1My son, attend unto my wisdom, incline thine ear to my understanding;
1[] Υιε μου, προσεχε εις την σοφιαν μου, κλινον το ωτιον σου εις την συνεσιν μου·
2that thou mayest keep reflection, and that thy lips may preserve knowledge.
2δια να τηρης φρονησιν και τα χειλη σου να φυλαττωσι γνωσιν.
3For the lips of the strange woman drop honey, and her mouth is smoother than oil;
3Διοτι τα χειλη της αλλοτριας γυναικος σταζουσιν ως κηρηθρα μελιτος, και ο ουρανισκος αυτης ειναι μαλακωτερος ελαιου·
4but her end is bitter as wormwood, sharp as a two-edged sword.
4το τελος ομως αυτης ειναι πικρον ως αψινθιον, οξυ ως μαχαιρα διστομος.
5Her feet go down to death; her steps take hold on Sheol.
5Οι ποδες αυτης καταβαινουσιν εις θανατον· τα βηματα αυτης καταντωσιν εις τον αδην.
6Lest she should ponder the path of life, her ways wander, she knoweth not [whither].
6δια να μη γνωρισης την οδον της ζωης, αι πορειαι αυτης ειναι αστατοι και ουχι ευδιαγνωστοι.
7And now, children, hearken unto me, and depart not from the words of my mouth.
7Ακουσατε μου λοιπον τωρα, τεκνα, και μη αποστραφητε τους λογους του στοματος μου.
8Remove thy way far from her, and come not nigh the door of her house:
8Απομακρυνον την οδον σου απ' αυτης, και μη πλησιασης εις την θυραν του οικου αυτης,
9lest thou give thine honour unto others, and thy years unto the cruel;
9δια να μη δωσης την τιμην σου εις αλλους και τα ετη σου εις τους ανελεημονας·
10lest strangers be filled with thy wealth, and the fruits of thy toil [come] into the house of a stranger;
10δια να μη χορτασθωσι ξενοι απο της περιουσιας σου και οι κοποι σου ελθωσιν εις οικον αλλοτριου,
11and thou mourn in thine end, when thy flesh and thy body are consumed;
11και συ στεναζης εις τα εσχατα σου, οταν η σαρξ σου και το σωμα σου καταναλωθωσι,
12and thou say, How have I hated instruction, and my heart despised reproof!
12και λεγης, Πως εμισησα την παιδειαν, και η καρδια μου κατεφρονησε τους ελεγχους,
13and I have not hearkened unto the voice of my teachers, nor inclined mine ear to those that instructed me;
13και δεν υπηκουσα εις την φωνην των διδασκοντων με, ουδε εκλινα το ωτιον μου εις τους νουθετουντας με.
14I was well nigh in all evil in the midst of the congregation and assembly.
14Παρ' ολιγον επεσον εις παν κακον, εν μεσω της συναξεως και της συναγωγης.
15Drink waters out of thine own cistern, and running waters out of thine own well.
15[] Πινε υδατα εκ της δεξαμενης σου και πηγαζοντα εκ του φρεατος σου·
16Thy fountains shall be poured forth, as water-brooks in the broadways.
16Ας εκχεωνται εξω αι πηγαι σου, και τα ρυακια των υδατων σου εις τας πλατειας·
17Let them be only thine own, and not strangers' with thee.
17σου μονου ας ηναι αυτα, και ουχι ξενων μετα σου·
18Let thy fountain be blessed; and have joy of the wife of thy youth.
18η πηγη σου ας ηναι ευλογημενη· και ευφραινου μετα της γυναικος της νεοτητος σου.
19As a lovely hind and a graceful roe, let her breasts satisfy thee at all times: be thou ravished continually with her love.
19Ας ηναι εις σε ως ελαφος ερασμια και δορκας κεχαριτωμενη· ας σε ποτιζωσιν οι μαστοι αυτης εν παντι καιρω· ευφραινου παντοτε εις την αγαπην αυτης.
20And why shouldest thou, my son, be ravished with a strange woman, and embrace the bosom of a stranger?
20Και δια τι, υιε μου, θελεις θελγεσθαι υπο ξενης και θελεις εναγκαλιζεσθαι κολπον αλλοτριας;
21For the ways of man are before the eyes of Jehovah, and he pondereth all his paths.
21Διοτι του ανθρωπου αι οδοι ειναι ενωπιον των οφθαλμων του Κυριου, και σταθμιζει πασας τας πορειας αυτου.
22His own iniquities shall take the wicked, and he shall be holden with the cords of his sin.
22Αι ιδιαι αυτου ανομιαι θελουσι συλλαβει τον ασεβη, και με τα σχοινια της αμαρτιας αυτου θελει σφιγγεσθαι.
23He shall die for want of discipline; and in the greatness of his folly he shall go astray.
23Ουτος θελει αποθανει απαιδευτος και εκ του πληθους της αφροσυνης αυτου θελει περιπλανασθαι.