1[] Δυνασαι να συρης εξω τον Λευιαθαν δια αγκιστρου; η να περιδεσης την γλωσσαν αυτου με φορβιαν;
1Wilt thou draw out the leviathan with the hook, and press down his tongue with a cord?
2Δυνασαι να βαλης χαλινον εις την ρινα αυτου; η να τρυπησης την σιαγονα αυτου με ακανθαν;
2Wilt thou put a rush-rope into his nose, and pierce his jaw with a spike?
3Θελει πληθυνει προς σε ικεσιας; θελει σοι λαλησει μετα γλυκυτητος;
3Will he make many supplications unto thee? or will he speak softly unto thee?
4Θελει καμει συνθηκην μετα σου; θελεις παρει αυτον δια δουλον παντοτεινον;
4Will he make a covenant with thee? wilt thou take him as a bondman for ever?
5Θελεις παιζει μετ' αυτου ως μετα πτηνου; η θελεις δεσει αυτον δια τας θεραπαινας σου;
5Wilt thou play with him as with a bird, and wilt thou bind him for thy maidens?
6Θελουσι καμει οι φιλοι συμποσιον εξ αυτου; θελουσι μοιρασει αυτον μεταξυ των εμπορων;
6Shall partners make traffic of him, will they divide him among merchants?
7Δυνασαι να γεμισης το δερμα αυτου με βελη; η την κεφαλην αυτου με αλιευτικα καμακια;
7Wilt thou fill his skin with darts, and his head with fish-spears?
8Βαλε την χειρα σου επ' αυτον· ενθυμηθητι τον πολεμον· μη καμης πλεον τουτο.
8Lay thy hand upon him; remember the battle, -- do no more!
9Ιδου, η ελπις να πιαση τις αυτον ειναι ματαια· δεν ηθελε μαλιστα εκπλαγη εις την θεωριαν αυτου;
9Lo, hope as to him is belied: is not one cast down even at the sight of him?
10Ουδεις ειναι τοσον τολμηρος ωστε να εγειρη αυτον· και τις δυναται να σταθη εμπροσθεν εμου;
10None is so bold as to stir him up; and who is he that will stand before me?
11[] Τις προτερον εδωκεν εις εμε και να ανταποδοσω; τα υποκατω παντος του ουρανου ειναι εμου.
11Who hath first given to me, that I should repay [him]? [Whatsoever is] under the whole heaven is mine.
12Δεν θελω σιωπησει τα μελη αυτου ουδε την δυναμιν ουδε την ευαρεστον αυτου συμμετριαν.
12I will not be silent as to his parts, the story of his power, and the beauty of his structure.
13Τις να εξιχνιαση την επιφανειαν του ενδυματος αυτου; τις να εισελθη εντος των διπλων σιαγονων αυτου;
13Who can uncover the surface of his garment? who can come within his double jaws?
14Τις δυναται να ανοιξη τας πυλας του προσωπου αυτου; οι οδοντες αυτου κυκλω ειναι τρομεροι.
14Who can open the doors of his face? Round about his teeth is terror.
15Αι ισχυραι ασπιδες αυτου ειναι το εγκαυχημα αυτου, συγκεκλεισμεναι ομου δια σφιγκτου σφραγισματος·
15The rows of his shields are a pride, shut up together [as with] a close seal.
16η μια ενουται μετα της αλλης, ωστε ουδε αηρ δυναται να περαση δι' αυτων·
16One is so near to another that no air can come between them;
17ειναι προσκεκολλημεναι η μια μετα της αλλης· συνεχονται ουτως, ωστε δεν δυνανται να αποσπασθωσιν.
17They are joined each to its fellow; they stick together, and cannot be sundered.
18Εις τον πταρνισμον αυτου λαμπει φως, και οι οφθαλμοι αυτου ειναι ως τα βλεφαρα της αυγης.
18His sneezings flash light, and his eyes are like the eyelids of the morning.
19Εκ του στοματος αυτου εξερχονται λαμπαδες καιομεναι και σπινθηρες πυρος εξακοντιζονται.
19Out of his mouth go forth flames; sparks of fire leap out:
20Εκ των μυκτηρων αυτου εξερχεται καπνος, ως εξ αγγειου κοχλαζοντος η λεβητος.
20Out of his nostrils goeth smoke, as out of a boiling pot and cauldron.
21Η πνοη αυτου αναπτει ανθρακας, και φλοξ εξερχεται εκ του στοματος αυτου·
21His breath kindleth coals, and a flame goeth out of his mouth.
22Εν τω τραχηλω αυτου κατοικει δυναμις, και τρομος προπορευεται εμπροσθεν αυτου.
22In his neck lodgeth strength, and terror danceth before him.
23Τα στρωματα της σαρκος αυτου ειναι συγκεκολλημενα· ειναι στερεα επ' αυτον· δεν δυνανται να σαλευθωσιν.
23The flakes of his flesh are joined together: they are fused upon him, they cannot be moved.
24Η καρδια αυτου ειναι στερεα ως λιθος· σκληρα μαλιστα ως η κατω μυλοπετρα.
24His heart is firm as a stone, yea, firm as the nether [millstone].
25Οτε ανεγειρεται, φριττουσιν οι δυνατοι, και εκ του φοβου παραφρονουσιν.
25When he raiseth himself up, the mighty are afraid: they are beside themselves with consternation.
26Η ρομφαια του συναπαντωντος αυτον δεν δυναται να ανθεξη· η λογχη, το δορυ, ουδε ο θωραξ.
26If any reach him with a sword, it cannot hold; neither spear, nor dart, nor harpoon.
27Θεωρει τον σιδηρον ως αχυρον, τον χαλκον ως ξυλον σαθρον.
27He esteemeth iron as straw, bronze as rotten wood.
28Τα βελη δεν δυνανται να τρεψωσιν αυτον εις φυγην· αι πετραι της σφενδονης ειναι εις αυτον ως στυπιον.
28The arrow will not make him flee; slingstones are turned with him into stubble.
29Τα ακοντια λογιζονται ως στυπιον· γελα εις το σεισμα της λογχης.
29Clubs are counted as stubble; he laugheth at the shaking of a javelin.
30Οξεις λιθοι κοιτονται υποκατω αυτου· υποστρονει τα αγκυλωτα σωματα επι πηλου.
30His under parts are sharp potsherds: he spreadeth a threshing-sledge upon the mire.
31Καμνει την αβυσσον ως λεβητα να κοχλαζη· καθιστα την θαλασσαν ως σκευος μυρεψου.
31He maketh the deep to boil like a pot; he maketh the sea like a pot of ointment;
32Αφινει οπισω την πορειαν φωτεινην· ηθελε τις υπολαβει την αβυσσον ως πολιαν.
32He maketh the path to shine after him: one would think the deep to be hoary.
33Επι της γης δεν υπαρχει ομοιον αυτου, δεδημιουργημενον ουτως αφοβον.
33Upon earth there is not his like, who is made without fear.
34Περιορα παντα τα υψηλα· ειναι βασιλευς επι παντας τους υιους της υπερηφανιας.
34He beholdeth all high things; he is king over all the proud beasts.