1Toen antwoordde Bildad, de Suhiet, en zeide:
1[] Και απεκριθη Βιλδαδ ο Σαυχιτης και ειπεν·
2Heerschappij en vreze zijn bij Hem, Hij maakt vrede in Zijn hoogten.
2Εξουσια και φοβος ειναι μετ' αυτου· εκτελει ειρηνην εις τα υψη αυτου.
3Is er een getal Zijner benden? En over wien staat Zijn licht niet op?
3Υπαρχει αριθμος των στρατευματων αυτου; και επι τινα δεν ανατελλει το φως αυτου;
4Hoe zou dan een mens rechtvaardig zijn bij God, en hoe zou hij zuiver zijn, die van een vrouw geboren is?
4Πως λοιπον δυναται ανθρωπος να δικαιωθη ενωπιον του Θεου; η πως δυναται να ηναι καθαρος ο γεγεννημενος εκ γυναικος;
5Zie, tot de maan toe, en zij zal geen schijnsel geven; en de sterren zijn niet zuiver in Zijn ogen.
5Ιδου, και αυτη η σεληνη δεν ειναι λαμπρα, και οι αστερες δεν ειναι καθαροι ενωπιον αυτου.
6Hoeveel te min de mens, die een made is, en des mensen kind, die een worm is!
6Ποσον ολιγωτερον ο ανθρωπος, σαπρια; και ο υιος του ανθρωπου, ο σκωληξ;