1Y JESUS se fué al monte de las Olivas.
1[] Ο δε Ιησους υπηγεν εις το ορος των Ελαιων.
2Y por la mañana volvió al templo, y todo el pueblo vino á él: y sentado él, los enseñaba.
2Και την αυγην ηλθε παλιν εις το ιερον, και πας ο λαος ηρχετο προς αυτον· και καθησας εδιδασκεν αυτους.
3Entonces los escribas y los Fariseos le traen una mujer tomada en adulterio; y poniéndola en medio,
3Φερουσι δε προς αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι γυναικα συλληφθεισαν επι μοιχεια, και στησαντες αυτην εν τω μεσω,
4Dícenle: Maestro, esta mujer ha sido tomada en el mismo hecho, adulterando;
4λεγουσι προς αυτον· Διδασκαλε, αυτη η γυνη συνεληφθη επ' αυτοφωρω μοιχευομενη.
5Y en la ley Moisés nos mandó apedrear á las tales: tú pues, ¿qué dices?
5Εν δε τω νομω ο Μωυσης προσεταξεν ημας να λιθοβολωνται αι τοιαυται· συ λοιπον τι λεγεις;
6Mas esto decían tentándole, para poder acusarle. Empero Jesús, inclinado hacia abajo, escribía en tierra con el dedo.
6Ελεγον δε τουτο δοκιμαζοντες αυτον, δια να εχωσι ινα κατηγορωσιν αυτον. Ο δε Ιησους κυψας κατω, εγραφε δια του δακτυλου εις την γην.
7Y como perseverasen preguntándole, enderezóse, y díjoles: El que de vosotros esté sin pecado, arroje contra ella la piedra el primero.
7Και επειδη επεμενον ερωτωντες αυτον, ανακυψας ειπε προς αυτους· Οστις απο σας ειναι αναμαρτητος, πρωτος ας ριψη τον λιθον επ' αυτην.
8Y volviéndose á inclinar hacia abajo, escribía en tierra.
8Και παλιν κυψας κατω εγραφεν εις την γην.
9Oyendo, pues, ellos, redargüidos de la conciencia, salíanse uno á uno, comenzando desde los más viejos hasta los postreros: y quedó solo Jesús, y la mujer que estaba en medio.
9Εκεινοι δε ακουσαντες, εξηρχοντο εις εκαστος, αρχισαντες απο των πρεσβυτερων εως των εσχατων· και εμεινε μονος ο Ιησους και η γυνη ισταμενη εν τω μεσω.
10Y enderezándose Jesús, y no viendo á nadie más que á la mujer, díjole: ¿Mujer, dónde están los que te acusaban? ¿Ninguno te ha condenado?
10Ανακυψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην· Γυναι, που ειναι εκεινοι οι κατηγοροι σου; δεν σε κατεδικασεν ουδεις;
11Y ella dijo: Señor, ninguno. Entonces Jesús le dijo: Ni yo te condeno: vete, y no peques más.
11Και εκεινη ειπεν· Ουδεις, Κυριε. Και ο Ιησους ειπε προς αυτην· Ουδε εγω σε καταδικαζω· υπαγε, και εις το εξης μη αμαρτανε.
12Y hablóles Jesús otra vez, diciendo: Yo soy la luz del mundo: el que me sigue, no andará en tinieblas, mas tendrá la lumbre de la vida.
12[] Παλιν λοιπον ο Ιησους ελαλησε προς αυτους λεγων· Εγω ειμαι το φως του κοσμου· οστις ακολουθει εμε δεν θελει περιπατησει εις το σκοτος, αλλα θελει εχει το φως της ζωης.
13Entonces los Fariseos le dijeron: Tú de ti mismo das testimonio: tu testimonio no es verdadero.
13Ειπον λοιπον προς αυτον οι Φαρισαιοι· Συ περι σεαυτου μαρτυρεις· η μαρτυρια σου δεν ειναι αληθης.
14Respondió Jesús, y díjoles: Aunque yo doy testimonio de mí mismo, mi testimonio es verdadero, porque sé de dónde he venido y á dónde voy; mas vosotros no sabéis de dónde vengo, y á dónde voy.
14Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους· Και αν εγω μαρτυρω περι εμαυτου, η μαρτυρια μου ειναι αληθης, διοτι εξευρω ποθεν ηλθον και που υπαγω· σεις ομως δεν εξευρετε ποθεν ερχομαι και που υπαγω.
15Vosotros según la carne juzgáis; mas yo no juzgo á nadie.
15Σεις κατα την σαρκα κρινετε· εγω δεν κρινω ουδενα.
16Y si yo juzgo, mi juicio es verdadero; porque no soy solo, sino yo y el que me envió, el Padre.
16Αλλα και εαν εγω κρινω, η κρισις η εμη ειναι αληθης, διοτι μονος δεν ειμαι, αλλ' εγω και ο Πατηρ ο πεμψας με.
17Y en vuestra ley está escrito que el testimonio de dos hombres es verdadero.
17Και εν τω νομω δε υμων ειναι γεγραμμενον οτι δυο ανθρωπων η μαρτυρια ειναι αληθινη.
18Yo soy el que doy testimonio de mí mismo: y da testimonio de mí el que me envió, el Padre.
18Εγω ειμαι ο μαρτυρων περι εμαυτου, και ο πεμψας με Πατηρ μαρτυρει περι εμου.
19Y decíanle: ¿Dónde está tu Padre? Respondió Jesús: Ni á mí me conocéis, ni á mi Padre; si á mí me conocieseis, á mi Padre también conocierais.
19Ελεγον λοιπον προς αυτον· Που ειναι ο Πατηρ σου; Απεκριθη ο Ιησους· Ουτε εμε εξευρετε ουτε τον Πατερα μου· εαν ηξευρετε εμε, ηθελετε εξευρει και τον Πατερα μου.
20Estas palabras habló Jesús en el lugar de las limosnas, enseñando en el templo: y nadie le prendió; porque aun no había venido su hora.
20Τουτους τους λογους ελαλησεν ο Ιησους εν τω θησαυροφυλακιω, διδασκων εν τω ιερω, και ουδεις επιασεν αυτον, διοτι δεν ειχεν ελθει ετι η ωρα αυτου.
21Y díjoles otra vez Jesús: Yo me voy, y me buscaréis, mas en vuestro pecado moriréis: á donde yo voy, vosotros no podéis venir.
21[] Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους· Εγω υπαγω και θελετε με ζητησει, και θελετε αποθανει εν τη αμαρτια υμων· οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε.
22Decían entonces los Judíos: ¿Hase de matar á sí mismo, que dice: A donde yo voy, vosotros no podéis venir?
22Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι· Μηπως θελει θανατωσει εαυτον, και δια τουτο λεγει, Οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε;
23Y decíales: Vosotros sois de abajo, yo soy de arriba; vosotros sois de este mundo, yo no soy de este mundo.
23Και ειπε προς αυτους· Σεις εισθε εκ των κατω, εγω ειμαι εκ των ανω· σεις εισθε εκ του κοσμου τουτου, εγω δεν ειμαι εκ του κοσμου τουτου.
24Por eso os dije que moriréis en vuestros pecados: porque si no creyereis que yo soy, en vuestros pecados moriréis.
24Σας ειπον λοιπον οτι θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων· διοτι εαν δεν πιστευσητε οτι εγω ειμαι, θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων.
25Y decíanle: ¿Tú quién eres? Entonces Jesús les dijo: El que al principio también os he dicho.
25Ελεγον λοιπον προς αυτον· Συ τις εισαι; και ειπε προς αυτους ο Ιησους· Ο, τι σας λεγω απ' αρχης.
26Muchas cosas tengo que decir y juzgar de vosotros: mas el que me envió, es verdadero: y yo, lo que he oído de él, esto hablo en el mundo.
26Πολλα εχω να λεγω και να κρινω περι υμων· αλλ' ο πεμψας με ειναι αληθης, και εγω οσα ηκουσα παρ' αυτου, ταυτα λεγω εις τον κοσμον.
27Mas no entendieron que él les hablaba del Padre.
27δεν ενοησαν οτι ελεγε προς αυτους περι του Πατρος.
28Díjoles pues, Jesús: Cuando levantareis al Hijo del hombre, entonces entenderéis que yo soy, y que nada hago de mí mismo; mas como el Padre me enseñó, esto hablo.
28Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους· Οταν υψωσητε τον Υιον του ανθρωπου, τοτε θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι, και απ' εμαυτου δεν καμνω ουδεν, αλλα καθως με εδιδαξεν ο Πατηρ μου, ταυτα λαλω.
29Porque el que me envió, conmigo está; no me ha dejado solo el Padre; porque yo, lo que á él agrada, hago siempre.
29Και ο πεμψας με ειναι μετ' εμου· δεν με αφηκεν ο Πατηρ μονον, διοτι εγω καμνω παντοτε τα αρεστα εις αυτον.
30Hablando él estas cosas, muchos creyeron en él.
30Ενω ελαλει ταυτα, πολλοι επιστευσαν εις αυτον.
31Y decía Jesús á los Judíos que le habían creído: Si vosotros permaneciereis en mi palabra, seréis verdaderamente mis discípulos;
31[] Ελεγε λοιπον ο Ιησους προς τους Ιουδαιους τους πιστευσαντας εις αυτον· Εαν σεις μεινητε εν τω λογω τω εμω, εισθε αληθως μαθηται μου,
32Y conoceréis la verdad, y la verdad os libertará.
32και θελετε γνωρισει την αληθειαν, και η αληθεια θελει σας ελευθερωσει.
33Y respondiéronle: Simiente de Abraham somos, y jamás servimos á nadie: ¿cómo dices tú: Seréis libres?
33Απεκριθησαν προς αυτον· Σπερμα του Αβρααμ ειμεθα, και δεν εγειναμεν δουλοι εις ουδενα πωποτε· πως συ λεγεις οτι θελετε γεινει ελευθεροι;
34Jesús les respondió: De cierto, de cierto os digo, que todo aquel que hace pecado, es siervo de pecado.
34Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους· Αληθως, αληθως σας λεγω οτι πας οστις πραττει την αμαρτιαν δουλος ειναι της αμαρτιας.
35Y el siervo no queda en casa para siempre: el hijo queda para siempre.
35Ο δε δουλος δεν μενει παντοτε εν τη οικια· ο υιος μενει παντοτε.
36Así que, si el Hijo os libertare, seréis verdaderamente libres.
36Εαν λοιπον ο Υιος σας ελευθερωση, οντως ελευθεροι θελετε εισθαι.
37Sé que sois simiente de Abraham, mas procuráis matarme, porque mi palabra no cabe en vosotros.
37Εξευρω οτι εισθε σπερμα του Αβρααμ· αλλα ζητειτε να με θανατωσητε, διοτι ο λογος ο εμος δεν χωρει εις εσας.
38Yo hablo lo que he visto cerca del Padre; y vosotros hacéis lo que habéis oído cerca de vuestro padre.
38[] Εγω λαλω ο, τι ειδον πλησιον του Πατρος μου· και σεις ομοιως καμνετε ο, τι ειδετε πλησιον του πατρος σας.
39Respondieron y dijéronle: Nuestro padre es Abraham. Díceles Jesús: Si fuerais hijos de Abraham, las obras de Abraham harías.
39Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον· Ο πατηρ ημων ειναι ο Αβρααμ. Λεγει προς αυτους ο Ιησους· Εαν ησθε τεκνα του Αβρααμ, τα εργα του Αβρααμ ηθελετε καμνει.
40Empero ahora procuráis matarme, hombre que os he hablado la verdad, la cual he oído de Dios: no hizo esto Abraham.
40Τωρα δε ζητειτε να με θανατωσητε, ανθρωπον οστις σας ελαλησα την αληθειαν, την οποιαν ηκουσα παρα του Θεου· τουτο ο Αβρααμ δεν εκαμε.
41Vosotros hacéis las obras de vuestro padre. Dijéronle entonces: Nosotros no somos nacidos de fornicación; un padre tenemos, que es Dios.
41Σεις καμνετε τα εργα του πατρος σας. Ειπον λοιπον προς αυτον· ημεις δεν εγεννηθημεν εκ πορνειας· ενα Πατερα εχομεν, τον Θεον.
42Jesús entonces les dijo: Si vuestro padre fuera Dios, ciertamente me amaríais: porque yo de Dios he salido, y he venido; que no he venido de mí mismo, mas él me envió.
42Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους· Εαν ο Θεος ητο Πατηρ σας, ηθελετε αγαπα εμε· διοτι εγω εκ του Θεου εξηλθον και ερχομαι· επειδη δεν ηλθον απ' εμαυτου, αλλ' εκεινος με απεστειλε.
43¿Por qué no reconocéis mi lenguaje? porque no podéis oir mi palabra.
43Δια τι δεν γνωριζετε την λαλιαν μου; διοτι δεν δυνασθε να ακουητε τον λογον μου.
44Vosotros de vuestro padre el diablo sois, y los deseos de vuestro padre queréis cumplir. Él, homicida ha sido desde el principio, y no permaneció en la verdad, porque no hay verdad en él. Cuando habla mentira, de suyo habla; porque es mentiroso, y padre d
44Σεις εισθε εκ πατρος του διαβολου και τας επιθυμιας του πατρος σας θελετε να πραττητε. Εκεινος ητο απ' αρχης ανθρωποκτονος και δεν μενει εν τη αληθεια, διοτι αληθεια δεν υπαρχει εν αυτω· οταν λαλη το ψευδος, εκ των ιδιων λαλει, διοτι ειναι ψευστης και ο πατηρ αυτου του ψευδους.
45Y porque yo digo verdad, no me creéis.
45Εγω δε διοτι λεγω την αληθειαν, δεν με πιστευετε.
46¿Quién de vosotros me redarguye de pecado? Pues si digo verdad, ¿por qué vosotros no me creéis?
46[] Τις απο σας με ελεγχει περι αμαρτιας; εαν δε αληθειαν λεγω, δια τι σεις δεν με πιστευετε;
47El que es de Dios, las palabras de Dios oye: por esto no las oís vosotros, porque no sois de Dios.
47Οστις ειναι εκ του Θεου, τους λογους του Θεου ακουει· δια τουτο σεις δεν ακουετε, διοτι εκ του Θεου δεν εισθε.
48Respondieron entonces los Judíos, y dijéronle: ¿No decimos bien nosotros, que tú eres Samaritano, y tienes demonio?
48Απεκριθησαν λοιπον οι Ιουδαιοι και ειπον προς αυτον· Δεν λεγομεν ημεις καλως οτι Σαμαρειτης εισαι συ και δαιμονιον εχεις;
49Respondió Jesús: Yo no tengo demonio, antes honro á mi Padre; y vosotros me habéis deshonrado.
49Απεκριθη ο Ιησους· Εγω δαιμονιον δεν εχω, αλλα τιμω τον Πατερα μου, και σεις με ατιμαζετε.
50Y no busco mi gloria: hay quien la busque, y juzgue.
50Και εγω δεν ζητω την δοξαν μου· υπαρχει ο ζητων και κρινων.
51De cierto, de cierto os digo, que el que guardare mi palabra, no verá muerte para siempre.
51[] Αληθως, αληθως σας λεγω· Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, θανατον δεν θελει ιδει εις τον αιωνα.
52Entonces los Judíos le dijeron: Ahora conocemos que tienes demonio. Abraham murió, y los profetas, y tú dices: El que guardare mi palabra, no gustará muerte para siempre.
52Ειπον λοιπον προς αυτον οι Ιουδαιοι· Τωρα κατελαβομεν οτι δαιμονιον εχεις. Ο Αβρααμ απεθανε και οι προφηται, και συ λεγεις· Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, δεν θελει γευθη θανατον εις τον αιωνα.
53¿Eres tú mayor que nuestro padre Abraham, el cual murió? y los profetas murieron: ¿quién te haces á ti mismo?
53Μηπως συ εισαι μεγαλητερος του πατρος ημων Αβρααμ, οστις απεθανε; και οι προφηται απεθανον· συ τινα καμνεις σεαυτον;
54Respondió Jesús: Si yo me glorifico á mí mismo, mi gloria es nada: mi Padre es el que me glorifica; el que vosotros decís que es vuestro Dios;
54Απεκριθη ο Ιησους· Εαν εγω δοξαζω εμαυτον, η δοξα μου ειναι ουδεν· ο Πατηρ μου ειναι οστις με δοξαζει, τον οποιον σεις λεγετε οτι ειναι Θεος σας.
55Y no le conocéis: mas yo le conozco; y si dijere que no le conozco, seré como vosotros mentiroso: mas le conozco, y guardo su palabra.
55Και δεν εγνωρισατε αυτον εγω ομως γνωριζω αυτον· και εαν ειπω οτι δεν γνωριζω αυτον, θελω εισθαι ομοιος σας ψευστης· αλλα γνωριζω αυτον και τον λογον αυτου φυλαττω.
56Abraham vuestro padre se gozó por ver mi día; y lo vió, y se gozó.
56Ο Αβρααμ ο πατηρ σας ειχεν αγαλλιασιν να ιδη την ημεραν την εμην και ειδε και εχαρη.
57Dijéronle entonces los Judíos: Aun no tienes cincuenta años, ¿y has visto á Abraham?
57Ειπον λοιπον οι Ιουδαιοι προς αυτον· Πεντηκοντα ετη δεν εχεις ετι, και ειδες τον Αβρααμ;
58Díjoles Jesús: De cierto, de cierto os digo: Antes que Abraham fuese, yo soy.
58Ειπε προς αυτους ο Ιησους· Αληθως, αληθως σας λεγω· Πριν γεινη ο Αβρααμ, εγω ειμαι.
59Tomaron entonces piedras para tirarle: mas Jesús se encubrió, y salió del templo; y atravesando por medio de ellos, se fué.
59Εσηκωσαν λοιπον λιθους δια να ριψωσι κατ' αυτου· πλην ο Ιησους εκρυβη και εξηλθεν εκ του ιερου περασας δια μεσον αυτων, και ουτως ανεχωρησε.