1{[A Psalm] of David.} Fret not thyself because of evil-doers, and be not envious of them that work unrighteousness;
1[] <<Ψαλμος του Δαβιδ.>> Μη αγανακτει δια τους πονηρευομενους, μηδε ζηλευε τους εργατας της ανομιας.
2for they shall soon be cut down like the grass, and fade as the green herb.
2Διοτι ως χορτος ταχεως θελουσι κοπη, και ως χλωρα βοτανη θελουσι καταμαρανθη.
3Confide in Jehovah, and do good; dwell in the land, and feed on faithfulness;
3Ελπιζε επι Κυριον και πραττε το αγαθον· κατοικει την γην και νεμου την αληθειαν·
4and delight thyself in Jehovah, and he will give thee the desires of thy heart.
4και ευφραινου εν Κυριω, και θελει σοι δωσει τα ζητηματα της καρδιας σου.
5Commit thy way unto Jehovah, and rely upon him: he will bring [it] to pass;
5Αναθες εις τον Κυριον την οδον σου και ελπιζε επ' αυτον, και αυτος θελει ενεργησει·
6and he will bring forth thy righteousness as the light, and thy judgment as the noonday.
6και θελει εξαξει ως φως την δικαιοσυνην σου και την κρισιν σου ως μεσημβριαν.
7Rest in Jehovah, and wait patiently for him: fret not thyself because of him that prospereth in his way, because of the man that bringeth mischievous devices to pass.
7[] Αναπαυου επι τον Κυριον και προσμενε αυτον· μη αγανακτει δια τον κατευοδουμενον εν τη οδω αυτου, δια ανθρωπον πραττοντα παρανομιας.
8Cease from anger, and forsake wrath; fret not thyself: it [would be] only to do evil.
8Παυσον απο θυμου και αφες την οργην· μηδολως αγανακτει ωστε να πραττης πονηρα.
9For evil-doers shall be cut off; but those that wait on Jehovah, they shall possess the land.
9Διοτι οι πονηρευομενοι θελουσιν εξολοθρευθη· οι δε προσμενοντες τον Κυριον, ουτοι θελουσι κληρονομησει την γην.
10For yet a little while, and the wicked is not; and thou considerest his place, but he is not.
10Διοτι ετι μικρον και ο ασεβης δεν θελει υπαρχει· και θελεις ζητησει τον τοπον αυτου, και δεν θελει ευρεθη·
11But the meek shall possess the land, and shall delight themselves in the abundance of prosperity.
11οι πραεις ομως θελουσι κληρονομησει την γην· και θελουσι κατατρυφα εν πολλη ειρηνη.
12The wicked plotteth against the righteous, and gnasheth his teeth against him.
12Ο ασεβης μηχαναται κατα του δικαιου, και τριζει κατ' αυτου τους οδοντας αυτου.
13The Lord laugheth at him; for he seeth that his day is coming.
13Ο Κυριος θελει γελασει επ' αυτω, επειδη βλεπει οτι ερχεται η ημερα αυτου.
14The wicked have drawn out the sword, and have bent their bow, to cast down the afflicted and needy, to slay those that are upright in [the] way:
14Οι ασεβεις εξεσπασαν ρομφαιαν και ενετειναν το τοξον αυτων, δια να καταβαλωσι τον πτωχον και τον πενητα, δια να σφαξωσι τους περιπατουντας εν ευθυτητι.
15their sword shall enter into their own heart, and their bows shall be broken.
15Η ρομφαια αυτων θελει εμβη εις την καρδιαν αυτων, και τα τοξα αυτων θελουσι συντριφθη.
16The little that the righteous hath is better than the abundance of many wicked;
16Καλλιον το ολιγον του δικαιου παρα ο πλουτος πολλων ασεβων.
17for the arms of the wicked shall be broken, but Jehovah upholdeth the righteous.
17Διοτι οι βραχιονες των ασεβων θελουσι συντριφθη· τους δε δικαιους υποστηριζει ο Κυριος.
18Jehovah knoweth the days of the perfect; and their inheritance shall be for ever:
18Γινωσκει ο Κυριος τας ημερας των αμεμπτων· και η κληρονομια αυτων θελει εισθαι εις τον αιωνα·
19they shall not be ashamed in the time of evil, and in the days of famine they shall be satisfied.
19δεν θελουσι καταισχυνθη εν καιρω πονηρω· και εν ημεραις πεινης θελουσι χορτασθη.
20For the wicked shall perish, and the enemies of Jehovah shall be as the fat of lambs: they shall consume, like smoke shall they consume away.
20Οι δε ασεβεις θελουσιν εξολοθρευθη· και οι εχθροι του Κυριου, ως το παχος των αρνιων, θελουσιν αναλωθη· εις καπνον θελουσι διαλυθη.
21The wicked borroweth, and payeth not again; but the righteous is gracious and giveth:
21[] Δανειζεται ο ασεβης και δεν αποδιδει, ο δε δικαιος ελεει και διδει.
22for those blessed of him shall possess the land, and they that are cursed of him shall be cut off.
22Διοτι οι ευλογημενοι αυτου θελουσι κληρονομησει την γην· οι δε κατηραμενοι αυτου θελουσιν εξολοθρευθη.
23The steps of a man are established by Jehovah, and he delighteth in his way:
23Οταν υπο Κυριου κατευθυνωνται τα διαβηματα του ανθρωπου, η οδος αυτου ειναι αρεστη εις αυτον.
24though he fall, he shall not be utterly cast down, for Jehovah upholdeth his hand.
24Εαν πεση, δεν θελει συντριφθη· διοτι ο Κυριος υποστηριζει την χειρα αυτου.
25I have been young, and now am old, and I have not seen the righteous forsaken, nor his seed seeking bread:
25Νεος ημην και ηδη εγηρασα, και δεν ειδον δικαιον εγκαταλελειμμενον ουδε το σπερμα αυτου ζητουν αρτον.
26all the day he is gracious and lendeth, and his seed shall be a blessing.
26Ολην την ημεραν ελεει και δανειζει, και το σπερμα αυτου ειναι εις ευλογιαν.
27Depart from evil, and do good, and dwell for evermore;
27Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον, και θελεις διαμενει εις τον αιωνα.
28for Jehovah loveth judgment, and will not forsake his saints: They are preserved for ever; but the seed of the wicked shall be cut off.
28Διοτι ο Κυριος αγαπα κρισιν, και δεν εγκαταλειπει τους οσιους αυτου· εις τον αιωνα θελουσι διαφυλαχθη· το δε σπερμα των ασεβων θελει εξολοθρευθη.
29The righteous shall possess the land, and dwell therein for ever.
29Οι δικαιοι θελουσι κληρονομησει την γην, και επ' αυτης θελουσι κατοικει εις τον αιωνα.
30The mouth of the righteous proffereth wisdom, and his tongue speaketh judgment;
30Το στομα του δικαιου μελετα σοφιαν, και η γλωσσα αυτου λαλει κρισιν.
31the law of his God is in his heart; his goings shall not slide.
31Ο νομος του Θεου αυτου ειναι εν τη καρδια αυτου· τα διαβηματα αυτου δεν θελουσιν ολισθησει.
32The wicked watcheth the righteous, and seeketh to slay him:
32Κατασκοπευει ο αμαρτωλος τον δικαιον και ζητει να θανατωση αυτον.
33Jehovah will not leave him in his hand, nor condemn him when he is judged.
33Ο Κυριος δεν θελει αφησει αυτον εις τας χειρας αυτου, ουδε θελει καταδικασει αυτον οταν κρινη αυτον.
34Wait for Jehovah, and keep his way, and he will exalt thee to possess the land: when the wicked are cut off, thou shalt see [it].
34[] Προσμενε τον Κυριον και φυλαττε την οδον αυτου, και θελει σε υψωσει δια να κληρονομησης την γην· οταν εξολοθρευθωσιν οι ασεβεις, θελεις ιδει.
35I have seen the wicked in great power, and spreading like a green tree in its native soil:
35Ειδον τον ασεβη υπερυψουμενον και εξηπλωμενον ως την χλωραν δαφνην·
36but he passed away, and behold, he was not; and I sought him, but he was not found.
36αλλ' ηφανισθη· και ιδου, δεν υπηρχε· και εζητησα αυτον, και δεν ευρεθη.
37Mark the perfect, and behold the upright, for the end of [that] man is peace;
37Παρατηρει τον ακακον και βλεπε τον ευθυν, οτι εις τον ειρηνικον ανθρωπον θελει εισθαι εγκαταλειμμα·
38but the transgressors shall be destroyed together; the future of the wicked shall be cut off.
38οι δε παραβαται θελουσιν ολως εξολοθρευθη· των ασεβων το εγκαταλειμμα θελει αποκοπη.
39But the salvation of the righteous is of Jehovah: he is their strength in the time of trouble.
39Των δικαιων ομως η σωτηρια ειναι παρα Κυριου· αυτος ειναι η δυναμις αυτων εν καιρω θλιψεως.
40And Jehovah will help them and deliver them: he will deliver them from the wicked, and save them; for they trust in him.
40Και θελει βοηθησει αυτους ο Κυριος, και ελευθερωσει αυτους· θελει ελευθερωσει αυτους απο ασεβων και σωσει αυτους· διοτι ηλπισαν επ' αυτον.