1Y ACONTECIO que estando él orando en un lugar, como acabó, uno de sus discípulos le dijo: Señor, enséñanos á orar, como también Juan enseñó á sus discípulos.
1[] Και ενω αυτος προσηυχετο εν τοπω τινι, καθως επαυσεν, ειπε τις των μαθητων αυτου προς αυτον· Κυριε, διδαξον ημας να προσευχωμεθα, καθως και ο Ιωαννης εδιδαξε τους μαθητας αυτου.
2Y les dijo: Cuando orareis, decid: Padre nuestro que estás en los cielos; sea tu nombre santificado. Venga tu reino. Sea hecha tu voluntad, como en el cielo, así también en la tierra.
2Ειπε δε προς αυτους· Οταν προσευχησθε, λεγετε· Πατερ ημων ο εν τοις ουρανοις, αγιασθητω το ονομα σου, ελθετω η βασιλεια σου, γενηθητω το θελημα σου ως εν ουρανω, και επι της γης·
3El pan nuestro de cada día, dános lo hoy.
3τον αρτον ημων τον επιουσιον διδε εις ημας καθ' ημεραν·
4Y perdónanos nuestros pecados, porque también nosotros perdonamos á todos los que nos deben. Y no nos metas en tentación, mas líbranos del malo.
4και συγχωρησον εις ημας τας αμαρτιας ημων, διοτι και ημεις συγχωρουμεν εις παντα αμαρτανοντα εις ημας· και μη φερης ημας εις πειρασμον, αλλ' ελευθερωσον ημας απο του πονηρου.
5Díjoles también: ¿Quién de vosotros tendrá un amigo, é irá á él á media noche, y le dirá: Amigo, préstame tres panes,
5Και ειπε προς αυτους· Εαν τις εξ υμων εχη φιλον, και υπαγη προς αυτον το μεσονυκτιον και ειπη προς αυτον· Φιλε, δανεισον μοι τρεις αρτους,
6Porque un amigo mío ha venido á mí de camino, y no tengo que ponerle delante;
6επειδη ηλθε φιλος μου προς εμε εξ οδοιποριας, και δεν εχω τι να βαλω εμπροσθεν αυτου.
7Y el de dentro respondiendo, dijere: No me seas molesto; la puerta está ya cerrada, y mis niños están conmigo en cama; no puedo levantarme, y darte?
7Και εκεινος αποκριθεις εσωθεν ειπη· Μη με ενοχλει· η θυρα ειναι ηδη κεκλεισμενη και τα παιδια μου ειναι μετ' εμου εις την κλινην· δεν δυναμαι να σηκωθω και να σοι δωσω.
8Os digo, que aunque no se levante á darle por ser su amigo, cierto por su importunidad se levantará, y le dará todo lo que habrá menester.
8Σας λεγω· Και αν δεν σηκωθη και δωση εις αυτον, διοτι ειναι φιλος αυτου, τουλαχιστον δια την αναιδειαν αυτου θελει σηκωθη και δωσει εις αυτον οσα χρειαζεται.
9Y yo os digo: Pedid, y se os dará; buscad, y hallaréis; llamad, y os será abierto.
9Και εγω σας λεγω· Αιτειτε και θελει σας δοθη· ζητειτε και θελετε ευρει, κρουετε και θελει σας ανοιχθη.
10Porque todo aquel que pide, recibe; y el que busca, halla; y al que llama, se abre.
10Διοτι πας ο αιτων λαμβανει, και ο ζητων ευρισκει, και εις τον κρουοντα θελει ανοιχθη.
11¿Y cuál padre de vosotros, si su hijo le pidiere pan, le dará una piedra?, ó, si pescado, ¿en lugar de pescado, le dará una serpiente?
11Και εαν τις εξ υμων ηναι πατηρ, και ο υιος αυτου ζητηση αρτον, μηπως θελει δωσει εις αυτον λιθον; και εαν οψαριον, μηπως αντι οψαριου θελει δωσει εις αυτον οφιν;
12O, si le pidiere un huevo, ¿le dará un escorpión?
12η και αν ζητηση ωον, μηπως θελει δωσει εις αυτον σκορπιον;
13Pues si vosotros, siendo malos, sabéis dar buenas dádivas á vuestros hijos, ¿cuánto más vuestro Padre celestial dará el Espíritu Santo á los que lo pidieren de él?
13εαν λοιπον σεις, πονηροι οντες, εξευρετε να διδητε καλας δοσεις εις τα τεκνα σας, ποσω μαλλον ο Πατηρ ο ουρανιος θελει δωσει Πνευμα Αγιον εις τους αιτουντας παρ' αυτου;
14Y estaba él lanzando un demonio, el cual era mudo: y aconteció que salido fuera el demonio, el mudo habló y las gentes se maravillaron.
14[] Και εξεβαλλε δαιμονιον, και αυτο ητο κωφον· αφου δε εξηλθε το δαιμονιον, ελαλησεν ο κωφος, και εθαυμασαν οι οχλοι.
15Mas algunos de ellos decían: En Beelzebub, príncipe de los demonios, echa fuera los demonios.
15Τινες ομως εξ αυτων ειπον· Δια του Βεελζεβουλ του αρχοντος των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια.
16Y otros, tentando, pedían de él señal del cielo.
16Αλλοι δε πειραζοντες εζητουν παρ' αυτου σημειον εξ ουρανου.
17Mas él, conociendo los pensamientos de ellos, les dijo: Todo reino dividido contra sí mismo, es asolado; y una casa dividida contra sí misma, cae.
17Πλην αυτος νοησας τους διαλογισμους αυτων, ειπε προς αυτους· Πασα βασιλεια διαιρεθεισα καθ' εαυτης ερημουται, και οικος διαιρεθεις καθ' εαυτου πιπτει.
18Y si también Satanás está dividido contra sí mismo, ¿cómo estará en pie su reino? porque decís que en Beelzebub echo yo fuera los demonios.
18Εαν λοιπον και ο Σατανας διηρεθη καθ' εαυτου, πως θελει σταθη η βασιλεια αυτου, επειδη λεγετε οτι εγω εκβαλλω τα δαιμονια δια του Βεελζεβουλ.
19Pues si yo echo fuera los demonios en Beelzebub, ¿vuestros hijos en quién los echan fuera? Por tanto, ellos serán vuestros jueces.
19Αλλ' εαν εγω δια του Βεελζεβουλ εκβαλλω τα δαιμονια, οι υιοι σας δια τινος εκβαλλουσι; δια τουτο αυτοι θελουσιν εισθαι κριται σας.
20Mas si por el dedo de Dios echo yo fuera los demonios, cierto el reino de Dios ha llegado á vosotros.
20Αλλ' εαν δια του δακτυλου του Θεου εκβαλλω τα δαιμονια, αρα εφθασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
21Cuando el fuerte armado guarda su atrio, en paz está lo que posee.
21Οταν ο ισχυρος καθωπλισμενος φυλαττη την εαυτου αυλην, τα υπαρχοντα αυτου ειναι εν ειρηνη·
22Mas si sobreviniendo otro más fuerte que él, le venciere, le toma todas sus armas en que confiaba, y reparte sus despojos.
22οταν ομως ο ισχυροτερος αυτου επελθων νικηση αυτον, αφαιρει την πανοπλιαν αυτου, εις την οποιαν εθαρρει, και διαμοιραζει τα λαφυρα αυτου.
23El que no es conmigo, contra mí es; y el que conmigo no recoge, desparrama.
23Οστις δεν ειναι μετ' εμου ειναι κατ' εμου, και οστις δεν συναγει μετ' εμου σκορπιζει.
24Cuando el espíritu inmundo saliere del hombre, anda por lugares secos, buscando reposo; y no hallándolo, dice: Me volveré á mi casa de donde salí.
24Οταν το ακαθαρτον πνευμα εξελθη απο του ανθρωπου, διερχεται δι' ανυδρων τοπων και ζητει αναπαυσιν, και μη ευρισκον λεγει· ας υποστρεψω εις τον οικον μου οθεν εξηλθον·
25Y viniendo, la halla barrida y adornada.
25και ελθον ευρισκει αυτον σεσαρωμενον και εστολισμενον.
26Entonces va, y toma otros siete espíritus peores que él; y entrados, habitan allí: y lo postrero del tal hombre es peor que lo primero.
26Τοτε υπαγει και παραλαμβανει επτα αλλα πνευματα πονηροτερα εαυτου, και εισελθοντα κατοικουσιν εκει, και γινονται τα εσχατα του ανθρωπου εκεινου χειροτερα των πρωτων.
27Y aconteció que diciendo estas cosas, una mujer de la compañía, levantando la voz, le dijo: Bienaventurado el vientre que te trajo, y los pechos que mamaste.
27[] Και ενω αυτος ελεγε ταυτα, γυνη τις εκ του οχλου υψωσασα φωνην, ειπε προς αυτον· Μακαρια η κοιλια ητις σε εβαστασε, και οι μαστοι, τους οποιους εθηλασας.
28Y él dijo: Antes bienaventurados los que oyen la palabra de Dios, y la guardan.
28Αυτος δε ειπε· Μακαριοι μαλλον οι ακουοντες τον λογον του Θεου και φυλαττοντες αυτον.
29Y juntándose las gentes á él, comenzó á decir: Esta generación mala es: señal busca, mas señal no le será dada, sino la señal de Jonás.
29[] Και ενω οι οχλοι συνηθροιζοντο, ηρχισε να λεγη· Η γενεα αυτη ειναι πονηρα· σημειον ζητει, και σημειον δεν θελει δοθη εις αυτην ειμη το σημειον Ιωνα του προφητου.
30Porque como Jonás fué señal á los Ninivitas, así también será el Hijo del hombre á esta generación.
30Διοτι καθως ο Ιωνας εγεινε σημειον εις τους Νινευιτας, ουτω θελει εισθαι και ο Υιος του ανθρωπου εις την γενεαν ταυτην.
31La reina del Austro se levantará en juicio con los hombres de esta generación, y los condenará; porque vino de los fines de la tierra á oir la sabiduría de Salomón; y he aquí más que Salomón en este lugar.
31Η βασιλισσα του νοτου θελει σηκωθη εν τη κρισει μετα των ανθρωπων της γενεας ταυτης και θελει κατακρινει αυτους, διοτι ηλθεν εκ των περατων της γης δια να ακουση την σοφιαν του Σολομωντος, και ιδου, πλειοτερον του Σολομωντος ειναι εδω.
32Los hombres de Nínive se levantarán en juicio con esta generación, y la condenarán; porque á la predicación de Jonás se arrepintieron; y he aquí más que Jonás en este lugar.
32Οι ανδρες της Νινευι θελουσιν αναστηθη εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και θελουσι κατακρινει αυτην, διοτι μετενοησαν εις το κηρυγμα του Ιωνα, και ιδου, πλειοτερον του Ιωνα ειναι εδω.
33Nadie pone en oculto la antorcha encendida, ni debajo del almud, sino en el candelero, para que los que entran vean la luz.
33Ουδεις δε λυχνον αναψας θετει εις τοπον αποκρυφον ουδε υπο τον μοδιον, αλλ' επι τον λυχνοστατην, δια να βλεπωσι το φως οι εισερχομενοι.
34La antorcha del cuerpo es el ojo: pues si tu ojo fuere simple, también todo tu cuerpo será resplandeciente; mas si fuere malo, también tu cuerpo será tenebroso.
34Ο λυχνος του σωματος ειναι ο οφθαλμος· οταν λοιπον ο οφθαλμος σου ηναι καθαρος, και ολον το σωμα σου ειναι φωτεινον· αλλ' οταν ηναι πονηρος, και το σωμα σου ειναι σκοτεινον.
35Mira pues, si la lumbre que en ti hay, es tinieblas.
35Προσεχε λοιπον μηποτε το φως το εν σοι ηναι σκοτος.
36Así que, siendo todo tu cuerpo resplandeciente, no teniendo alguna parte de tinieblas, será todo luminoso, como cuando una antorcha de resplandor te alumbra.
36Εαν λοιπον ολον το σωμα σου ηναι φωτεινον, μη εχον τι μερος σκοτεινον, θελει εισθαι φωτεινον ολον, καθως οταν ο λυχνος σε φωτιζη δια της λαμψεως.
37Y luego que hubo hablado, rogóle un Fariseo que comiese con él: y entrado Jesús, se sentó á la mesa.
37[] Και αφου ελαλησε ταυτα, Φαρισαιος τις παρεκαλει αυτον να γευματιση εν τω οικω αυτου· εισελθων δε εκαθησεν εις την τραπεζαν.
38Y el Fariseo, como lo vió, maravillóse de que no se lavó antes de comer.
38Ο δε Φαρισαιος ιδων εθαυμασεν οτι δεν ενιφθη πρωτον πριν του γευματος.
39Y el Señor le dijo: Ahora vosotros los Fariseos lo de fuera del vaso y del plato limpiáis; mas lo interior de vosotros está lleno de rapiña y de maldad.
39Και ο Κυριος ειπε προς αυτον· Τωρα σεις οι Φαρισαιοι το εξωθεν του ποτηριου και του πινακιου καθαριζετε, το δε εσωτερικον σας γεμει αρπαγης και πονηριας.
40Necios, ¿el que hizo lo de fuera, no hizo también lo de dentro?
40Αφρονες, εκεινος οστις εκαμε το εξωθεν δεν εκαμε και το εσωθεν;
41Empero de lo que os resta, dad limosna; y he aquí todo os será limpio.
41Πλην δοτε ελεημοσυνην τα υπαρχοντα υμων, και ιδου, τα παντα ειναι καθαρα εις εσας.
42Mas ay de vosotros, Fariseos! que diezmáis la menta, y la ruda, y toda hortliza; mas el juicio y la caridad de Dios pasáis de largo. Pues estas cosas era necesario hacer, y no dejar las otras.
42Αλλ' ουαι εις εσας τους Φαρισαιους, διοτι αποδεκατιζετε το ηδυοσμον και το πηγανον και παν λαχανον, και παραβλεπετε την κρισιν και την αγαπην του Θεου· ταυτα επρεπε να καμητε και εκεινα να μη αφησητε.
43Ay de vosotros, Fariseos! que amáis las primeras sillas en las sinagogas, y las salutaciones en las plazas.
43Ουαι εις εσας τους Φαρισαιους, διοτι αγαπατε την πρωτοκαθεδριαν εν ταις συναγωγαις και τους ασπασμους εν ταις αγοραις.
44Ay de vosotros, escribas y Fariseos, hipócritas! que sois como sepulcros que no se ven, y los hombres que andan encima no lo saben.
44Ουαι εις εσας, γραμματεις και Φαρισαιοι, υποκριται, διοτι εισθε ως τα μνημεια, τα οποια δεν φαινονται, και οι ανθρωποι οι περιπατουντες επανω δεν γνωριζουσιν.
45Y respondiendo uno de los doctores de la ley, le dice: Maestro, cuando dices esto, también nos afrentas á nosotros.
45Αποκριθεις δε τις των νομικων, λεγει προς αυτον· Διδασκαλε, ταυτα λεγων και ημας υβριζεις.
46Y él dijo: Ay de vosotros también, doctores de la ley! que cargáis á los hombres con cargas que no pueden llevar; mas vosotros ni aun con un dedo tocáis las cargas.
46Ο δε ειπε· Και εις εσας τους νομικους ουαι, διοτι φορτιζετε τους ανθρωπους φορτια δυσβαστακτα, και σεις με ενα των δακτυλων σας δεν εγγιζετε τα φορτια.
47Ay de vosotros! que edificáis los sepulcros de los profetas, y los mataron vuestros padres.
47Ουαι εις εσας, διοτι οικοδομειτε τα μνημεια των προφητων, οι δε πατερες σας εφονευσαν αυτους.
48De cierto dais testimonio que consentís en los hechos de vuestros padres; porque á la verdad ellos los mataron, mas vosotros edificáis sus sepulcros.
48Αρα μαρτυρειτε και συμφωνειτε εις τα εργα των πατερων σας, διοτι αυτοι μεν εφονευσαν αυτους, σεις δε οικοδομειτε τα μνημεια αυτων.
49Por tanto, la sabiduría de Dios también dijo: Enviaré á ellos profetas y apóstoles; y de ellos á unos matarán y á otros perseguirán;
49Δια τουτο και η σοφια του Θεου ειπε· Θελω αποστειλει εις αυτους προφητας και αποστολους, και εξ αυτων θελουσι φονευσει και εκδιωξει,
50Para que de esta generación sea demandada la sangre de todos los profetas, que ha sido derramada desde la fundación del mundo;
50δια να εκζητηθη το αιμα παντων των προφητων, το εκχυνομενον απο της αρχης του κοσμου, απο της γενεας ταυτης,
51Desde la sangre de Abel, hasta la sangre de Zacarías, que murió entre el altar y el templo: así os digo, será demandada de esta generación.
51απο του αιματος του Αβελ εως του αιματος Ζαχαριου του φονευθεντος μεταξυ του θυσιαστηριου και του ναου· ναι, σας λεγω, θελει εκζητηθη απο της γενεας ταυτης.
52Ay de vosotros, doctores de la ley! que habéis quitado la llave de la ciencia; vosotros mismos no entrasteis, y á los que entraban impedisteis.
52Ουαι εις εσας τους νομικους, διοτι αφηρεσατε το κλειδιον της γνωσεως· σεις δεν εισηλθετε και τους εισερχομενους ημποδισατε.
53Y diciéndoles estas cosas, los escribas y los Fariseos comenzaron á apretar le en gran manera, y á provocarle á que hablase de muchas cosas;
53Ενω δε αυτος ελεγε ταυτα προς αυτους, ηρχισαν οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι να διεγειρωσιν αυτον σφοδρα και να βιαζωσιν αυτον να ομιληση, ερωτωντες περι πολλων,
54Acechándole, y procurando cazar algo de su boca para acusarle.
54ενεδρευοντες αυτον και ζητουντες να αρπασωσι τι απο του στοματος αυτου, δια να κατηγορησωσιν αυτον.