1Zarura mikova yako, iwe Rebhanoni, kuti moto upedze misidhari yako.
1[] Ανοιξον, Λιβανε, τας θυρας σου και ας καταφαγη πυρ τας κεδρους σου.
2Ungudza iwe musipiresi, nekuti musidhari wawira pasi, nekuti miti yakanaka kwazvo yaparadzwa; ungudzai, imwi miouki yeBhashani, nekuti dondo risingabviri kupindwa ratemwa.
2Ολολυξον, ελατη, διοτι επεσεν κεδρος· διοτι οι μεγιστανες ηφανισθησαν· ολολυξατε, δρυς της Βασαν, διοτι το δασος το απροσιτον κατεκοπη.
3Inzwai izwi rokuungudza kwavafudzi ! nekuti kukudzwa kwavo kwaparadzwa; inzwai izwi rokuwomba kwavana veshumba! nekuti kuzvikudza kwaJoridhani kwaitwa dongo.
3Φωνη ακουεται ποιμενων θρηνουντων, διοτι η δοξα αυτων ηφανισθη· φωνη βρυχωμενων σκυμνων, διοτι το φρυαγμα του Ιορδανου εταπεινωθη.
4Zvanzi naJehovha Mwari wangu, Fudza makwai anozourawa;
4[] Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος μου· Ποιμαινε το ποιμνιον της σφαγης,
5iwo anourawa navana vawo, vasingatorwi sevane mhosva; vanowatengesa vanoti, Jehovha ngaavongwe, nekuti ndakafuma; vafudzi vawo havana tsitsi nawo.
5το οποιον οι αγορασαντες αυτο σφαζουσιν ατιμωρητως· οι δε πωλουντες αυτο λεγουσιν, Ευλογητος ο Κυριος, διοτι επλουτησα, και αυτοι οι ποιμενες αυτου δεν φειδονται αυτου.
6nekuti handichazovi netsitsi navagere munyika ndizvo zvinotaura Jehovha; asi tarirai, ndichaisa vanhu avo, mumwe nomumwe muruoko rwookwake, nomuruoko rwamambo wake; vachaparadza nyika, ini ndisingavarwiri paruoko rwavo.
6Δια τουτο δεν θελω φεισθη πλεον των κατοικων του τοπου, λεγει Κυριος, αλλ' ιδου, εγω θελω παραδωσει τους ανθρωπους εκαστον εις την χειρα του πλησιον αυτου και εις την χειρα του βασιλεως αυτου, και θελουσι κατακοψει την γην και δεν θελω ελευθερωσει αυτους εκ της χειρος αυτων.
7Saka ini ndakafudza makwai aizourawa, zvirokwazvo aiva makwai aizourawa, zvirokwazvo aiva makwai anonzwisa urombo. Ndikatora tsvimbo mbiri, imwe ndikaitumidza zita rinonzi, Kunaka, imwe ndikaitumidza zita rinonzi Zvisungo; ndikafudza makwai.
7Και εποιμανα το ποιμνιον της σφαγης, το οντως τεταλαιπωρημενον ποιμνιον. Και ελαβον εις εμαυτον δυο ραβδους, την μιαν εκαλεσα Καλλος και την αλλην εκαλεσα Δεσμους, και εποιμανα το ποιμνιον.
8Ndikaparadza vafudzi vatatu nomwedzi mumwe, nekuti mweya wangu wakange waneta navo, nemweya yavo yakandisemawo.
8Και εξωλοθρευσα τρεις ποιμενας εν ενι μηνι· και η ψυχη μου εβαρυνθη αυτους και η ψυχη δε αυτων απεστραφη εμε.
9Ipapo ndikati, Handichadi kukufudzai; chinoda kufa ngachife hacho, chinofanira kuparadzwa, ngachiparadzwe hacho; akasara ngaadye mumwe nomumwe nyama yomumwe.
9Τοτε ειπα, Δεν θελω σας ποιμαινει· το αποθνησκον ας αποθνησκη και το απολωλος ας απολλυται και τα εναπολειπομενα ας τρωγωσιν εκαστον την σαρκα του πλησιον αυτου.
10Ipapo ndakatora tsvimbo yangu yainzi, Kunaka, ndikaivhuna-vhuna, kuti ndiputse sungano yangu yandakanga ndaita nendudzi bose dzavanhu.
10Και ελαβον την ραβδον μου, το Καλλος, και κατεκοψα αυτην, δια να ακυρωσω την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς παντας τους λαους τουτους,
11ikavhuniwa nezuva iro; naizvozvo varombo pakati pamakwai, vakanditeerera, vakaziva kuti ishoko raJehovha.
11και ηκυρωθη εν τη ημερα εκεινη· και ουτω το ποιμνιον το τεταλαιπωρημενον, το οποιον απεβλεπεν εις εμε, εγνωρισεν οτι ουτος ητο ο λογος του Κυριου.
12Ndikati kwavari, Kana muchiti zvakanaka, chindipai mubayiro wangu; kana zvisakanaka, regai. Ipapo vakandiyerera mubayiro wangu, masirivha ana makumi matatu.
12Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου· ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια.
13Jehovha akati kwandiri, Chizvikandira kumuumbi wehari; ndiwo mutengo wakanaka wandakatengwa nawo navo. Ini ndikatora masirivha ana makumi matatu, ndikaakandira kumuumbi wehari mumba maJehovha.
13Και ειπε Κυριος προς εμε, Ριψον αυτα εις τον κεραμεα, την εντιμον τιμην, με την οποιαν ετιμηθην υπ' αυτων. Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια και ερριψα αυτα εν τω οικω του Κυριου εις τον κεραμεα.
14Ipapo ndikavhuna-vhuna imwe tsvimbo yangu, yainzi, Zvisungo, kuti ndiputse ukama hwaiva pakati paJudha nalsiraeri.
14Και κατεκοψα την αλλην μου ραβδον, τους Δεσμους, δια να ακυρωσω την αδελφοτητα μεταξυ Ιουδα και Ισραηλ.
15Ipapo Jehovha akati kwandiri, Chitorazve nhumbi dzomufudzi chete.
15[] Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον ετι τα εργαλεια ποιμενος ασυνετου.
16nekuti tarirai, ndichamutsa panyika ino mufudzi asingavi nehanya naakarashika, kana kutsvaka akapararira, kana kurapa akavhunika, kana kufudza anovata; asi achadya nyama yaakakora, nokubvamburanya mahwanda awo.
16Διοτι ιδου, εγω θελω αναστησει ποιμενα επι την γην, οστις δεν θελει επισκεπτεσθαι τα απολωλοτα, δεν θελει ζητει το διεσκορπισμενον και δεν θελει ιατρευει το συντετριμμενον ουδε θελει ποιμαινει το υγιες· αλλα θελει τρωγει την σαρκα του παχεος και κατακοπτει τους ονυχας αυτων.
17Ane nhamo mufudzi asina maturo, anosiya makwai! Munondo uchatema ruoko rwake neziso rake rorudyi; ruoko rwake ruchaoma chose, uye ziso rake rorudyi richasvibirwa chose.
17Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον· ρομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου· ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη.