Greek: Modern

Darby's Translation

Job

40

1[] Ο Κυριος απεκριθη ετι προς τον Ιωβ και ειπεν·
1And Jehovah answered Job and said,
2Ο διαδικαζομενος προς τον Παντοδυναμον θελει διδαξει αυτον; ο ελεγχων τον Θεον ας αποκριθη προς τουτο.
2Shall he that will contend with the Almighty instruct [him]? he that reproveth +God, let him answer it.
3Τοτε ο Ιωβ απεκριθη προς τον Κυριον και ειπεν·
3And Job answered Jehovah and said,
4Ιδου, εγω ειμαι ουτιδανος· τι δυναμαι να αποκριθω προς σε; θελω βαλει την χειρα μου επι το στομα μου·
4Behold, I am nought: what shall I answer thee? I will lay my hand upon my mouth.
5απαξ ελαλησα και δεν θελω αποκριθη πλεον· μαλιστα, δις· αλλα δεν θελω επιπροσθεσει.
5Once have I spoken, and I will not answer; yea twice, but I will proceed no further.
6[] Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε·
6And Jehovah answered Job out of the whirlwind and said,
7Ζωσον ηδη ως ανηρ την οσφυν σου· εγω θελω σε ερωτησει, και απαγγειλον μοι.
7Gird up now thy loins like a man: I will demand of thee, and inform thou me.
8Θελεις αρα αναιρεσει την κρισιν μου; θελεις με καταδικασει, δια να δικαιωθης;
8Wilt thou also annul my judgment? wilt thou condemn me that thou mayest be righteous?
9Εχεις βραχιονα ως ο Θεος; η δυνασαι να βροντας με φωνην ως αυτος;
9Hast thou an arm like ùGod? or canst thou thunder with a voice like him?
10Στολισθητι τωρα μεγαλοπρεπειαν και υπεροχην· και ενδυθητι δοξαν και ωραιοτητα.
10Deck thyself now with glory and excellency, and clothe thyself with majesty and splendour.
11Εκχεε τας φλογας της οργης σου· και βλεπε παντα υπερηφανον και ταπεινονε αυτον.
11Cast abroad the ragings of thine anger, and look on every one that is proud, and abase him:
12Βλεπε παντα υπερηφανον· κρημνιζε αυτον· και καταπατει τους ασεβεις εν τω τοπω αυτων.
12Look on every one that is proud, bring him low, and tread down the wicked in their place:
13Κρυψον αυτους ομου εν τω χωματι· καλυψον τα προσωπα αυτων εν αφανεια.
13Hide them in the dust together; bind their faces in secret.
14Τοτε και εγω θελω ομολογησει προς σε, οτι η δεξια σου δυναται να σε σωση.
14Then will I also praise thee, because thy right hand saveth thee.
15[] Ιδου τωρα, ο Βεεμωθ, τον οποιον εκαμα μετα σου, τρωγει χορτον ως βους.
15See now the behemoth, which I made with thee: he eateth grass as an ox.
16Ιδου τωρα, η δυναμις αυτου ειναι εν τοις νεφροις αυτου και η ισχυς αυτου εν τω ομφαλω της κοιλιας αυτου.
16Behold now, his strength is in his loins, and his force is in the muscles of his belly.
17Υψονει την ουραν αυτου ως κεδρον· τα νευρα των μηρων αυτου ειναι συμπεπλεγμενα.
17He bendeth his tail like a cedar; the sinews of his thighs are woven together.
18Τα οστα αυτου ειναι χαλκινοι σωληνες· τα οστα αυτου ως μοχλοι σιδηρου.
18His bones are tubes of bronze, his members are like bars of iron.
19Τουτο ειναι το αριστουργημα του Θεου· ο ποιησας αυτον δυναται να πλησιαση εις αυτον την ρομφαιαν αυτου.
19He is the chief of ùGod's ways: he that made him gave him his sword.
20Διοτι τα ορη προμηθευουσιν εις αυτον την τροφην, οπου παιζουσι παντα τα θηρια του αγρου.
20For the mountains bring him forth food, where all the beasts of the field play.
21Πλαγιαζει υποκατω των σκιερων δενδρων, υπο την σκεπην των καλαμων και εν τοις βαλτοις.
21He lieth under lotus-bushes, in the covert of the reed and fen:
22Τα σκιερα δενδρα σκεπαζουσιν αυτον με την σκιαν αυτων· αι ιτεαι των ρυακων περικαλυπτουσιν αυτον.
22Lotus-bushes cover him with their shade; the willows of the brook surround him.
23Ιδου, εαν πλημμυριση ποταμος, δεν σπευδει να φυγη· εχει θαρρος, και αν ο Ιορδανης προσβαλλη εις το στομα αυτου.
23Lo, the river overfloweth -- he startleth not: he is confident though a Jordan break forth against his mouth.
24Δυναται τις φανερα να συλλαβη αυτον; η δια παγιδων να διατρυπηση την ρινα αυτου;
24Shall he be taken in front? will they pierce through [his] nose in the trap?