1EN aquellos días, como hubo gran gentío, y no tenían qué comer, Jesús llamó á sus discípulos, y les dijo:
1[] Εν εκειναις ταις ημεραις, επειδη ητο παμπολυς οχλος και δεν ειχον τι να φαγωσι, προσκαλεσας ο Ιησους τους μαθητας αυτου λεγει προς αυτους·
2Tengo compasión de la multitud, porque ya hace tres días que están conmigo, y no tienen qué comer:
2Σπλαγχνιζομαι δια τον οχλον, οτι τρεις ηδη ημερας μενουσι πλησιον μου και δεν εχουσι τι να φαγωσι·
3Y si los enviare en ayunas á sus casas, desmayarán en el camino; porque algunos de ellos han venido de lejos.
3και εαν απολυσω αυτους νηστεις εις τους οικους αυτων, θελουσιν αποκαμει καθ' οδον· διοτι τινες εξ αυτων ηλθον μακροθεν.
4Y sus discípulos le respondieron: ¿De dónde podrá alguien hartar á estos de pan aquí en el desierto?
4Και απεκριθησαν προς αυτον οι μαθηται αυτου· Ποθεν θελει τις δυνηθη να χορταση τουτους απο αρτων εδω επι της ερημιας;
5Y les pregunto: ¿Cuántos panes tenéis? Y ellos dijeron: Siete.
5Και ηρωτησεν αυτους· Ποσους αρτους εχετε; Οι δε ειπον· Επτα.
6Entonces mandó á la multitud que se recostase en tierra; y tomando los siete panes, habiendo dado gracias, partió, y dió á sus discípulos que los pusiesen delante: y los pusieron delante á la multitud.
6Και προσεταξε τον οχλον να καθησωσιν επι της γης· και λαβων τους επτα αρτους, αφου ευχαριστησεν, εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν του οχλου· και εβαλον.
7Tenían también unos pocos pececillos: y los bendijo, y mandó que también los pusiesen delante.
7Ειχον και ολιγα οψαρακια· και ευλογησας ειπε να βαλωσι και αυτα.
8Y comieron, y se hartaron: y levantaron de los pedazos que habían sobrado, siete espuertas.
8Εφαγον δε και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν περισσευματα κλασματων επτα σπυριδας.
9Y eran los que comieron, como cuatro mil: y los despidió.
9Ησαν δε οι φαγοντες ως τετρακισχιλιοι· και απελυσεν αυτους.
10Y luego entrando en el barco con sus discípulos, vino á las partes de Dalmanutha.
10[] Και ευθυς εμβας εις το πλοιον μετα των μαθητων αυτου, ηλθεν εις τα μερη Δαλμανουθα.
11Y vinieron los Fariseos, y comenzaron á altercar con él, pidiéndole señal del cielo, tentándole.
11Και εξηλθον οι Φαρισαιοι και ηρχισαν να καμνωσιν ερωτησεις προς αυτον, και εζητουν παρ' αυτου σημειον απο του ουρανου, πειραζοντες αυτον.
12Y gimiendo en su espíritu, dice: ¿Por qué pide señal esta generación? De cierto os digo que no se dará señal á esta generación.
12Τοτε αναστεναξας εκ καρδιας αυτου, λεγει· Δια τι η γενεα αυτη σημειον ζητει; αληθως σας λεγω, δεν θελει δοθη εις την γενεαν ταυτην σημειον.
13Y dejándolos, volvió á entrar en el barco, y se fué de la otra parte.
13Και αφησας αυτους εισηλθε παλιν εις το πλοιον και απηλθεν εις το περαν.
14Y se habían olvidado de tomar pan, y no tenían sino un pan consigo en el barco.
14Ελησμονησαν δε να λαβωσιν αρτους και δεν ειχον μεθ' εαυτων εν τω πλοιω ειμη ενα αρτον.
15Y les mandó, diciendo: Mirad, guardaos de la levadura de los Fariseos, y de la levadura de Herodes.
15Και παρηγγελλεν εις αυτους, λεγων· Βλεπετε, προσεχετε απο της ζυμης των Φαρισαιων και της ζυμης του Ηρωδου.
16Y altercaban los unos con los otros diciendo: Pan no tenemos.
16Και διελογιζοντο προς αλληλους, λεγοντες οτι αρτους δεν εχομεν.
17Y como Jesús lo entendió, les dice: ¿Qué altercáis, porque no tenéis pan? ¿no consideráis ni entendéis? ¿aun tenéis endurecido vuestro corazón?
17Νοησας δε ο Ιησους, λεγει προς αυτους· Τι διαλογιζεσθε οτι δεν εχετε αρτους; ετι δεν νοειτε ουδε καταλαμβανετε; ετι πεπωρωμενην εχετε την καρδιαν σας;
18¿Teniendo ojos no veis, y teniendo oídos no oís? ¿y no os acordáis?
18οφθαλμους εχοντες δεν βλεπετε, και ωτα εχοντες δεν ακουετε; και δεν ενθυμεισθε;
19Cuando partí los cinco panes entre cinco mil, ¿cuántas espuertas llenas de los pedazos alzasteis? Y ellos dijeron: Doce.
19οτε εκοψα τους πεντε αρτους εις τους πεντακισχιλιους, ποσους κοφινους πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Λεγουσι προς αυτον· δωδεκα.
20Y cuando los siete panes entre cuatro mil, ¿cuántas espuertas llenas de los pedazos alzasteis? Y ellos dijeron: Siete.
20Και οτε τους επτα εις τους τετρακισχιλιους, ποσας σπυριδας πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Οι δε ειπον· Επτα.
21Y les dijo: ¿Cómo aún no entendéis?
21Και ελεγε προς αυτους· Πως δεν καταλαμβανετε;
22Y vino á Bethsaida; y le traen un ciego, y le ruegan que le tocase.
22[] Και ερχεται εις Βηθσαιδαν. Και φερουσι προς αυτον τυφλον και παρακαλουσιν αυτον να εγγιση αυτον.
23Entonces, tomando la mano del ciego, le sacó fuera de la aldea; y escupiendo en sus ojos, y poniéndole las manos encima, le preguntó si veía algo.
23Και πιασας την χειρα του τυφλου, εφερεν αυτον εξω της κωμης και πτυσας εις τα ομματα αυτου, επεθεσεν επ' αυτον τας χειρας και ηρωτα αυτον αν βλεπη τι.
24Y él mirando, dijo: Veo los hombres, pues veo que andan como árboles.
24Και αναβλεψας ελεγε· Βλεπω τους ανθρωπους, ο, τι ως δενδρα βλεπω περιπατουντας.
25Luego le puso otra vez las manos sobre sus ojos, y le hizo que mirase; y fué restablecido, y vió de lejos y claramente á todos.
25Επειτα παλιν επεθεσε τας χειρας επι τους οφθαλμους αυτου και εκαμεν αυτον να αναβλεψη, και αποκατεσταθη η ορασις αυτου, και ειδε καθαρως απαντας.
26Y envióle á su casa, diciendo: No entres en la aldea, ni lo digas á nadie en la aldea.
26Και απεστειλεν αυτον εις τον οικον αυτου, λεγων· Μηδε εις την κωμην εισελθης μηδε ειπης τουτο εις τινα εν τη κωμη.
27Y salió Jesús y sus discípulos por las aldeas de Cesarea de Filipo. Y en el camino preguntó á sus discípulos, diciéndoles: ¿Quién dicen los hombres que soy yo?
27[] Και εξηλθεν ο Ιησους και οι μαθηται αυτου εις τας κωμας της Καισαρειας Φιλιππου· και καθ' οδον ηρωτα τους μαθητας αυτου, λεγων προς αυτους· Τινα με λεγουσιν οι ανθρωποι οτι ειμαι;
28Y ellos respondieron: Juan Bautista; y otros, Elías; y otros, Alguno de los profetas.
28Οι δε απεκριθησαν· Ιωαννην τον Βαπτιστην, και αλλοι τον Ηλιαν, αλλοι δε ενα των προφητων.
29Entonces él les dice: Y vosotros, ¿quién decís que soy yo? Y respondiendo Pedro, le dice: Tú eres el Cristo.
29Και αυτος λεγει προς αυτους· Αλλα σεις τινα με λεγετε οτι ειμαι; Και αποκριθεις ο Πετρος, λεγει προς αυτον· Συ εισαι ο Χριστος.
30Y les apercibió que no hablasen de él á ninguno.
30Και παρηγγειλεν αυστηρως εις αυτους να μη λεγωσιν εις μηδενα περι αυτου.
31Y comenzó á enseñarles, que convenía que el Hijo del hombre padeciese mucho, y ser reprobado de los ancianos, y de los príncipes de los sacerdotes, y de los escribas, y ser muerto, y resucitar después de tres días.
31Και ηρχισε να διδασκη αυτους οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα, και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη, και μετα τρεις ημερας να αναστηθη·
32Y claramente decía esta palabra. Entonces Pedro le tomó, y le comenzó á reprender.
32και ελαλει τον λογον παρρησια. Και παραλαβων αυτον ο Πετρος κατ' ιδιαν, ηρχισε να επιτιμα αυτον.
33Y él, volviéndose y mirando á sus discípulos, riñó á Pedro, diciendo: Apártate de mí, Satanás; porque no sabes las cosas que son de Dios, sino las que son de los hombres.
33Ο δε επιστραφεις και ιδων τους μαθητας αυτου, επετιμησε τον Πετρον λεγων· Υπαγε οπισω μου, Σατανα· διοτι δεν φρονεις τα του Θεου, αλλα τα των ανθρωπων.
34Y llamando á la gente con sus discípulos, les dijo: Cualquiera que quisiere venir en pos de mí, niéguese á sí mismo, y tome su cruz, y sígame.
34Και προσκαλεσας τον οχλον μετα των μαθητων αυτου, ειπε προς αυτους· Οστις θελει να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου, και ας με ακολουθη.
35Porque el que quisiere salvar su vida, la perderá; y el que perdiere su vida por causa de mí y del evangelio, la salvará.
35Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην· και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν εμου και του ευαγγελιου, ουτος θελει σωσει αυτην.
36Porque ¿qué aprovechará al hombre, si granjeare todo el mundo, y pierde su alma?
36Επειδη τι θελει ωφελησει τον ανθρωπον, εαν κερδηση τον κοσμον ολον και ζημιωθη την ψυχην αυτου;
37¿O qué recompensa dará el hombre por su alma?
37Η τι θελει δωσει ο ανθρωπος εις ανταλλαγην της ψυχης αυτου;
38Porque el que se avergonzare de mí y de mis palabras en esta generación adulterina y pecadora, el Hijo del hombre se avergonzará también de él, cuando vendrá en la gloria de su Padre con los santos ángeles.
38Διοτι οστις αισχυνθη δι' εμε και δια τους λογους μου εν τη γενεα ταυτη τη μοιχαλιδι και αμαρτωλω, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αισχυνθη δι' αυτον, οταν ελθη εν τη δοξη του Πατρος αυτου μετα των αγγελων.