1[] Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.
1After this, Job opened his mouth and cursed his day.
2Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν·
2And Job answered and said,
3Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.
3Let the day perish in which I was born, and the night that said, There is a man child conceived.
4Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος· ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.
4That day -- let it be darkness, let not +God care for it from above, neither let light shine upon it:
5Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην· γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.
5Let darkness and the shadow of death claim it; let clouds dwell upon it; let darkeners of the day terrify it.
6Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος· να μη συναφθη με τας ημερας του ετους· να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.
6That night -- let gloom seize upon it; let it not rejoice among the days of the year; let it not come into the number of the months.
7Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη· φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.
7Behold, let that night be barren; let no joyful sound come therein;
8Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.
8Let them curse it that curse the day, who are ready to rouse Leviathan;
9Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης· να προσμενη το φως, και να μη ερχηται· και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης·
9Let the stars of its twilight be dark; let it wait for light, and have none, neither let it see the eyelids of the dawn:
10διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.
10Because it shut not up the doors of the womb that bore me, and hid not trouble from mine eyes.
11[] Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;
11Wherefore did I not die from the womb, -- come forth from the belly and expire?
12Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;
12Why did the knees meet me? and wherefore the breasts, that I should suck?
13Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει· ηθελον υπνωττει· τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,
13For now should I have lain down and been quiet; I should have slept: then had I been at rest,
14μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις·
14With kings and counsellors of the earth, who build desolate places for themselves,
15η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου·
15Or with princes who had gold, who filled their houses with silver;
16η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.
16Or as a hidden untimely birth I had not been; as infants that have not seen the light.
17Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι·
17There the wicked cease from troubling; and there the wearied are at rest.
18εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι· δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου·
18The prisoners together are at ease; they hear not the voice of the taskmaster.
19εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας· και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.
19The small and great are there, and the bondman freed from his master.
20[] Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,
20Wherefore is light given to him that is in trouble, and life to those bitter of soul,
21οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,
21Who long for death, and it [cometh] not, and dig for it more than for hidden treasures;
22οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;
22Who rejoice even exultingly and are glad when they find the grave? --
23Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;
23To the man whose way is hidden, and whom +God hath hedged in?
24Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.
24For my sighing cometh before my bread, and my groanings are poured out like the waters.
25Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.
25For I feared a fear, and it hath come upon me, and that which I dreaded hath come to me.
26Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν· οργη επηλθεν επ' εμε.
26I was not in safety, neither had I quietness, neither was I at rest, and trouble came.