1Zvino kwakaswedera kwaari vateresi nevatadzi vose, kuzomunzwa.
1[] Επλησιαζον δε εις αυτον παντες οι τελωναι και οι αμαρτωλοι, δια να ακουωσιν αυτον.
2VaFarisi nevanyori vakatsutsumwa vachiti: Uyu unogamuchira vatadzi, achidya navo.
2Και διεγογγυζον οι Φαρισαιοι και οι γραμματεις, λεγοντες οτι ουτος αμαρτωλους δεχεται και συντρωγει μετ' αυτων.
3Zvino wakavaudza mufananidzo uyu, achiti:
3Ειπε δε προς αυτους την παραβολην ταυτην, λεγων·
4Ndeupi munhu kwamuri ungati ane makwai zana, kana arashikirwa nerimwe rawo, usingasii makumi mapfumbamwe nemapfumbamwe murenje, akatevera rakarashika kusvikira ariwana?
4Τις ανθρωπος εξ υμων εαν εχη εκατον προβατα και χαση εν εξ αυτων, δεν αφινει τα ενενηκοντα εννεα εν τη ερημω και υπαγει ζητων το απολωλος, εωσου ευρη αυτο;
5Uye kana ariwana, unoriisa pamafudzi ake achifara.
5Και ευρων αυτο, βαλλει επι τους ωμους αυτου χαιρων.
6Zvino kana asvika kumusha, unodana pamwe shamwari nevavakidzani, achiti kwavari: Farai neni, nekuti ndawana gwai rangu rakange rarashika.
6Και ελθων εις τον οικον, συγκαλει τους φιλους και τους γειτονας, λεγων προς αυτους· Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον το προβατον μου το απολωλος.
7Ndinoti kwamuri: Saizvozvo mufaro uchava kudenga pamusoro pemutadzi umwe unotendeuka, kupfuura pamusoro pevakarurama makumi mapfumbamwe nevapfumbamwe, vasingatsvaki kutendeuka.
7Σας λεγω οτι ουτω θελει εισθαι χαρα εν τω ουρανω δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα μαλλον παρα δια ενενηκοντα εννεα δικαιους, οιτινες δεν εχουσι χρειαν μετανοιας.
8Kana ndeupi mukadzi une makobiri gumi, kana arashikirwa nekobiri rimwe, usingatungidzi mwenje, akatsvaira imba, akatsvakisisa kusvikira ariwana?
8Η τις γυνη εχουσα δεκα δραχμας, εαν χαση δραχμην μιαν, δεν αναπτει λυχνον και σαρονει την οικιαν και ζητει επιμελως, εως οτου ευρη αυτην;
9Uye kana ariwana, unodana shamwari nevavakidzani pamwe, achiti: Farai neni, nekuti ndawana kobiri randanga ndarashikirwa naro.
9και αφου ευρη, συγκαλει τας φιλας και τας γειτονας, λεγουσα· Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον την δραχμην την οποιαν εχασα.
10Saizvozvo, ndinokutaurirai, kuti mufaro uripo pamberi pevatumwa vaMwari pamusoro pemutadzi umwe unotendeuka.
10Ουτω, σας λεγω, χαρα γινεται ενωπιον των αγγελων του Θεου δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα.
11Zvino wakati: Umwe munhu waiva ane vanakomana vaviri;
11[] Ειπε δε· Ανθρωπος τις ειχε δυο υιους.
12muduku wavo ndokuti kuna baba: Baba, ndipei mugove wenhumbi wakanangana neni. Akavagovera nhumbi dzake.
12Και ειπεν ο νεωτερος αυτων προς τον πατερα· Πατερ, δος μοι το ανηκον μερος της περιουσιας. Και διεμοιρασεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου.
13Pasina kupfuura mazuva mazhinji, mwanakomana muduku wakaunganidza zvose pamwe, akasimuka akaenda kunyika iri kure; uye akaparadza ikoko nhaka yake, achirarama neunzenza.
13Και μετ' ολιγας ημερας συναξας παντα ο νεωτερος υιος, απεδημησεν εις χωραν μακραν και εκει διεσκορπισε την περιουσιαν αυτου ζων ασωτως.
14Zvino wakati aparadza zvose, kwakauya nzara huru panyika iyo, iye akatanga kushaiwa.
14Αφου δε εδαπανησε παντα, εγεινε πεινα μεγαλη εν τη χωρα εκεινη, και αυτος ηρχισε να στερηται.
15Zvino wakaenda, akanozvibatanidza neumwe wezvizvarwa zvenyika iyo; akamutumira kuminda yake kunofudza nguruve.
15Τοτε υπηγε και προσεκολληθη εις ενα των πολιτων της χωρας εκεινης, οστις επεμψεν αυτον εις τους αγρους αυτου δια να βοσκη χοιρους.
16Wakange achishuva kugutsa dumbu rake nemateko nguruve adzaidya; asi hakuna munhu waimupa.
16Και επεθυμει να γεμιση την κοιλιαν αυτου απο των ξυλοκερατων, τα οποια ετρωγον οι χοιροι, και ουδεις εδιδεν εις αυτον.
17Zvino wakati apengenuka, akati: Varikichi vazhinji sei vababa vangu vane zvingwa zvakawandisisa, asi ini ndofa nenzara.
17Ελθων δε εις εαυτον, ειπε· Ποσοι μισθωτοι του πατρος μου περισσευουσιν αρτον, και εγω χανομαι υπο της πεινης.
18Ndichasimuka ndiende kuna baba vangu, ndigoti kwavari: Baba, ndakatadzira kudenga, nepamberi penyu;
18Σηκωθεις θελω υπαγει προς τον πατερα μου και θελω ειπει προς αυτον· Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου·
19uye handichafaniri kunzi mwanakomana wenyu; ndiitei seumwe wevarikichi venyu.
19και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου· καμε με ως ενα των μισθωτων σου.
20Akasimuka akaenda kuna baba vake. Asi wakati achiri kure, baba vake vakamuona, vakanzwa tsitsi, vakamhanya ndokuwira pahuro pake, nekumutsvoda.
20Και σηκωθεις ηλθε προς τον πατερα αυτου. Ενω, δε απειχεν ετι μακραν, ειδεν αυτον ο πατηρ αυτου και εσπλαγχνισθη, και δραμων επεπεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον.
21Zvino mwanakomana akati kwavari: Baba, ndakatadzira kudenga nepamberi penyu, uye handichafaniri kunzi mwanakomana wenyu.
21ειπε δε προς αυτον ο υιος· Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου, και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου.
22Asi baba vakati kuvaranda vavo: Budai nenguvo yakanakisisa mumupfekedze, muise mhete paruoko rwake, nemanyatera patsoka;
22Και ο πατηρ ειπε προς τους δουλους αυτου· Φερετε εξω την στολην την πρωτην και ενδυσατε αυτον, και δοτε δακτυλιδιον εις την χειρα αυτου και υποδηματα εις τους ποδας,
23muuye nemhuru yakakodzwa, mubaye, uye ngatidye tifare;
23και φεροντες τον μοσχον τον σιτευτον σφαξατε, και φαγοντες ας ευφρανθωμεν,
24nekuti uyu mwanakomana wangu wakange afa, zvino wararamazve; wakange arashika, asi wawanikwa; zvino vakatanga kufara.
24διοτι ουτος ο υιος μου νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη. Και ηρχισαν να ευφραινωνται.
25Zvino mwanakomana wake mukuru wakange ari kumunda; zvino wakati achisvika, oswedera paimba, akanzwa mumhanzi nekutamba.
25Ητο δε ο πρεσβυτερος αυτου υιος εν τω αγρω· και καθως ερχομενος επλησιασεν εις την οικιαν, ηκουσε συμφωνιαν και χορους,
26Zvino wakadanira kwaari umwe wevaranda, akabvunza kuti izvi zvinorevei.
26και προσκαλεσας ενα των δουλων, ηρωτα τι ειναι ταυτα.
27Zvino akati kwaari: Munin'ina wako wasvika; zvino baba vako vabaya mhuru yakakodzwa, nekuti vamugamuchira akagwinya.
27Ο δε ειπε προς αυτον οτι ο αδελφος σου ηλθε· και εσφαξεν ο πατηρ σου τον μοσχον τον σιτευτον, διοτι απηλαυσεν αυτον υγιαινοντα.
28Asi wakatsamwa, akasada kupinda; naizvozvo baba vake vakabuda, vakamukumbirisa.
28Και ωργισθη και δεν ηθελε να εισελθη. Εξηλθε λοιπον ο πατηρ αυτου και παρεκαλει αυτον.
29Asi iye wakapindura akati kuna baba: Tarirai, makore mazhinji ndakakubatirai, handina kutongodarika murairo wenyu, asi hamuna kutongondipa mbudzana, kuti ndifare neshamwari dzangu.
29Ο δε αποκριθεις ειπε προς τον πατερα· Ιδου, τοσα ετη σε δουλευω, και ποτε εντολην σου δεν παρεβην, και εις εμε ουδε εριφιον εδωκας ποτε δια να ευφρανθω μετα των φιλων μου.
30Asi mangoti mwanakomana wenyu uyu wakaparadza nhumbi dzenyu nezvifeve achisvika, mamubaira mhuru yakakodzwa.
30Οτε δε ο υιος σου ουτος, ο καταφαγων σου τον βιον μετα πορνων, ηλθεν, εσφαξας δι' αυτον τον μοσχον τον σιτευτον.
31Vakati kwaari: Mwana, iwe uneni nguva dzose, uye zvose zvangu ndezvako.
31Ο δε ειπε προς αυτον· Τεκνον, συ παντοτε μετ' εμου εισαι, και παντα τα εμα σα ειναι·
32Asi kwaifanira kuti kupemberwe nekufarwa, nekuti munin'ina wako uyu wakange afa, wararamazve; wakange arashika, wawanikwa.
32επρεπε δε να ευφρανθωμεν και να χαρωμεν, διοτι ο αδελφος σου ουτος νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη.