1{An instruction: of Asaph.} Why, O God, hast thou cast off for ever? [why] doth thine anger smoke against the sheep of thy pasture?
1[] <<Μασχιλ του Ασαφ.>> Δια τι, Θεε, απερριψας ημας διαπαντος; δια τι καπνιζει η οργη σου εναντιον των προβατων της βοσκης σου;
2Remember thine assembly, which thou hast purchased of old, which thou hast redeemed [to be] the portion of thine inheritance, this mount Zion, wherein thou hast dwelt.
2Μνησθητι της συναγωγης σου, την οποιαν απεκτησας απ' αρχης· την ραβδον της κληρονομιας σου, την οποιαν ελυτρωσας· τουτο το ορος Σιων, εν ω κατωκησας.
3Lift up thy steps unto the perpetual desolations: everything in the sanctuary hath the enemy destroyed.
3Κινησον τα βηματα σου προς τας παντοτεινας ερημωσεις, προς παν κακον, το οποιον επραξεν ο εχθρος εν τω αγιαστηριω.
4Thine adversaries roar in the midst of thy place of assembly; they set up their signs [for] signs.
4Οι εχθροι σου βρυχωνται εν τω μεσω των συναγωγων σου· εθεσαν σημαιας τας σημαιας αυτων.
5[A man] was known as he could lift up axes in the thicket of trees;
5Γνωστον εγεινεν· ως εαν τις σηκονων πελεκυν καταφερη επι πυκνα δενδρα,
6And now they break down its carved work altogether, with hatchets and hammers.
6ουτω τωρα αυτοι συνετριψαν δια μιας με πελεκεις και σφυρια, τα πελεκητα εργα αυτου.
7They have set on fire thy sanctuary, they have profaned the habitation of thy name to the ground.
7Κατεκαυσαν εν πυρι το αγιαστηριον σου εως εδαφους· εβεβηλωσαν το κατοικητηριον του ονοματος σου.
8They said in their heart, Let us destroy them together: they have burned up all ùGod's places of assembly in the land.
8Ειπον εν τη καρδια αυτων, Ας εξολοθρευσωμεν αυτους ομου· κατεκαυσαν πασας τας συναγωγας του Θεου εν τη γη.
9We see not our signs; there is no more any prophet, neither is there among us any that knoweth how long.
9Τα σημεια ημων δεν βλεπομεν· δεν υπαρχει πλεον προφητης ουδε γνωριζων μεταξυ ημων το εως ποτε.
10How long, O God, shall the adversary reproach? Shall the enemy contemn thy name for ever?
10Εως ποτε, Θεε, θελει ονειδιζει ο εναντιος; θελει βλασφημει ο εχθρος το ονομα σου διαπαντος;
11Why withdrawest thou thy hand, and thy right hand? [pluck it] out of thy bosom: consume [them].
11Δια τι αποστρεφεις την χειρα σου, και την δεξιαν σου; εκβαλε αυτην εκ μεσου του κολπου σου και αφανισον αυτους.
12But God is my king of old, accomplishing deliverances in the midst of the earth.
12[] Αλλ' ο Θεος ειναι εξ αρχης Βασιλευς μου, εργαζομενος σωτηριαν εν μεσω της γης.
13*Thou* didst divide the sea by thy strength; thou didst break the heads of the monsters on the waters:
13Συ διεχωρισας δια της δυναμεως σου την θαλασσαν· συ συνετριψας τας κεφαλας των δρακοντων εν τοις υδασι.
14*Thou* didst break in pieces the heads of leviathan, thou gavest him to be meat to those that people the desert.
14Συ συνετριψας τας κεφαλας τον Λευιαθαν· εδωκας αυτον βρωσιν εις τον λαον, τον κατοικουντα εν ερημοις.
15*Thou* didst cleave fountain and torrent, *thou* driedst up ever-flowing rivers.
15Συ ηνοιξας πηγας και χειμαρρους· εξηρανας ποταμους δυνατους.
16The day is thine, the night also is thine; *thou* hast prepared the moon and the sun:
16Σου ειναι η ημερα και σου η νυξ· συ ητοιμασας το φως και τον ηλιον.
17*Thou* hast set all the borders of the earth; summer and winter -- *thou* didst form them.
17Συ εθεσας παντα τα ορια της γης· συ εκαμες το θερος και τον χειμωνα.
18Remember this, that an enemy hath reproached Jehovah, and a foolish people have contemned thy name.
18[] Μνησθητι τουτου, οτι ο εχθρος ωνειδισε τον Κυριον· και λαος αφρων εβλασφημησε το ονομα σου.
19Give not up the soul of thy turtle-dove unto the wild beast; forget not the troop of thine afflicted for ever.
19Μη παραδωσης εις τα θηρια την ψυχην της τρυγονος σου· την συναξιν των πενητων σου μη λησμονησης διαπαντος.
20Have respect unto the covenant; for the dark places of the earth are full of the dwellings of violence.
20Επιβλεψον επι την διαθηκην σου· διοτι επλησθησαν οι σκοτεινοι της γης τοποι απο οικων καταδυναστειας.
21Oh let not the oppressed one return ashamed; let the afflicted and needy praise thy name.
21Ας μη στραφη ο ταλαιπωρος εις τα οπισω κατησχυμμενος· ο πτωχος και ο πενης ας επαινωσι το ονομα σου.
22Rise up, O God, plead thine own cause: remember how the foolish man reproacheth thee all the day;
22Αναστα, Θεε· δικασον την δικην σου· μνησθητι του ονειδισμου, τον οποιον εις σε καμνει ο αφρων ολην την ημεραν.
23Forget not the voice of thine adversaries: the tumult of those that rise up against thee ascendeth continually.
23Μη λησμονησης την φωνην των εχθρων σου· ο θορυβος των επανισταμενων κατα σου αυξανει διαπαντος.