Greek: Modern

Darby's Translation

Job

4

1[] Τοτε Ελιφας ο Θαιμανιτης απεκριθη και ειπεν·
1And Eliphaz the Temanite answered and said,
2Εαν επιχειρισθωμεν να λαλησωμεν προς σε, θελεις δυσαρεστηθη; αλλα τις δυναται να κρατηθη απο του να ομιληση;
2If a word were essayed to thee, wouldest thou be grieved? But who can refrain from speaking?
3Ιδου, συ ενουθετησας πολλους· και χειρας αδυνατους ενισχυσας.
3Behold, thou hast instructed many, and thou hast strengthened the weak hands;
4Οι λογοι σου υπεστηριξαν τους κλονιζομενους, και γονατα καμπτοντα ενεδυναμωσας.
4Thy words have upholden him that was stumbling, and thou hast braced up the bending knees:
5Τωρα δε ηλθεν επι σε τουτο, και βαρυθυμεις· σε εγγιζει, και ταραττεσαι.
5But now it is come upon thee, and thou grievest; it toucheth thee, and thou art troubled.
6Ο φοβος σου δεν ειναι το θαρρος σου, και η ευθυτης των οδων σου η ελπις σου;
6Hath not thy piety been thy confidence, and the perfection of thy ways thy hope?
7[] Ενθυμηθητι, παρακαλω· τις αθωος ων απωλεσθη; και που εξωλοθρευθησαν οι ευθεις;
7Remember, I pray thee, who that was innocent has perished? and where were the upright cut off?
8Καθως εγω ειδον, οσοι ηροτριασαν ανομιαν και εσπειραν ασεβειαν, θεριζουσιν αυτας·
8Even as I have seen, they that plough iniquity and sow mischief, reap the same.
9εξολοθρευονται υπο του φυσηματος του Θεου, και απο της πνοης των μυκτηρων αυτου αφανιζονται·
9By the breath of +God they perish, and by the blast of his nostrils are they consumed.
10ο βρυγμος του λεοντος και η φωνη του αγριου λεοντος και το γαυριαμα των σκυμνων, εσβεσθησαν·
10The roar of the lion, and the voice of the fierce lion, and the teeth of the young lions, are broken;
11ο λεων απολλυται δι' ελλειψιν θηραματος, και οι σκυμνοι της λεαινας διασκορπιζονται.
11The old lion perisheth for lack of prey, and the whelps of the lioness are scattered.
12[] Και λογος ηλθεν επ' εμε κρυφιως, και το ωτιον μου ελαβε τι παρ' αυτου.
12Now to me a word was secretly brought, and mine ear received a whisper thereof.
13Εν μεσω των στοχασμων δια τα οραματα της νυκτος, οτε βαθυς υπνος πιπτει επι τους ανθρωπους,
13In thoughts from visions of the night, when deep sleep falleth on men: --
14Φρικη συνελαβε με και τρομος, και μεγαλως τα οστα μου συνεσεισε.
14Fear came on me, and trembling, and made all my bones to shake;
15Και πνευμα διηλθεν απ' εμπροσθεν μου, αι τριχες του σωματος μου ανεσηκωθησαν·
15And a spirit passed before my face -- the hair of my flesh stood up --
16εσταθη, αλλ' εγω δεν διεκρινα την μορφην αυτου· σχημα εφανη εμπροσθεν των οφθαλμων μου· ηκουσα λεπτον φυσημα και φωνην λεγουσαν,
16It stood still; I could not discern the appearance thereof: a form was before mine eyes; I heard a slight murmur and a voice:
17Ο ανθρωπος θελει εισθαι δικαιοτερος του Θεου; θελει εισθαι ο ανθρωπος καθαρωτερος του Ποιητου αυτου;
17Shall [mortal] man be more just than +God? Shall a man be purer than his Maker?
18Ιδου, αυτος δεν εμπιστευεται εις τους δουλους αυτου, και εν τοις αγγελοις αυτου βλεπει ελαττωμα·
18Lo, he trusteth not his servants, and his angels he chargeth with folly:
19ποσω μαλλον εις τους κατοικουντας οικιας πηλινας, αιτινες εχουσι το θεμελιον αυτων εν τω χωματι και αφανιζονται εμπροσθεν του σαρακιου;
19How much more them that dwell in houses of clay, whose foundation is in the dust, who are crushed as the moth!
20Απο πρωι εως εσπερας φθειρονται· χωρις να νοηση τις, αφανιζονται δια παντος.
20From morning to evening are they smitten: without any heeding it, they perish for ever.
21Το μεγαλειον αυτων το εν αυτοις δεν παρερχεται; Αποθνησκουσιν, αλλ' ουχι εν σοφια.
21Is not their tent-cord torn away in them? they die, and without wisdom.