1[] Ο δε Ιωβ απεκριθη και ειπεν·
1And Job answered and said,
2Ειθε να εζυγιζετο τωοντι η λυπη μου, και η συμφορα μου να ετιθετο ολη ομου εν τη πλαστιγγι.
2Oh that my grief were thoroughly weighed, and all my calamity laid in the balances!
3Επειδη τωρα ηθελεν εισθαι βαρυτερα υπερ την αμμον της θαλασσης· δια τουτο οι λογοι μου καταπινονται.
3For now it would be heavier than the sand of the seas; therefore my words are vehement.
4Διοτι τα βελη του Παντοδυναμου ειναι εντος μου, των οποιων το φαρμακιον εκπινει το πνευμα μου· οι τρομοι του Θεου παραταττονται εναντιον μου.
4For the arrows of the Almighty are within me, their poison drinketh up my spirit: the terrors of +God are arrayed against me.
5Ογκαται ο αγριος ονος παρα τη χλοη; η μυκαται ο βους παρα τη φατνη αυτου;
5Doth the wild ass bray by the grass? loweth an ox over his fodder?
6Τρωγεται το ανοστον χωρις αλατος; η υπαρχει γευσις εν τω λευκωματι του ωου;
6Shall that which is insipid be eaten without salt? Is there any taste in the white of an egg?
7Τα πραγματα, τα οποια η ψυχη μου απεστρεφετο να εγγιση, εγειναν ως το αηδες φαγητον μου.
7What my soul refuseth to touch, that is as my loathsome food.
8[] Ειθε να απελαμβανον την αιτησιν μου, και να μοι εδιδεν ο Θεος την Επιθυμιαν μου.
8Oh that I might have my request, and that +God would grant my desire!
9Και να ηθελεν ευδοκησει ο Θεος να με αφανιση· να απολυση την χειρα αυτου και να με κοψη.
9And that it would please +God to crush me, that he would let loose his hand and cut me off!
10Και θελει εισθαι ετι η παρηγορια μου, οτι, και αν καταναλωθω εν τη θλιψει και αυτος δεν με λυπηθη, εγω δεν εκρυψα τους λογους του Αγιου.
10Then should I yet have comfort; and in the pain which spareth not I would rejoice that I have not denied the words of the Holy One.
11Ποια η δυναμις μου, ωστε να εγκαρτερω; και ποιον το τελος μου, ωστε να υποφερη η ψυχη μου;
11What is my strength, that I should hope? and what is mine end, that I should have patience?
12Μηπως η δυναμις μου ειναι δυναμις λιθων; η η σαρξ μου χαλκος;
12Is my strength the strength of stones? is my flesh of brass?
13Μηπως δεν εξελιπεν εν εμοι η βοηθεια μου και απεμακρυνθη απ' εμου η σωτηρια;
13Is it not that there is no help in me, and soundness is driven away from me?
14[] Εις τον τεθλιμμενον ελεος πρεπει παρα του φιλου αυτου· αλλ' αυτος εγκατελιπε τον φοβον του Παντοδυναμου.
14For him that is fainting kindness [is meet] from his friend; or he forsaketh the fear of the Almighty.
15Οι αδελφοι μου εφερθησαν απατηλως ως χειμαρρος, ως ρευμα χειμαρρων παρηλθον·
15My brethren have dealt deceitfully as a stream, as the channel of streams which pass away,
16οιτινες θολονονται εκ του παγου, εις τους οποιους διαλυεται η χιων·
16Which are turbid by reason of the ice, in which the snow hideth itself:
17οταν θερμανθωσιν, εκλειπουσιν· οταν γεινη θερμοτης, εξαλειφονται απο του τοπου αυτων.
17At the time they diminish, they are dried up; when heat affecteth them, they vanish from their place:
18Τα ιχνη της πορειας αυτων συστρεφονται· καταντωσιν εις το μηδεν και χανονται·
18They wind about in the paths of their course, they go off into the waste and perish.
19τα πληθη της Θαιμα εθεωρουν, οι συνοδοιποροι της Σεβα περιεμενον αυτους·
19The caravans of Tema looked, the companies of Sheba counted on them:
20Εψευσθησαν της ελπιδος αυτων· ηλθον εκει και ενετραπησαν.
20They are ashamed at their hope; they come thither, and are confounded.
21Τωρα και σεις εισθε ως αυτοι· ειδετε την πληγην μου και ετρομαξατε.
21So now ye are nothing; ye see a terrible object and are afraid.
22[] Μηπως εγω ειπα, Φερετε προς εμε; η, Δοτε δωρον εις εμε απο της περιουσιας υμων;
22Did I say, Bring unto me, and make me a present from your substance?
23η, Ελευθερωσατε με εκ της χειρος του εχθρου; η, Λυτρωσατε με εκ της χειρος των ισχυρων;
23Or, rescue me from the hand of the oppressor, and redeem me from the hand of the violent?
24Διδαξατε με, και εγω θελω σιωπησει· και δειξατε μοι κατα τι εσφαλα.
24Teach me, and I will hold my tongue; and cause me to understand wherein I have erred.
25Ποσον ισχυροι ειναι οι ορθοι λογοι· αλλ' ο ελεγχος σας, τι αποδεικνυει;
25How forcible are right words! but what doth your upbraiding reprove?
26Φανταζεσθε να ελεγξητε λογους, ενω αι ομιλιαι του απηλπισμενου ειναι ως ανεμος;
26Do ye imagine to reprove words? The speeches of one that is desperate are indeed for the wind.
27Τωοντι, σεις επιπιπτετε επι τον ορφανον, και σκαπτετε λακκον εις τον φιλον σας.
27Yea, ye overwhelm the fatherless, and dig [a pit] for your friend.
28Τωρα λοιπον ευαρεστηθητε να εμβλεψητε εις εμε, διοτι εμπροσθεν υμων κειται αν εγω ψευδωμαι.
28Now therefore if ye will, look upon me; and it shall be to your face if I lie.
29Επιστρεψατε, παρακαλω· ας μη γεινη αδικια· ναι, επιστρεψατε παλιν· η δικαιοσυνη μου ειναι εν τουτω.
29Return, I pray you, let there be no wrong; yea, return again, my righteousness shall be in it.
30Υπαρχει αδικια εν τη γλωσση μου; δεν δυναται ο ουρανισκος μου να διακρινη τα διεφθαρμενα;
30Is there wrong in my tongue? cannot my taste discern mischievous things?