1[] Μη καυχασαι εις την αυριον ημεραν· διοτι δεν εξευρεις τι θελει γεννησει η ημερα.
1Boast not thyself of to-morrow, for thou knowest not what a day will bring forth.
2[] Ας σε επαινη αλλος και μη το στομα σου· ξενος, και μη τα χειλη σου.
2Let another praise thee, and not thine own mouth; a stranger, and not thine own lips.
3[] Βαρυς ειναι ο λιθος και δυσβαστακτος η αμμος· αλλ' η οργη του αφρονος ειναι βαρυτερα των δυο.
3A stone is heavy, and the sand weighty; but a fool's vexation is heavier than them both.
4Ο θυμος ειναι σκληρος και η οργη οξεια· αλλα τις δυναται να σταθη εμπροσθεν της ζηλοτυπιας;
4Fury is cruel, and anger is outrageous; but who is able to stand before jealousy?
5[] Ο φανερος ελεγχος ειναι καλητερος παρα κρυπτομενη αγαπη·
5Open rebuke is better than hidden love.
6πληγαι φιλου ειναι πισται· φιληματα δε εχθρων πολυαριθμα.
6Faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are profuse.
7[] Κεχορτασμενη ψυχη αποστρεφεται την κηρηθραν· εις δε την πεινασμενην ψυχην παν πικρον φαινεται γλυκυ.
7The full soul trampleth on a honeycomb; but to the hungry soul every bitter thing is sweet.
8[] Ως το πτηνον το αποπλανωμενον απο της φωλεας αυτου, ουτως ειναι ο ανθρωπος ο αποπλανωμενος απο του τοπου αυτου.
8As a bird that wandereth from her nest, so is a man that wandereth from his place.
9[] Τα μυρα και τα θυμιαματα ευφραινουσι την καρδιαν, και η γλυκυτης του φιλου δια της εγκαρδιου συμβουλης.
9Ointment and perfume rejoice the heart; and the sweetness of one's friend is [the fruit] of hearty counsel.
10Τον φιλον σου και τον φιλον του πατρος σου μη εγκαταλιπης· εις δε τον οικον του αδελφου σου μη εισελθης εν τη ημερα της συμφορας σου· διοτι καλητερον ειναι γειτων πλησιον παρα αδελφος μακραν.
10Thine own friend, and thy father's friend, forsake not; and go not into thy brother's house in the day of thy calamity: better is a neighbour that is near than a brother far off.
11[] Υιε μου, γινου σοφος και ευφραινε την καρδιαν μου, δια να εχω τι να αποκρινωμαι προς τον ονειδιζοντα με.
11Be wise, my son, and make my heart glad, that I may have wherewith to answer him that reproacheth me.
12[] Ο φρονιμος προβλεπει το κακον και κρυπτεται· οι αφρονες εξακολουθουσι και τιμωρουνται.
12A prudent [man] seeth the evil, [and] hideth himself; the simple pass on, [and] are punished.
13[] Λαβε το ιματιον του εγγυωμενου δια ξενον και λαβε ενεχυρον απ' αυτου, εγγυωμενου περι ξενων πραγματων.
13Take his garment that is become surety [for] another, and hold him in pledge for a strange woman.
14[] Ο εγειρομενος το πρωι και ευλογων μετα μεγαλης φωνης τον πλησιον αυτου θελει λογισθη ως καταρωμενος αυτον.
14He that blesseth his friend with a loud voice, rising early in the morning, it shall be reckoned a curse to him.
15[] Ακαταπαυστον σταξιμον εν ημερα βροχερα, και φιλερις γυνη ειναι ομοια·
15A continual dropping on a very rainy day and a contentious woman are alike:
16ο κρυπτων αυτην κρυπτει τον ανεμον· και το μυρον εν τη δεξια αυτου κρυπτομενον φωναζει.
16whosoever will restrain her restraineth the wind, and his right hand encountereth oil.
17[] Ο σιδηρος ακονιζει τον σιδηρον· και ο ανθρωπος ακονιζει το προσωπον του φιλου αυτου.
17Iron is sharpened by iron; so a man sharpeneth the countenance of his friend.
18[] Ο φυλαττων την συκην θελει φαγει τον καρπον αυτης· και ο φυλαττων τον κυριον αυτου θελει τιμηθη.
18Whoso keepeth the fig-tree shall eat the fruit thereof; and he that guardeth his master shall be honoured.
19[] Καθως εις το υδωρ ανταποκρινεται προσωπον εις προσωπον, ουτω καρδια ανθρωπου εις ανθρωπον.
19As [in] water face [answereth] to face, so the heart of man to man.
20[] Ο αδης και η απωλεια δεν χορταινουσι· και οι οφθαλμοι του ανθρωπου δεν χορταινουσιν.
20Sheol and destruction are insatiable; so the eyes of man are never satisfied.
21[] Ο αργυρος δοκιμαζεται δια του χωνευτηριου και ο χρυσος δια της καμινου· ο δε ανθρωπος δια του στοματος των εγκωμιαζοντων αυτον.
21The fining-pot is for silver, and the furnace for gold; so let a man be to the mouth that praiseth him.
22[] Και αν κοπανισης δια κοπανου τον αφρονα εν ιγδιω μεταξυ σιτου κοπανιζομενου, η αφροσυνη αυτου δεν θελει χωρισθη απ' αυτου.
22If thou shouldest bray a fool in a mortar among wheat with a pestle, yet will not his folly depart from him.
23[] Προσεχε να γνωριζης την καταστασιν των ποιμνιων σου, και επιμελου καλως τας αγελας σου·
23Be well acquainted with the appearance of thy flocks; look well to thy herds:
24Διοτι ο πλουτος δεν μενει διαπαντος· ουδε το διαδημα απο γενεας εις γενεαν.
24for wealth is not for ever; and doth the crown [endure] from generation to generation?
25Ο χορτος βλαστανει και η χλοη αναφαινεται, και τα χορτα των ορεων συναγονται.
25The hay is removed, and the tender grass sheweth itself, and herbs of the mountains are gathered in.
26Τα αρνια ειναι δια τα ενδυματα σου, και οι τραγοι δια την πληρωμην του αγρου.
26The lambs are for thy clothing, and the goats are the price of a field;
27Και θελεις εχει αφθονον γαλα αιγων δια την τροφην σου, δια την τροφην του οικου σου και την ζωην των θεραπαινων σου.
27and there is goats' milk enough for thy food, for the food of thy household, and sustenance for thy maidens.