1Looft den HEERE, want Hij is goed; want Zijn goedertierenheid is in der eeuwigheid.
1[] Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.
2Dat zulks de bevrijden des HEEREN zeggen, die Hij van de hand der wederpartijders bevrijd heeft.
2Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου·
3En die Hij uit de landen verzameld heeft, van het oosten en van het westen, van het noorden en van de zee.
3και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου.
4Die in de woestijn dwaalden, in een weg der wildernis, die geen stad ter woning vonden;
4Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω· ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν.
5Zij waren hongerig, ook dorstig; hun ziel was in hen overstelpt.
5Ησαν πεινωντες και διψωντες· η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις.
6Doch roepende tot den HEERE in de benauwdheid, die zij hadden, heeft Hij hen gered uit hun angsten;
6Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων· και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων.
7En Hij leidde hen op een rechten weg, om te gaan tot een stad ter woning.
7Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας.
8Laat hen voor den HEERE Zijn goedertierenheid loven, en Zijn wonderwerken voor de kinderen der mensen.
8Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων·
9Want Hij heeft de dorstige ziel verzadigd, en de hongerige ziel met goed vervuld;
9Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων.
10Die in duisternis en de schaduw des doods zaten, gebonden met verdrukking en ijzer;
10[] Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω·
11Omdat zij wederspannig waren geweest tegen Gods geboden, en den raad des Allerhoogsten onwaardiglijk verworpen hadden.
11διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν·
12Waarom Hij hun het hart door zwarigheid vernederd heeft; zij zijn gestruikeld, en er was geen helper.
12δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω· επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων.
13Doch roepende tot den HEERE in de benauwdheid, die zij hadden, verloste Hij hen uit hun angsten.
13Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων·
14Hij voerde hen uit de duisternis en de schaduw des doods, en Hij brak hun banden.
14εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν.
15Laat hen voor den HEERE Zijn goedertierenheid loven, en Zijn wonderwerken voor de kinderen der mensen;
15Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων·
16Want Hij heeft de koperen deuren gebroken, en de ijzeren grendelen in stukken gehouwen.
16διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν.
17De zotten worden om den weg hunner overtreding, en om hun ongerechtigheden geplaagd;
17[] Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων.
18Hun ziel gruwelde van alle spijze, en zij waren tot aan de poorten des doods gekomen.
18Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου.
19Doch roepende tot den HEERE in de benauwdheid, die zij hadden, verloste Hij hen uit hun angsten.
19Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων·
20Hij zond Zijn woord uit, en heelde hen, en rukte hen uit hun kuilen.
20αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων.
21Laat hen voor den HEERE Zijn goedertierenheid loven, en Zijn wonderwerken voor de kinderen der mensen.
21Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων·
22En dat zij lofofferen offeren, en met gejuich Zijn werken vertellen.
22και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει.
23Die met schepen ter zee afvaren, handel doende op grote wateren;
23[] Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις,
24Die zien de werken des HEEREN, en Zijn wonderwerken in de diepte.
24αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη·
25Als Hij spreekt, zo doet Hij een stormwind opstaan, die haar golven omhoog verheft.
25Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης.
26Zij rijzen op naar den hemel; zij dalen neder tot in de afgronden; hun ziel versmelt van angst.
26Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων· η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας.
27Zij dansen en waggelen als een dronken man, en al hun wijsheid wordt verslonden.
27Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται.
28Doch roepende tot den HEERE in de benauwdheid, die zij hadden, zo voerde Hij hen uit hun angsten.
28Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων.
29Hij doet de storm stilstaan, zodat hun golven stilzwijgen.
29Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης.
30Dan zijn zij verblijd, omdat zij gestild zijn, en dat Hij hen tot de haven hunner begeerte geleid heeft.
30Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν· και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων.
31Laat hen voor den HEERE Zijn goedertierenheid loven, en Zijn wonderwerken voor de kinderen der mensen.
31Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων·
32En Hem verhogen in de gemeente des volks, en in het gestoelte der oudsten Hem roemen.
32και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον.
33Hij stelt de rivieren tot een woestijn, en watertochten tot dorstig land.
33[] Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν·
34Het vruchtbaar land tot zouten grond, om de boosheid dergenen, die daarin wonen.
34την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη.
35Hij stelt de woestijn tot een waterpoel, en het dorre land tot watertochten.
35Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων.
36En Hij doet de hongerigen aldaar wonen, en zij stichten een stad ter woning;
36Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν·
37En bezaaien akkers, en planten wijngaarden, die inkomende vrucht voortbrengen.
37και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος.
38En Hij zegent hen, zodat zij zeer vermenigvuldigen, en hun vee vermindert Hij niet.
38Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων.
39Daarna verminderen zij, en komen ten onder, door verdrukking, kwaad en droefenis.
39Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου.
40Hij stort verachting uit over de prinsen, en doet hen dwalen in het woeste, waar geen weg is.
40Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω.
41Maar Hij brengt den nooddruftige uit de verdrukking in een hoog vertrek, en maakt de huisgezinnen als kudden.
41Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας.
42De oprechten zien het, en zijn verblijd, maar alle ongerechtigheid stopt haar mond.
42Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται· πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης.
43Wie is wijs? Die neme deze dingen waar; en dat zij verstandelijk letten op de goedertierenheden des HEEREN.
43Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα· και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου.