1[] Δεν ειναι εκστρατεια ο βιος του ανθρωπου επι της γης; αι ημεραι αυτου ως ημεραι μισθωτου;
1Hath not man a life of labour upon earth? and are not his days like the days of a hireling?
2Καθως ο δουλος επιποθει την σκιαν, και καθως ο μισθωτος αναμενει τον μισθον αυτου,
2As a bondman earnestly desireth the shadow, and a hireling expecteth his wages,
3ουτως εγω ελαβον δια κληρονομιαν μηνας ματαιοτητος, και οδυνηραι νυκτες διωρισθησαν εις εμε.
3So am I made to possess months of vanity, and wearisome nights are appointed to me.
4Οταν πλαγιαζω, λεγω, Ποτε θελω εγερθη, και θελει περασει η νυξ; και ειμαι πληρης ανησυχιας εως της αυγης·
4If I lie down, I say, When shall I rise up, and the darkness be gone? and I am full of tossings until the dawn.
5Η σαρξ μου ειναι περιενδεδυμενη σκωληκας και βωλους χωματος· το δερμα μου διασχιζεται και ρεει.
5My flesh is clothed with worms and clods of dust; my skin is broken, and suppurates.
6Αι ημεραι μου ειναι ταχυτεραι της κερκιδος του υφαντου, και χανονται ανευ ελπιδος.
6My days are swifter than a weaver's shuttle, and are spent without hope.
7[] Ενθυμηθητι οτι η ζωη μου ειναι ανεμος· ο οφθαλμος μου δεν θελει επιστρεψει δια να ιδη αγαθον.
7Remember thou that my life is wind; mine eye shall no more see good.
8Ο οφθαλμος του βλεποντος με δεν θελει με ιδει πλεον· οι οφθαλμοι σου ειναι επ' εμε, και εγω δεν υπαρχω.
8The eye of him that hath seen me shall behold me no [more]: thine eyes are upon me, and I am not.
9Καθως το νεφος διαλυεται και χανεται ουτως ο καταβαινων εις τον ταφον δεν θελει επαναβη·
9The cloud consumeth and vanisheth away; so he that goeth down to Sheol shall not come up.
10δεν θελει επιστρεψει πλεον εις τον οικον αυτου, και ο τοπος αυτου δεν θελει γνωρισει αυτον πλεον.
10He shall return no more to his house, neither shall his place know him again.
11Δια τουτο εγω δεν θελω κρατησει το στομα μου· θελω λαλησει εν τη αγωνια του πνευματος μου· θελω θρηνολογησει εν τη πικρια της ψυχης μου.
11Therefore I will not restrain my mouth: I will speak in the anguish of my spirit; I will complain in the bitterness of my soul.
12Θαλασσα ειμαι η κητος, ωστε εθεσας επ' εμε φυλακην;
12Am I a sea, or a sea-monster, that thou settest a watch over me?
13Οταν λεγω, Η κλινη μου θελει με παρηγορησει, η κοιτη μου θελει ελαφρωσει το παραπονον μου,
13When I say, My bed shall comfort me, my couch shall ease my complaint;
14τοτε με φοβιζεις με ονειρα και με καταπληττεις με ορασεις·
14Then thou scarest me with dreams, and terrifiest me through visions;
15και η ψυχη μου εκλεγει αγχονην και θανατον, παρα τα οστα μου.
15So that my soul chooseth strangling, death, rather than my bones.
16Αηδιασα· δεν θελω ζησει εις τον αιωνα· λειψον απ' εμου· διοτι αι ημεραι μου ειναι ματαιοτης.
16I loathe it; I shall not live always: let me alone, for my days are a breath.
17[] Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε μεγαλυνεις αυτον, και βαλλεις τον νουν σου επ' αυτον;
17What is man, that thou makest much of him? and that thou settest thy heart upon him?
18Και επισκεπτεσαι αυτον κατα πασαν πρωιαν και δοκιμαζεις αυτον κατα πασαν στιγμην;
18And that thou visitest him every morning, triest him every moment?
19Εως ποτε δεν θελεις συρθη απ' εμου και δεν θελεις με αφησει, εως να καταπιω τον σιελον μου;
19How long wilt thou not look away from me, nor let me alone till I swallow down my spittle?
20Ημαρτησα· τι δυναμαι να καμω εις σε, διατηρητα του ανθρωπου; δια τι με εθεσας σημαδιον σου, και ειμαι βαρος εις εμαυτον;
20Have I sinned, what do I unto thee, thou Observer of men? Why hast thou set me as an object of assault for thee, so that I am become a burden to myself?
21Και δια τι δεν συγχωρεις την παραβασιν μου και αφαιρεις την ανομιαν μου; διοτι μετ' ολιγον θελω κοιμασθαι εν τω χωματι· και το πρωι θελεις με ζητησει, και δεν θελω υπαρχει.
21And why dost not thou forgive my transgression and take away mine iniquity? for now shall I lie down in the dust, and thou shalt seek me early, and I shall not be.