1Y VIENDO las gentes, subió al monte; y sentándose, se llegaron á él sus discípulos.
1[] Ιδων δε τους οχλους, ανεβη εις το ορος και αφου εκαθησε, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται αυτου,
2Y abriendo su boca, les enseñaba, diciendo:
2και ανοιξας το στομα αυτου εδιδασκεν αυτους, λεγων.
3Bienaventurados los pobres en espíritu: porque de ellos es el reino de los cielos.
3[] Μακαριοι οι πτωχοι τω πνευματι, διοτι αυτων ειναι η βασιλεια των ουρανων.
4Bienaventurados los que lloran: porque ellos recibirán consolación.
4Μακαριοι οι πενθουντες, διοτι αυτοι θελουσι παρηγορηθη.
5Bienaventurados los mansos: porque ellos recibirán la tierra por heredad.
5Μακαριοι οι πραεις, διοτι αυτοι θελουσι κληρονομησει την γην.
6Bienaventurados los que tienen hambre y sed de justicia: porque ellos serán hartos.
6Μακαριοι οι πεινωντες και διψωντες την δικαιοσυνην, διοτι αυτοι θελουσι χορτασθη.
7Bienaventurados los misericordiosos: porque ellos alcanzarán misericordia.
7Μακαριοι οι ελεημονες, διοτι αυτοι θελουσιν ελεηθη.
8Bienaventurados los de limpio corazón: porque ellos verán á Dios.
8Μακαριοι οι καθαροι την καρδιαν, διοτι αυτοι θελουσιν ιδει τον Θεον.
9Bienaventurados los pacificadores: porque ellos serán llamados hijos de Dios.
9Μακαριοι οι ειρηνοποιοι, διοτι αυτοι θελουσιν ονομασθη υιοι Θεου.
10Bienaventurados los que padecen persecución por causa de la justicia: porque de ellos es el reino de los cielos.
10Μακαριοι οι δεδιωγμενοι ενεκεν δικαιοσυνης, διοτι αυτων ειναι η βασιλεια των ουρανων.
11Bienaventurados sois cuando os vituperaren y os persiguieren, y dijeren de vosotros todo mal por mi causa, mintiendo.
11Μακαριοι εισθε, οταν σας ονειδισωσι και διωξωσι και ειπωσιν εναντιον σας παντα κακον λογον ψευδομενοι ενεκεν εμου.
12Gozaos y alegraos; porque vuestra merced es grande en los cielos: que así persiguieron á los profetas que fueron antes de vosotros.
12Χαιρετε και αγαλλιασθε, διοτι ο μισθος σας ειναι πολυς εν τοις ουρανοις· επειδη ουτως εδιωξαν τους προφητας τους προ υμων.
13Vosotros sois la sal de la tierra: y si la sal se desvaneciere ¿con qué será salada? no vale más para nada, sino para ser echada fuera y hollada de los hombres.
13[] Σεις εισθε το αλας της γης· εαν δε το αλας διαφθαρη, με τι θελει αλατισθη; εις ουδεν πλεον χρησιμευει ειμη να ριφθη εξω και να καταπατηται υπο των ανθρωπων.
14Vosotros sois la luz del mundo: una ciudad asentada sobre un monte no se puede esconder.
14Σεις εισθε το φως του κοσμου· πολις κειμενη επανω ορους δεν δυναται να κρυφθη·
15Ni se enciende una lámpara y se pone debajo de un almud, mas sobre el candelero, y alumbra á todos los que están en casa.
15ουδε αναπτουσι λυχνον και θετουσιν αυτον υπο τον μοδιον, αλλ' επι τον λυχνοστατην, και φεγγει εις παντας τους εν τη οικια.
16Así alumbre vuestra luz delante de los hombres, para que vean vuestras obras buenas, y glorifiquen á vuestro Padre que está en los cielos.
16Ουτως ας λαμψη το φως σας εμπροσθεν των ανθρωπων, δια να ιδωσι τα καλα σας εργα και δοξασωσι τον Πατερα σας τον εν τοις ουρανοις.
17No penséis que he venido para abrogar la ley ó los profetas: no he venido para abrogar, sino á cumplir.
17[] Μη νομισητε οτι ηλθον να καταλυσω τον νομον η τους προφητας· δεν ηλθον να καταλυσω, αλλα να εκπληρωσω.
18Porque de cierto os digo, que hasta que perezca el cielo y la tierra, ni una jota ni un tilde perecerá de la ley, hasta que todas las cosas sean hechas.
18Διοτι αληθως σας λεγω, εως αν παρελθη ο ουρανος και η γη, ιωτα εν η μια κεραια δεν θελει παρελθει απο του νομου, εωσου εκπληρωθωσι παντα.
19De manera que cualquiera que infringiere uno de estos mandamientos muy pequeños, y así enseñare á los hombres, muy pequeño será llamado en el reino de los cielos: mas cualquiera que hiciere y enseñare, éste será llamado grande en el reino de los cielos.
19Οστις λοιπον αθετηση μιαν των εντολων τουτων των ελαχιστων και διδαξη ουτω τους ανθρωπους, ελαχιστος θελει ονομασθη εν τη βασιλεια των ουρανων· οστις δε εκτελεση και διδαξη, ουτος μεγας θελει ονομασθη εν τη βασιλεια των ουρανων.
20Porque os digo, que si vuestra justicia no fuere mayor que la de los escribas y de los Fariseos, no entraréis en el reino de los cielos.
20Επειδη σας λεγω οτι εαν μη περισσευση η δικαιοσυνη σας πλειοτερον της των γραμματεων και Φαρισαιων, δεν θελετε εισελθει εις την βασιλειαν των ουρανων.
21Oísteis que fué dicho á los antiguos: No matarás; mas cualquiera que matare, será culpado del juicio.
21[] Ηκουσατε οτι ερρεθη εις τους αρχαιους, Μη φονευσης· οστις δε φονευση, θελει εισθαι ενοχος εις την κρισιν.
22Mas yo os digo, que cualquiera que se enojare locamente con su hermano, será culpado del juicio; y cualquiera que dijere á su hermano, Raca, será culpado del concejo; y cualquiera que dijere, Fatuo, será culpado del infierno del fuego.
22Εγω ομως σας λεγω οτι πας ο οργιζομενος αναιτιως κατα του αδελφου αυτου θελει εισθαι ενοχος εις την κρισιν· και οστις ειπη προς τον αδελφον αυτου Ρακα, θελει εισθαι ενοχος εις το συνεδριον· οστις δε ειπη Μωρε, θελει εισθαι ενοχος εις την γεενναν του πυρος.
23Por tanto, si trajeres tu presente al altar, y allí te acordares de que tu hermano tiene algo contra ti,
23Εαν λοιπον προσφερης το δωρον σου εις το θυσιαστηριον και εκει ενθυμηθης οτι ο αδελφος σου εχει τι κατα σου,
24Deja allí tu presente delante del altar, y vete, vuelve primero en amistad con tu hermano, y entonces ven y ofrece tu presente.
24αφες εκει το δωρον σου εμπροσθεν του θυσιαστηριου, και υπαγε πρωτον φιλιωθητι με τον αδελφον σου, και τοτε ελθων προσφερε το δωρον σου.
25Concíliate con tu adversario presto, entre tanto que estás con él en el camino; porque no acontezca que el adversario te entregue al juez, y el juez te entregue al alguacil, y seas echado en prisión.
25Ειρηνευσον με τον αντιδικον σου ταχεως, ενοσω εισαι καθ' οδον μετ' αυτου, μηποτε σε παραδωση ο αντιδικος εις τον κριτην και ο κριτης σε παραδωση εις τον υπηρετην, και ριφθης εις φυλακην·
26De cierto te digo, que no saldrás de allí, hasta que pagues el último cuadrante.
26αληθως σοι λεγω, δεν θελεις εξελθει εκειθεν, εωσου αποδωσης το εσχατον λεπτον.
27Oísteis que fué dicho: No adulterarás:
27[] Ηκουσατε οτι ερρεθη εις τους αρχαιους, μη μοιχευσης.
28Mas yo os digo, que cualquiera que mira á una mujer para codiciarla, ya adulteró con ella en su corazón.
28Εγω ομως σας λεγω οτι πας ο βλεπων γυναικα δια να επιθυμηση αυτην ηδη εμοιχευσεν αυτην εν τη καρδια αυτου.
29Por tanto, si tu ojo derecho te fuere ocasión de caer, sácalo, y échalo de ti: que mejor te es que se pierda uno de tus miembros, que no que todo tu cuerpo sea echado al infierno.
29Εαν ο οφθαλμος σου ο δεξιος σε σκανδαλιζη, εκβαλε αυτον και ριψον απο σου· διοτι σε συμφερει να χαθη εν των μελων σου και να μη ριφθη ολον το σωμα σου εις την γεενναν.
30Y si tu mano derecha te fuere ocasión de caer, córtala, y échala de ti: que mejor te es que se pierda uno de tus miembros, que no que todo tu cuerpo sea echado al infierno.
30Και εαν η δεξια σου χειρ σε σκανδαλιζη, εκκοψον αυτην και ριψον απο σου· διοτι σε συμφερει να χαθη εν των μελων σου, και να μη ριφθη ολον το σωμα σου εις την γεενναν.
31También fué dicho: Cualquiera que repudiare á su mujer, déle carta de divorcio:
31Ερρεθη προς τουτοις οτι οστις χωρισθη την γυναικα αυτου, ας δωση εις αυτην διαζυγιον.
32Mas yo os digo, que el que repudiare á su mujer, fuera de causa de fornicación, hace que ella adultere; y el que se casare con la repudiada, comete adulterio.
32Εγω ομως σας λεγω οτι οστις χωρισθη την γυναικα αυτου παρεκτος λογου πορνειας, καμνει αυτην να μοιχευηται, και οστις λαβη γυναικα κεχωρισμενην, γινεται μοιχος.
33Además habéis oído que fué dicho á los antiguos: No te perjurarás; mas pagarás al Señor tus juramentos.
33[] Παλιν ηκουσατε οτι ερρεθη εις τους αρχαιους, Μη επιορκησης, αλλα εκπληρωσον εις τον Κυριον τους ορκους σου.
34Mas yo os digo: No juréis en ninguna manera: ni por el cielo, porque es el trono de Dios;
34Εγω ομως σας λεγω να μη ομοσητε μηδολως· μητε εις τον ουρανον, διοτι ειναι θρονος του Θεου·
35Ni por la tierra, porque es el estrado de sus pies; ni por Jerusalem, porque es la ciudad del gran Rey.
35μητε εις την γην, διοτι ειναι υποποδιον των ποδων αυτου· μητε εις τα Ιεροσολυμα, διοτι ειναι πολις του μεγαλου βασιλεως·
36Ni por tu cabeza jurarás, porque no puedes hacer un cabello blanco ó negro.
36μητε εις την κεφαλην σου να ομοσης, διοτι δεν δυνασαι μιαν τριχα να καμης λευκην η μελαιναν.
37Mas sea vuestro hablar: Sí, sí; No, no; porque lo que es más de esto, de mal procede.
37Αλλ' ας ηναι ο λογος σας Ναι, Ου, υ· το δε πλειοτερον τουτων ειναι εκ του πονηρου.
38Oísteis que fué dicho á los antiguos: Ojo por ojo, y diente por diente.
38[] Ηκουσατε οτι ερρεθη, Οφθαλμον αντι οφθαλμου και οδοντα αντι οδοντος.
39Mas yo os digo: No resistáis al mal; antes á cualquiera que te hiriere en tu mejilla diestra, vuélvele también la otra;
39Εγω ομως σας λεγω να μη αντισταθητε προς τον πονηρον· αλλ' οστις σε ραπιση εις την δεξιαν σου σιαγονα, στρεψον εις αυτον και την αλλην·
40Y al que quisiere ponerte á pleito y tomarte tu ropa, déjale también la capa;
40και εις τον θελοντα να κριθη μετα σου και να λαβη τον χιτωνα σου, αφες εις αυτον και το ιματιον·
41Y á cualquiera que te cargare por una milla, ve con él dos.
41και αν σε αγγαρευση τις μιλιον εν, υπαγε μετ' αυτου δυο.
42Al que te pidiere, dale; y al que quisiere tomar de ti prestado, no se lo rehuses.
42Εις τον ζητουντα παρα σου διδε και τον θελοντα να δανεισθη απο σου μη αποστραφης.
43Oísteis que fué dicho: Amarás á tu prójimo, y aborrecerás á tu enemigo.
43[] Ηκουσατε οτι ερρεθη, θελεις αγαπα τον πλησιον σου και μισει τον εχθρον σου.
44Mas yo os digo: Amad á vuestros enemigos, bendecid á los que os maldicen, haced bien á los que os aborrecen, y orad por los que os ultrajan y os persiguen;
44Εγω ομως σας λεγω, Αγαπατε τους εχθρους σας, ευλογειτε εκεινους, οιτινες σας καταρωνται, ευεργετειτε εκεινους, οιτινες σας μισουσι, και προσευχεσθε υπερ εκεινων, οιτινες σας βλαπτουσι και σας κατατρεχουσι,
45Para que seáis hijos de vuestro Padre que está en los cielos: que hace que su sol salga sobre malos y buenos, y llueve sobre justos é injustos.
45δια να γεινητε υιοι του Πατρος σας του εν τοις ουρανοις, διοτι αυτος ανατελλει τον ηλιον αυτου επι πονηρους και αγαθους και βρεχει επι δικαιους και αδικους.
46Porque si amareis á los que os aman, ¿qué recompensa tendréis? ¿no hacen también lo mismo los publicanos?
46Διοτι εαν αγαπησητε τους αγαπωντας σας, ποιον μισθον εχετε; και οι τελωναι δεν καμνουσι το αυτο;
47Y si abrazareis á vuestros hermanos solamente, ¿qué hacéis de más? ¿no hacen también así los Gentiles?
47και εαν ασπασθητε τους αδελφους σας μονον, τι περισσοτερον καμνετε; και οι τελωναι δεν καμνουσιν ουτως;
48Sed, pues, vosotros perfectos, como vuestro Padre que está en los cielos es perfecto.
48εστε λοιπον σεις τελειοι, καθως ο Πατηρ σας ο εν τοις ουρανοις ειναι τελειος.