1Zvino wakapindazve musinagoge, zvino kwakange kune munhuko wakange ane ruoko rwakawonyana.
1[] Και εισηλθε παλιν εις την συναγωγην· και ητο εκει ανθρωπος εχων εξηραμμενην την χειρα.
2Zvino vakamutarisisa kuona kana angamuporesa nesabata, kuti vamupomere.
2Και παρετηρουν αυτον αν εν τω σαββατω θελη θεραπευσει αυτον, δια να κατηγορησωσιν αυτον.
3Zvino akati kumunhu waiva neruoko rwakawonyana: Simuka uende pakati.
3Και λεγει προς τον ανθρωπον τον εχοντα εξηραμμενην την χειρα· Σηκωθητι εις το μεσον.
4Akati kwavari: Zviri pamutemo here kuita zvakanaka nemasabata, kana kuita zvakaipa? Kuponesa upenyu, kana kuuraya? Asi vakanyarara.
4Και λεγει προς αυτους· Ειναι συγκεχωρημενον εν σαββατω να αγαθοποιηση τις η να κακοποιηση; να σωση ψυχην η να θανατωση; οι δε εσιωπων.
5Zvino wakati aringa-ringa kwavari, nekutsamwa, ane shungu nekuda kwekuoma kwemoyo wavo, akati kumunhu: Tambanudza ruoko rwako. Akatambanudza ruoko rwake rwukaporeswa rwukagwinya serumwe.
5Και περιβλεψας αυτους μετ' οργης, λυπουμενος δια την πωρωσιν της καρδιας αυτων, λεγει προς τον ανθρωπον· Εκτεινον την χειρα σου. Και εξετεινε, και αποκατεσταθη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη.
6VaFarisi vakabuda pakarepo vakarangana nevaHerodhe pamusoro pake kuti vangamuparadza sei.
6Και εξελθοντες οι Φαρισαιοι συνεβουλευθησαν ευθυς μετα των Ηρωδιανων κατ' αυτου, δια να απολεσωσιν αυτον.
7Zvino Jesu akabva nevadzidzi vake vakaenda kugungwa; chaunga chikuru chikamutevera chichibva Garirea, nekuJudhiya,
7Και ο Ιησους ανεχωρησε μετα των μαθητων αυτου προς την θαλασσαν· και ηκολουθησαν αυτον πολυ πληθος απο της Γαλιλαιας και απο της Ιουδαιας
8nekuJerusarema, nekuIdhumeya, nemhiri kwaJoridhani, nevakapoteredza Tire neSidhoni, chaunga chikuru, vakati vanzwa makuriro ezvinhu zvaanoita vakauya kwaari.
8και απο Ιεροσολυμων και απο της Ιδουμαιας και απο περαν του Ιορδανου και οι περι Τυρον και Σιδωνα, πληθος πολυ, ακουσαντες οσα επραττεν, ηλθον προς αυτον.
9Akataura kuvadzidzi vake kuti igwa duku rimugarire nekuda kwechaunga, kuti varege kumutsikirira.
9Και ειπε προς τους μαθητας αυτου να μενη πλησιον αυτου εν πλοιαριον εξ αιτιας του οχλου, δια να μη συνθλιβωσιν αυτον·
10Nekuti wakange aporesa vazhinji zvekuti vaiwira pamusoro pake kuti vamubate vose vakange vane zvirwere.
10διοτι εθεραπευσε πολλους, ωστε επιπτον επ' αυτον δια να εγγισωσιν αυτον οσοι ειχον αρρωστιας·
11Nemweya yetsvina, payakamuona yakawira pasi pamberi pake, ikadanidzira ichiti: Imwi muri Mwanakomana waMwari.
11και τα πνευματα τα ακαθαρτα, οτε εθεωρουν αυτον, προσεπιπτον εις αυτον και εκραζον, λεγοντα οτι συ εισαι ο Υιος του Θεου.
12Akairairisa zvikuru kuti irege kumubudisa pachena.
12Και πολλα επετιμα αυτα δια να μη φανερωσωσιν αυτον.
13Zvino wakakwira mugomo, akadanira kwaari vaakange achida iye; vakauya kwaari.
13[] Και αναβαινει εις το ορος και προσκαλει οσους αυτος ηθελε, και υπηγον προς αυτον.
14Akagadza gumi nevaviri, kuti vave naye, nekuti avatume kunoparidza,
14Και εξελεξε δωδεκα, δια να ηναι μετ' αυτου και δια να αποστελλη αυτους να κηρυττωσι
15uye vave nesimba rekuporesa zvirwere nekubudisa madhimoni.
15και να εχωσιν εξουσιαν να θεραπευωσι τας νοσους και να εκβαλλωσι τα δαιμονια·
16NaSimoni akamutumidza zita rinonzi Petro,
16Σιμωνα, τον οποιον επωνομασε Πετρον,
17naJakobho waZebhedhi, naJohwani munin'ina waJakobho; akavatumidza mazita anonzi Bowanegesi, ndokuti, vanakomana vekutinhira;
17και Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον του Ιακωβου· και επωνομασεν αυτους Βοανεργες, το οποιον σημαινει Υιοι βροντης·
18naAndiriya, naFiripi, naBhatoromiyo, naMatewu, naTomasi, naJakobho waArifiyosi, naTadhiyo, naSimoni muKenani,
18και Ανδρεαν και Φιλιππον και Βαρθολομαιον και Ματθαιον και Θωμαν και Ιακωβον τον του Αλφαιου και Θαδδαιον και Σιμωνα τον Κανανιτην
19naJudhasi Isikariyoti, iyewo wakamutengesa. Ndokubva vapinda mumba.
19και Ιουδαν τον Ισκαριωτην, οστις και παρεδωκεν αυτον.
20Chaunga chikaunganazve zvekuti vakange vasingagoni kana kudya chingwa.
20Και ερχονται εις οικον τινα· και συναθροιζεται παλιν οχλος, ωστε αυτοι δεν ηδυναντο μηδε να φαγωσιν αρτον.
21Vekwake vakati vachizvinzwa vakabuda kunomubata; nekuti vakati: Unopenga.
21Και οτε ηκουσαν οι συγγενεις αυτου, εξηλθον δια να πιασωσιν αυτον· διοτι ελεγον οτι ειναι εξω εαυτου.
22Nevanyori vakaburuka vachibva kuJerusarema vakati: Una Bheerizebhuri, nekuti: Unobudisa madhimoni nemutungamiriri wemadhimoni.
22[] Και οι γραμματεις, οιτινες κατεβησαν απο Ιεροσολυμων, ελεγον οτι εχει Βεελζεβουλ, και οτι δια του αρχοντος των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια.
23Zvino akavadanira kwaari, akati kwavari nemifananidzo: Satani ungagona kubudisa Satani sei?
23Και προσκαλεσας αυτους, ελεγε προς αυτους δια παραβολων· Πως δυναται Σατανας να εκβαλλη Σαταναν;
24Kana ushe hwakapesana hwuchimirisana, ushe uhwo hahungagoni kumira.
24και εαν βασιλεια διαιρεθη καθ' εαυτης, η βασιλεια εκεινη δεν δυναται να σταθη·
25Kana imba yakapesana ichimirisana, imba iyo haigoni kumira.
25και εαν οικια διαιρεθη καθ' εαυτης, η οικια εκεινη δεν δυναται να σταθη.
26Uye kana Satani achizvimukira, akapesana, haangagoni kumira, asi unopera.
26Και αν ο Σατανας εσηκωθη καθ' εαυτου και διηρεθη, δεν δυναται να σταθη, αλλ' εχει τελος.
27Hakuna ungagona kupinda mumba mehamburamakaka, akapamba nhumbi dzayo, kunze kwekuti atanga kusunga hamburamakaka, ndokuzopamba imba yayo.
27Ουδεις δυναται να αρπαση τα σκευη του δυνατου, εισελθων εις την οικιαν αυτου, εαν πρωτον δεν δεση τον δυνατον, και τοτε θελει διαρπασει την οικιαν αυτου.
28Zvirokwazvo ndinoti kwamuri: Zvivi zvose zvichakangamwirwa kuvanakomana vevanhu, nekunyomba kose kwavanonyomba nako;
28Αληθως σας λεγω οτι παντα τα αμαρτηματα θελουσι συγχωρηθη εις τους υιους των ανθρωπων και αι βλασφημιαι, οσας βλασφημησωσιν·
29asi ani nani unonyomba achipikisa Mweya Mutsvene haana kangamwiro narinhi asi une mhosva yekutongwa kusingaperi.
29οστις ομως βλασφημηση εις το Πνευμα το Αγιον, δεν εχει συγχωρησιν εις τον αιωνα, αλλ' ειναι ενοχος αιωνιου καταδικης·
30Nekuti vakati: Une mweya wetsvina.
30διοτι ελεγον, Πνευμα ακαθαρτον εχει.
31Zvino kwakauya vanin'ina namai vake, vakamira kunze, vakatumira nhume kwaari vachimudana.
31[] Ερχονται λοιπον οι αδελφοι και η μητηρ αυτου, και σταθεντες εξω απεστειλαν προς αυτον και εκραζον αυτον.
32Chaunga chakange chigere chakamukomba; vakati kwaari: Tarirai, mai venyu nevanin'ina venyu vari panze vanokutsvakai.
32Και εκαθητο οχλος περι αυτον· ειπον δε προς αυτον· Ιδου, η μητηρ σου και οι αδελφοι σου εξω σε ζητουσι.
33Akavapindura achiti: Mai vangu ndiani kana vanin'ina vangu?
33Και απεκριθη προς αυτους, λεγων· Τις ειναι η μητηρ μου η οι αδελφοι μου;
34Zvino akaringa-ringa kupoteredza avo vakange vagere vakamukomba akati: Tarirai mai vangu nevanin'ina vangu.
34Και περιβλεψας κυκλω προς τους καθημενους περι αυτον, λεγει· Ιδου η μητηρ μου και οι αδελφοι μου·
35Nekuti ani nani unoita kuda kwaMwari, ndiye munin'ina wangu nehanzvadzi yangu namai.
35διοτι οστις καμη το θελημα του Θεου, ουτος ειναι αδελφος μου και αδελφη μου και μητηρ.