαχωρισθη πατηρ κατα υιου και υιος κατα πατρος, μητηρ κατα θυγατρος και θυγατηρ κατα μητρος, πενθερα κατα της νυμφης αυτης και νυμφη κατα της πενθερας αυτης.
54Akatiwo kuzvaunga: Kana muchiona gore richisimuka kubva kumavirira, pakarepo munoti: Mvura inouya; zvodaro.
54[] Ελεγε και προς τους οχλους· Οταν ιδητε την νεφελην ανυψουμενην απο δυσμων, ευθυς λεγετε, Βροχη ερχεται, και γινεται ουτω·
55Uye kana muchiona mhepo yekumaodzanyemba ichivhuvhuta munoti: Kuchapisa; zvoitika.
55και οταν νοτον πνεοντα, λεγετε οτι καυσων θελει εισθαι, και γινεται.
56Vanyepedzeri! Munoziva kuongorora zvimiro zvekudenga nezvenyika, asi hamuongorori sei nguva ino?
56Υποκριται, το προσωπον της γης και του ουρανου εξευρετε να διακρινητε, τον δε καιρον τουτον πως δεν διακρινετε;
57Ko munoregerei imwi kuzvitongera mumene zvakarurama?
57Δια τι δε και αφ' εαυτων δεν κρινετε το δικαιον;
58Nekuti kana uchienda kumutungamiriri nemudzivisi wako, ita zvakanaka kuti usunungurwe naye muchiri munzira; kuti arege kukukwevera kumutongi, mutongi akukumikidze kumupurisa, mupurisa akukande mutirongo.
58Ενω λοιπον υπαγεις μετα του αντιδικου σου προς τον αρχοντα, προσπαθησον καθ' οδον να απαλλαχθης απ' αυτου, μηποτε σε συρη προς τον κριτην, και ο κριτης σε παραδωση εις τον υπηρετην, και ο υπηρετης σε βαλη εις φυλακην.
59Ndinoti kwauri: Haungatongobudimo, kusvikira waripa kunyange kamari kekupedzisira.
59Σοι λεγω, δεν θελεις εξελθει εκειθεν, εωσου αποδωσης και το εσχατον λεπτον.