1[] Και απεκριθη Βιλδαδ ο Σαυχιτης και ειπεν·
1And Bildad the Shuhite answered and said,
2Εως ποτε θελεις λαλει ταυτα; και οι λογοι του στοματος σου θελουσιν εισθαι ως ανεμος σφοδρος;
2How long wilt thou speak these things? and the words of thy mouth be a strong wind?
3Μηπως ο Θεος ανατρεπει την κρισιν; η ο Παντοδυναμος ανατρεπει το δικαιον;
3Doth ùGod pervert judgment, and the Almighty pervert justice?
4Εαν οι υιοι σου ημαρτησαν εις αυτον, παρεδωκεν αυτους εις την χειρα της ανομιας αυτων.
4If thy children have sinned against him, he hath also given them over into the hand of their transgression.
5Εαν συ ηθελες ζητησει τον Θεον πρωι, και ηθελες δεηθη του Παντοδυναμου·
5If thou seek earnestly unto ùGod, and make thy supplication to the Almighty,
6εαν ησο καθαρος και ευθυς, βεβαιως τωρα ηθελεν εγερθη δια σε, και ηθελεν ευτυχει η κατοικια της δικαιοσυνης σου.
6If thou be pure and upright, surely now he will awake for thee, and make the habitation of thy righteousness prosperous;
7Και αν η αρχη σου ητο μικρα, τα υστερα σου ομως ηθελον μεγαλυνθη σφοδρα.
7And though thy beginning was small, yet thine end shall be very great.
8[] Επειδη ερωτησον, παρακαλω, περι των προτερων γενεων, και ερευνησον ακριβως περι των πατερων αυτων·
8For inquire, I pray thee, of the former generation, and attend to the researches of their fathers;
9διοτι ημεις ειμεθα χθεσινοι, και δεν εξευρομεν ουδεν, επειδη αι ημεραι ημων επι της γης ειναι σκια·
9For we are [but] of yesterday, and know nothing, for our days upon earth are a shadow.
10δεν θελουσι σε διδαξει αυτοι, και σοι ειπει και προφερει λογους εκ της καρδιας αυτων;
10Shall not they teach thee, [and] tell thee, and utter words out of their heart?
11Θαλλει ο παπυρος ανευ πηλου; αυξανει ο σχοινος ανευ υδατος;
11Doth the papyrus shoot up without mire? doth the reed-grass grow without water?
12Ενω ειναι ετι πρασινος και αθεριστος, ξηραινεται προ παντος χορτου.
12Whilst it is yet in its greenness [and] not cut down, it withereth before any [other] grass.
13Ουτως ειναι αι οδοι παντων των λησμονουντων τον Θεον· και η ελπις του υποκριτου θελει χαθη·
13So are the paths of all that forget ùGod; and the profane man's hope shall perish,
14η ελπις αυτου θελει κοπη, και το θαρρος αυτου θελει εισθαι ιστος αραχνης.
14Whose confidence shall be cut off, and his reliance is a spider's web.
15Θελει επιστηριχθη επι την οικιαν αυτου, πλην αυτη δεν θελει σταθη· θελει κρατησει αυτην, πλην δεν θελει ανορθωθη.
15He shall lean upon his house, and it shall not stand; he shall lay hold on it, but it shall not endure.
16Ειναι χλωρος εμπροσθεν του ηλιου, και ο κλαδος αυτου απλονεται εις τον κηπον αυτου.
16He is full of sap before the sun, and his sprout shooteth forth over his garden;
17Αι ριζαι αυτου περιπλεκονται εις τον σωρον των λιθων, και εκλεγει τον πετρωδη τοπον.
17His roots are entwined about the stoneheap; he seeth the place of stones.
18Εαν εξαλειφθη απο του τοπου αυτου, τοτε θελει αρνηθη αυτον, λεγων, Δεν σε ειδον.
18If he destroy him from his place, then it shall deny him: I have not seen thee!
19Ιδου, αυτη ειναι η χαρα της οδου αυτου, και εκ του χωματος αλλοι θελουσι αναβλαστησει.
19Behold, this is the joy of his way, and out of the dust shall others grow.
20[] Ιδου, ο Θεος δεν θελει απορριψει τον αμεμπτον, ουδε θελει πιασει την χειρα των κακοποιων·
20Behold, ùGod will not cast off a perfect man, neither will he take evil-doers by the hand.
21εωσου γεμιση το στομα σου απο γελωτος, και τα χειλη σου αλαλαγμου.
21Whilst he would fill thy mouth with laughing and thy lips with shouting,
22Οι μισουντες σε θελουσιν ενδυθη αισχυνην· και η κατοικια των ασεβων δεν θελει υπαρχει.
22They that hate thee shall be clothed with shame, and the tent of the wicked be no more.