1Y FUÉ á mí palabra de Jehová, diciendo:
1[] Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2Y tú, hijo del hombre, así ha dicho el Señor Jehová á la tierra de Israel: El fin, el fin viene sobre los cuatro cantones de la tierra.
2Και συ, υιε ανθρωπου, ακουσον· ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς την γην του Ισραηλ. Τελος, το τελος ηλθεν επι τα τεσσαρα ακρα της γης.
3Ahora será el fin sobre ti, y enviaré sobre ti mi furor, y te juzgaré según tus caminos; y pondré sobre ti todas tus abominaciones.
3Το τελος ηλθε τωρα επι σε και θελω αποστειλει επι σε την οργην μου και θελω σε κρινει κατα τας οδους σου και θελω ανταποδωσει επι σε παντα τα βδελυγματα σου.
4Y mi ojo no te perdonará, ni tendré misericordia; antes pondré sobre ti tus caminos, y en medio de ti estarán tus abominaciones; y sabréis que yo soy Jehová.
4Και ο οφθαλμος μου δεν θελει σε φεισθη και δεν θελω ελεησει· αλλα θελω ανταποδωσει επι σε τας οδους σου, και θελουσιν εισθαι εν μεσω σου τα βδελυγματα σου· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
5Así ha dicho el Señor Jehová: Un mal, he aquí que viene un mal.
5Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Κακον, εν κακον, ιδου, ερχεται·
6Viene el fin, el fin viene: hase despertado contra ti; he aquí que viene.
6τελος ηλθε, το τελος ηλθεν· εξηγερθη κατα σου· ιδου, εφθασεν.
7La mañana viene para ti, oh morador de la tierra; el tiempo viene, cercano está el día; día de alboroto, y no de alegría sobre los montes.
7Η πρωια ηλθεν επι σε, κατοικε της γης· ο καιρος ηλθεν, η ημερα της καταστροφης επλησιασε και ουχι αγαλλιασις των ορεων.
8Ahora presto derramaré mi ira sobre ti, y cumpliré en ti mi furor, y te juzgaré según tus caminos; y pondré sobre ti tus abominaciones.
8Τωρα ευθυς θελω εκχεει την οργην μου επι σε και θελω συντελεσει τον θυμον μου επι σε· και θελω σε κρινει κατα τας οδους σου και ανταποδωσει επι σε παντα τα βδελυγματα σου.
9Y mi ojo no perdonará, ni tendré misericordia: según tus caminos pondré sobre ti, y en medio de ti serán tus abominaciones; y sabréis que yo Jehová soy el que hiero.
9Και ο οφθαλμος μου δεν θελει φεισθη και δεν θελω ελεησει· κατα τας οδους σου θελω σοι ανταποδωσει, και θελουσιν εισθαι τα βδελυγματα σου εν μεσω σου· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος ο πατασσων.
10He aquí el día, he aquí que viene: ha salido la mañana; florecido ha la vara, ha reverdecido la soberbia.
10Ιδου, η ημερα, ιδου, ηλθεν· η πρωια εφανη· η ραβδος ηνθησεν· η υπερηφανια εβλαστησεν.
11La violencia se ha levantado en vara de impiedad; ninguno quedará de ellos, ni de su multitud, ni uno de los suyos; ni habrá quien de ellos se lamente.
11Η βια ηυξηνθη εις ραβδον ανομιας· ουδεις εξ αυτων θελει μεινει ουτε εκ του πληθους αυτων ουτε εκ των θορυβουντων εξ αυτων· και δεν θελει υπαρχει ο πενθων δι ' αυτους.
12El tiempo es venido, acercóse el día: el que compra, no se huelgue, y el que vende, no llore: porque la ira está sobre toda su multitud.
12Ο καιρος ηλθεν, η ημερα επλησιασεν· ας μη χαιρη ο αγοραζων και ας μη θρηνη ο πωλων, διοτι ειναι οργη επι παν το πληθος αυτης.
13Porque el que vende no tornará á lo vendido, aunque queden vivos: porque la visión sobre toda su multitud no será cancelada; y ninguno podrá, á causa de su iniquidad, amparar su vida.
13Διοτι ο πωλητης δεν θελει επιστρεψει εις το πωληθεν, αν και ευρισκηται ετι μεταξυ των ζωντων· επειδη η ορασις η περι παντος του πληθους αυτων δεν θελει στραφη οπισω· και ουδεις θελει στερεωσει εαυτον, του οποιου η ζωη ειναι εν τη ανομια αυτου.
14Tocarán trompeta, y aparejarán todas las cosas, y no habrá quien vaya á la batalla: porque mi ira está sobre toda su multitud.
14Εσαλπισαν εν σαλπιγγι και ητοιμασθησαν τα παντα· πλην ουδεις υπαγει εις τον πολεμον, διοτι η οργη μου ειναι επι παν το πληθος αυτης.
15De fuera cuchillo, de dentro pestilencia y hambre: el que estuviere en el campo morirá á cuchillo; y al que estuviere en la ciudad, consumirálo hambre y pestilencia.
15Η μαχαιρα ειναι εξωθεν και ο λοιμος και η πεινα εσωθεν· ο εν τω αγρω θελει τελευτησει εν μαχαιρα, τον δε εν τη πολει, η πεινα και ο λοιμος θελουσι καταφαγει αυτον.
16Y los que escaparen de ellos, huirán y estarán sobre los montes como palomas de los valles, gimiendo todos cada uno por su iniquidad.
16[] Και οσοι εξ αυτων εκφυγωσι, θελουσι διασωθη και θελουσιν εισθαι επι των ορεων ως αι περιστεραι των κοιλαδων, θρηνουντες παντες ουτοι, εκαστος δια τας ανομιας αυτου.
17Todas manos serán descoyuntadas, y declinarán como aguas todas rodillas.
17Πασαι αι χειρες θελουσι παραλυθη και παντα τα γονατα θελουσι ρευσει ως υδωρ.
18Ceñirse han también de sacos, y cubrirálos temblor; y en todo rostro habrá confusión, y en todas sus cabezas peladura.
18Και θελουσι περιζωσθη σακκον και φρικη θελει καλυψει αυτους· και αισχυνη θελει εισθαι επι παντα τα προσωπα και φαλακρωμα επι πασας τας κεφαλας αυτων.
19Arrojarán su plata por las calles, y su oro será desechado; su plata ni su oro, no podrá librarlos en el día del furor de Jehová; no saciarán su alma, ni henchirán sus entrañas: porque ha sido tropiezo para su maldad.
19Το αργυριον αυτων θελουσι ριψει εις τας οδους, και το χρυσιον αυτων θελει εισθαι ως ακαθαρσια· το αργυριον αυτων και το χρυσιον αυτων δεν θελουσι δυνηθη να λυτρωσωσιν αυτους εν τη ημερα της οργης του Κυριου· δεν θελουσι χορτασει τας ψυχας αυτων και δεν θελουσι γεμισει τας κοιλιας αυτων, διοτι εγεινε το προσκομμα της ανομιας αυτων.
20Por cuanto la gloria de su ornamento pusieron en soberbia, é hicieron en ella imágenes de sus abominaciones, de sus estatuas: por eso se la torné á ellos en alejamiento;
20Επειδη την δοξαν του στολισμου αυτων, μετεχειρισθησαν αυτην εις υπερηφανιαν και εκαμον εξ αυτης τας εικονας των βδελυγματων αυτων, τα μισητα αυτων· δια τουτο εγω καθιστω αυτην εις αυτους ακαθαρσιαν.
21Y en mano de extraños la entregué para ser saqueada, y en despojo á los impíos de la tierra, y la contaminarán.
21Και θελω παραδωσει αυτην εις χειρας αλλοτριων διαρπαγμα και εις τους ασεβεις της γης λαφυρον, και θελουσι βεβηλωσει αυτην.
22Y apartaré de ellos mi rostro, y violarán mi lugar secreto; pues entrarán en él destruidores, y le profanarán.
22Και θελω αποστρεψει το προσωπον μου απ' αυτων, και θελουσι βεβηλωσει το αδυτον μου· και οι λεηλαται θελουσιν εμβη εις αυτο και βεβηλωσει αυτο.
23Haz una cadena: porque la tierra está llena de juicios de sangres, y la ciudad está llena de violencia.
23[] Καμε αλυσον, διοτι η γη ειναι πληρης απο κρισεως αιματων και η πολις πληρης καταδυναστειας.
24Traeré por tanto los más malos de las naciones, los cuales poseerán sus casas; y haré cesar la soberbia de los poderosos, y sus santuarios serán profanados.
24Δια τουτο θελω φερει τους κακιστους των εθνων και θελουσι κληρονομησει τας οικιας αυτων· και θελω καταβαλει την επαρσιν των ισχυρων· και τα αγια αυτων θελουσι βεβηλωθη.
25Destrucción viene; y buscarán la paz, y no la habrá.
25Ολεθρος επερχεται· και θελουσι ζητησει ειρηνην και δεν θελει υπαρχει.
26Quebrantamiento vendrá sobre quebrantamiento, y rumor será sobre rumor; y buscarán respuesta del profeta, mas la ley perecerá del sacerdote, y el consejo de los ancianos.
26Συμφορα επι συμφοραν θελει ερχεσθαι και αγγελια θελει φθανει επ' αγγελιαν· τοτε θελουσι ζητησει παρα προφητου ορασιν· και θελει χαθη ο νομος απο του ιερεως και η βουλη απο των πρεσβυτερων.
27El rey se enlutará, y el príncipe se vestirá de asolamiento, y las manos del pueblo de la tierra serán conturbadas: según su camino haré con ellos, y con los juicios de ellos los juzgaré; y sabrán que yo soy Jehová.
27Ο βασιλευς θελει πενθησει και ο αρχων θελει ενδυθη αφανισμον και αι χειρες του λαου της γης θελουσι παραλυθη· κατα τας οδους αυτων θελω καμει εις αυτους και κατα τας κρισεις αυτων θελω κρινει αυτους, και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.