1Hallelujah! Looft den HEERE, want Hij is goed, want Zijn goedertierenheid is in der eeuwigheid.
1[] Αλληλουια. Αινειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος· διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.
2Wie zal de mogendheden des HEEREN uitspreken, al Zijn lof verkondigen?
2Τις δυναται να κηρυξη τα κραταια εργα του Κυριου, να καμη ακουστας πασας τας αινεσεις αυτου;
3Welgelukzalig zijn zij, die het recht onderhouden, die te aller tijd gerechtigheid doet.
3Μακαριοι οι φυλαττοντες κρισιν, οι πραττοντες δικαιοσυνην εν παντι καιρω.
4Gedenk mijner, o HEERE! naar het welbehagen tot Uw volk, bezoek mij met Uw heil;
4Μνησθητι μου, Κυριε, εν τη ευμενεια τη προς τον λαον σου· επισκεφθητι με εν τη σωτηρια σου·
5Opdat ik aanschouwe het goede Uwer uitverkorenen; opdat ik mij verblijde met de blijdschap Uws volks; opdat ik mij beroeme met Uw erfdeel.
5δια να βλεπω το καλον των εκλεκτων σου, δια να ευφραινωμαι εν τη ευφροσυνη του εθνους σου, δια να καυχωμαι μετα της κληρονομιας σου.
6Wij hebben gezondigd, mitsgaders onze vaderen, wij hebben verkeerdelijk gedaan; wij hebben goddelooslijk gehandeld.
6[] Ημαρτησαμεν μετα των πατερων ημων· ηνομησαμεν, ησεβησαμεν.
7Onze vaders in Egypte hebben niet gelet op Uw wonderen; zij zijn der menigte Uwer goedertierenheid niet gedachtig geweest; maar zij waren wederspannig aan de zee, bij de Schelfzee.
7Οι πατερες ημων εν Αιγυπτω δεν ενοησαν τα θαυμασια σου· δεν ενεθυμηθησαν το πληθος του ελεους σου, και σε παρωργισαν εν τη θαλασση, εν τη Ερυθρα θαλασση.
8Doch Hij verloste hen om Zijns Naams wil, opdat Hij Zijn mogendheid bekend maakte.
8Και ομως εσωσεν αυτους δια το ονομα αυτου, δια να καμη γνωστα τα κραταια εργα αυτου.
9En Hij schold de Schelfzee, zodat zij verdroogde, en Hij deed hen wandelen door de afgronden, als door een woestijn.
9Και επετιμησε την Ερυθραν θαλασσαν, και εξηρανθη· και διεβιβασεν αυτους δια των αβυσσων ως δι' ερημου·
10En Hij verloste hen uit de hand des haters, en Hij bevrijdde hen van de hand des vijands.
10και εσωσεν αυτους εκ της χειρος του μισουντος αυτους, και ελυτρωσεν αυτους εκ της χειρος του εχθρου.
11En de wateren overdekten hun wederpartijders; niet een van hen bleef over.
11Και τα υδατα κατεκαλυψαν τους εχθρους αυτων· δεν απελειφθη ουδε εις εξ αυτων.
12Toen geloofden zij aan Zijn woorden; zij zongen Zijn lof.
12Τοτε επιστευσαν εις τους λογους αυτου· εψαλαν την αινεσιν αυτου.
13Doch zij vergaten haast Zijn werken, zij verbeidden naar Zijn raad niet.
13[] Πλην ταχεως ελησμονησαν τα εργα αυτου· δεν περιεμειναν την βουλην αυτου·
14Maar zij werden belust met lust in de woestijn, en zij verzochten God in de wildernis.
14Αλλ' επεθυμησαν επιθυμιαν εν τη ερημω, και επειρασαν τον Θεον εν τη ανυδρω.
15Toen gaf Hij hun hun begeerte; maar Hij zond aan hun zielen een magerheid.
15Και εδωκεν εις αυτους την αιτησιν αυτων· απεστειλεν ομως εις αυτους νοσον θανατηφορον.
16En zij benijdden Mozes in het leger, en Aaron, den heilige des HEEREN.
16Εφθονησαν ετι τον Μωυσην εν τω στρατοπεδω και τον Ααρων τον αγιον του Κυριου.
17De aarde deed zich open, en verslond Dathan, en overdekte de vergadering van Abiram.
17Η γη ηνοιξε και κατεπιε τον Δαθαν, και εσκεπασε την συναγωγην του Αβειρων·
18En een vuur brandde onder hun vergadering, een vlam stak de goddelozen aan brand.
18και πυρ εξηφθη εν τη συναγωγη αυτων· η φλοξ κατεκαυσε τους ασεβεις.
19Zij maakten een kalf bij Horeb, en zij bogen zich voor een gegoten beeld.
19Κατεσκευασαν μοσχον εν Χωρηβ, και προσεκυνησαν το χωνευτον·
20En zij veranderden hun Eer in de gedaante van een os, die gras eet.
20και μετηλλαξαν την δοξαν αυτων εις ομοιωμα βοος τρωγοντος χορτον.
21Zij vergaten God, hun Heiland, Die grote dingen gedaan had in Egypte;
21Ελησμονησαν τον Θεον τον σωτηρα αυτων τον ποιησαντα μεγαλεια εν Αιγυπτω,
22Wonderdaden in het land van Cham; vreselijke dingen aan de Schelfzee.
22θαυμασια εν γη Χαμ, φοβερα εν τη Ερυθρα θαλασση.
23Dies Hij zeide, dat Hij hen verdelgen zou, ten ware Mozes, Zijn uitverkorene, in de scheure voor Zijn aangezicht gestaan had, om Zijn grimmigheid af te keren, dat Hij hen niet verdierf.
23Και ειπε να εξολοθρευση αυτους, αν ο Μωυσης ο εκλεκτος αυτου δεν ιστατο εν τη θραυσει ενωπιον αυτου, δια να αποστρεψη την οργην αυτου, ωστε να μη αφανιση αυτους.
24Zij versmaadden ook het gewenste land; zij geloofden Zijn woord niet.
24Κατεφρονησαν ετι την γην την επιθυμητην· δεν επιστευσαν εις τον λογον αυτου·
25Maar zij murmureerden in hun tenten; naar de stem des HEEREN hoorden zij niet.
25και εγογγυσαν εν ταις σκηναις αυτων· δεν εισηκουσαν της φωνης του Κυριου.
26Dies hief Hij tegen hen Zijn hand op, zwerende dat Hij hen nedervellen zou in de woestijn;
26Δια τουτο εσηκωσε την χειρα αυτου κατ' αυτων, δια να καταστρεψη αυτους εν τη ερημω.
27En dat Hij hun zaad zou nedervellen onder de heidenen, en hen verstrooien zou door de landen.
27και να στρεψη το σπερμα αυτων μεταξυ των εθνων και να διασκορπιση αυτους εις τους τοπους.
28Ook hebben zij zich gekoppeld aan Baal-Peor, en zij hebben de offeranden der doden gegeten.
28Και προσεκολληθησαν εις τον Βεελ-φεγωρ, και εφαγον θυσιας νεκρων·
29En zij hebben den HEERE tot toorn verwekt met hun daden, zodat de plaag een inbreuk onder hen deed.
29και παρωξυναν αυτον εν τοις εργοις αυτων, ωστε εφωρμησεν επ' αυτους η πληγη.
30Toen stond Pinehas op, en hij oefende gericht, en de plaag werd opgehouden.
30Αλλα σταθεις ο Φινεες εκαμε κρισιν· και η πληγη επαυσε·
31En het is hem gerekend tot gerechtigheid, van geslacht tot geslacht tot in eeuwigheid.
31και ελογισθη εις αυτον δια δικαιοσυνην, εις γενεαν και γενεαν εως αιωνος.
32Zij maakten Hem ook zeer toornig aan het twistwater, en het ging Mozes kwalijk om hunnentwil.
32Και παρωξυναν αυτον εν τοις υδασι της αντιλογιας, και επαθε κακως ο Μωυσης δι' αυτους·
33Want zij verbitterden zijn geest, zodat hij wat onbedachtelijk voortbracht met zijn lippen.
33διοτι παρωργισαν το πνευμα αυτου, ωστε ελαλησεν αστοχαστως δια των χειλεων αυτου.
34Zij hebben die volken niet verdelgd, die de HEERE hun gezegd had;
34[] Δεν εξωλοθρευσαν τα εθνη τα οποια ο Κυριος προσεταξεν εις αυτους·
35Maar zij vermengden zich met de heidenen, en leerden derzelver werken.
35αλλ' εσμιχθησαν μετα των εθνων και εμαθον τα εργα αυτων·
36En zij dienden hun afgoden, en zij werden hun tot een strik.
36και ελατρευσαν τα γλυπτα αυτων, τα οποια εγειναν παγις εις αυτους·
37Daarenboven hebben zij hun zonen en hun dochteren den duivelen geofferd.
37και εθυσιασαν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων εις τα δαιμονια·
38En zij hebben onschuldig bloed vergoten, het bloed hunner zonen en hunner dochteren, die zij den afgoden van Kanaan hebben opgeofferd; zodat het land door deze bloedschulden is ontheiligd geworden.
38Και εχυσαν αιμα αθωον, το αιμα των υιων αυτων και των θυγατερων αυτων τους οποιους εθυσιασαν εις τα γλυπτα της Χανααν· και εμιανθη η γη εξ αιματων.
39En zij ontreinigden zich door hun werken, en zij hebben gehoereerd door hun daden.
39Και εμολυνθησαν με τα εργα αυτων, και επορνευσαν με τας πραξεις αυτων.
40Dies is de toorn des HEEREN ontstoken tegen Zijn volk, en Hij heeft een gruwel gehad aan Zijn erfdeel.
40Δια τουτο η οργη του Κυριου εξηφθη κατα του λαου αυτου, και εβδελυχθη την κληρονομιαν αυτου,
41En Hij gaf hen in de hand der heidenen, en hun haters heersten over hen.
41Και παρεδωκεν αυτους εις τας χειρας των εθνων· και εκυριευσαν αυτους οι μισουντες αυτους.
42En hun vijanden hebben hen verdrukt, en zij zijn vernederd geworden onder hun hand.
42Και εθλιψαν αυτους οι εχθροι αυτων, και εταπεινωθησαν υπο τας χειρας αυτων.
43Hij heeft hen menigmaal gered; maar zij verbitterden Hem door hun raad, en werden uitgeteerd door hun ongerechtigheid.
43Πολλακις ελυτρωσεν αυτους, αλλ' αυτοι παρωργισαν αυτον με τας βουλας αυτων· διο εταπεινωθησαν δια την ανομιαν αυτων.
44Nochtans zag Hij hun benauwdheid aan, als Hij hun geschrei hoorde.
44Πλην επεβλεψεν επι την θλιψιν αυτων, οτε ηκουσε την κραυγην αυτων·
45En Hij dacht tot hun beste aan Zijn verbond, en het berouwde Hem naar de veelheid Zijner goedertierenheden.
45και ενεθυμηθη την προς αυτους διαθηκην αυτου και μετεμεληθη κατα το πληθος του ελεους αυτου.
46Dies gaf Hij hun barmhartigheid voor het aangezicht van allen, die hen gevangen hadden.
46Και εκαμεν αυτους να ευρωσιν ελεος ενωπιον παντων των αιχμαλωτισαντων αυτους.
47Verlos ons, HEERE, onze God! en verzamel ons uit de heidenen, opdat wij den Naam Uwer heiligheid loven, ons beroemende in Uw lof.
47Σωσον ημας, Κυριε ο Θεος ημων, και συναγαγε ημας απο των εθνων, δια να δοξολογωμεν το ονομα σου το αγιον και να καυχωμεθα εις την αινεσιν σου.
48Geloofd zij de HEERE, de God Israels, van eeuwigheid en tot in eeuwigheid; en al het volk zegge: Amen, Hallelujah!
48Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, απο του αιωνος και εως του αιωνος· και ας λεγη πας ο λαος, Αμην. Αλληλουια.