1[] Υιε μου, εαν εγεινας εγγυητης δια τον φιλον σου, εαν εδωκας την χειρα σου εις ξενον,
1My son, if thou hast become surety for thy friend, if thou hast stricken thy hand for a stranger,
2επαγιδευθης δια των λογων του στοματος σου, επιασθης δια των λογων του στοματος σου·
2thou art snared with the words of thy mouth, thou art taken with the words of thy mouth.
3Καμε λοιπον τουτο, υιε μου, και σωζου, επειδη ηλθες εις τας χειρας του φιλου σου· υπαγε, μη αποκαμης, και βιαζε τον φιλον σου.
3Do this now, my son, and deliver thyself, since thou hast come into the hand of thy friend: go, humble thyself, and be urgent with thy friend.
4Μη δωσης υπνον εις τους οφθαλμους σου, μηδε νυσταγμον εις τα βλεφαρα σου·
4Give not sleep to thine eyes, nor slumber to thine eyelids:
5Σωζου, ως δορκαδιον εκ χειρος του κυνηγου και ως πτηνον εκ χειρος του ιξευτου.
5deliver thyself as a gazelle from the hand [of the hunter], and as a bird from the hand of the fowler.
6[] Υπαγε προς τον μυρμηκα, ω οκνηρε· παρατηρησον τας οδους αυτου και γινου σοφος·
6Go to the ant, thou sluggard; consider her ways and be wise:
7οστις μη εχων αρχοντα, επιστατην η κυβερνητην,
7which having no chief, overseer, or ruler,
8ετοιμαζει την τροφην αυτου το θερος, συναγει τας τροφας αυτου εν τω θερισμω.
8provideth her bread in the summer, [and] gathereth her food in the harvest.
9Εως ποτε θελεις κοιμασθαι, οκνηρε; ποτε θελεις σηκωθη εκ του υπνου σου;
9How long, sluggard, wilt thou lie down? When wilt thou arise out of thy sleep?
10Ολιγος υπνος, ολιγος νυσταγμος, ολιγη συμπλοκη των χειρων εις τον υπνον·
10A little sleep, a little slumber, a little folding of the hands to rest!
11Επειτα η πτωχεια σου ερχεται ως ταχυδρομος, και η ενδεια σου ως ανηρ ενοπλος.
11So shall thy poverty come as a roving plunderer, and thy penury as an armed man.
12[] Ο αχρειος ανθρωπος, ο κακοτροπος ανθρωπος, περιπατει με στομα διεστραμμενον·
12A man of Belial, a wicked person, is he that goeth about with a perverse mouth;
13Καμνει νευμα δια των οφθαλμων αυτου, σημαινει δια των ποδων αυτου, διδασκει δια των δακτυλων αυτου·
13he winketh with his eyes, he speaketh with his feet, he teacheth with his fingers;
14μετα διεστραμμενης καρδιας μηχαναται κακα εν παντι καιρω· εγειρει εριδας·
14deceits are in his heart; he deviseth mischief at all times, he soweth discords.
15δια τουτο εξαιφνης θελει επελθει η απωλεια αυτου· εξαιφνης θελει συντριφθη ανιατως.
15Therefore shall his calamity come suddenly: in a moment shall he be broken, and without remedy.
16Ταυτα τα εξ μισει ο Κυριος, επτα μαλιστα βδελυττεται η ψυχη αυτου·
16These six [things] doth Jehovah hate, yea, seven are an abomination unto him:
17οφθαλμους υπερηφανους, γλωσσαν ψευδη και χειρας εκχεουσας αιμα αθωον,
17haughty eyes, a lying tongue, and hands that shed innocent blood;
18καρδιαν μηχανευομενην λογισμους κακους, ποδας τρεχοντας ταχεως εις το κακοποιειν,
18a heart that deviseth wicked imaginations; feet that are swift in running to mischief;
19μαρτυρα ψευδη λαλουντα ψευδος και τον εμβαλλοντα εριδας μεταξυ αδελφων.
19a false witness that uttereth lies, and he that soweth discords among brethren.
20[] Υιε μου, φυλαττε την εντολην του πατρος σου, και μη απορριψης τον νομον της μητρος σου.
20My son, observe thy father's commandment, and forsake not the teaching of thy mother;
21Περιαψον αυτα διαπαντος επι της καρδιας σου, περιδεσον αυτα περι τον τραχηλον σου.
21bind them continually upon thy heart, tie them about thy neck:
22Οταν περιπατης, θελει σε οδηγει· οταν κοιμασαι, θελει σε φυλαττει· και οταν εξυπνησης, θελει συνομιλει μετα σου.
22when thou walkest, it shall lead thee; when thou sleepest, it shall keep thee; and [when] thou awakest, it shall talk with thee.
23Διοτι λυχνος ειναι η εντολη και φως ο νομος, και οι ελεγχοι της παιδειας οδος ζωης·
23For the commandment is a lamp, and the teaching a light, and reproofs of instruction are the way of life:
24δια να σε φυλαττωσιν απο κακης γυναικος, απο κολακειας γλωσσης γυναικος αλλοτριας.
24to keep thee from the evil woman, from the flattery of the tongue of a strange woman.
25Μη ορεχθης το καλλος αυτης εν τη καρδια σου· και ας μη σε θηρευση δια των βλεφαρων αυτης.
25Lust not after her beauty in thy heart, neither let her take thee with her eyelids;
26Διοτι εξ αιτιας γυναικος πορνης καταντα τις εως τμηματος αρτου, η δε μοιχαλις θηρευει την πολυτιμον ψυχην.
26for by means of a whorish woman [a man is brought] to a loaf of bread, and another's wife doth hunt for the precious soul.
27Δυναται τις να βαλη πυρ εις τον κολπον αυτου, και τα ιματια αυτου να μη καωσι;
27Can a man take fire in his bosom, and his garments not be burned?
28Δυναται τις να περιπατηση επ' ανθρακων πυρος, και οι ποδες αυτου να μη κατακαωσιν;
28Can one go upon hot coals, and his feet not be scorched?
29Ουτω και ο εισερχομενος προς την γυναικα του πλησιον αυτου· οστις εγγιζει αυτην, δεν θελει αθωωθη.
29So he that goeth in to his neighbour's wife: whosoever toucheth her shall not be innocent.
30Τον κλεπτην δεν αποστρεφονται, εαν κλεπτη δια να χορταση την ψυχην αυτου, οταν πεινα·
30They do not despise a thief, if he steal to satisfy his soul when he is hungry:
31αλλ' εαν πιασθη, θελει αποδωσει επταπλασια· θελει δωσει παντα τα υπαρχοντα της οικιας αυτου.
31and if he be found, he shall restore sevenfold; he shall give all the substance of his house.
32Οστις ομως μοιχευει με γυναικα, ειναι ενδεης φρενων· απωλειαν φερει εις την ψυχην αυτου, οστις πραττει τουτο.
32Whoso committeth adultery with a woman is void of understanding: he that doeth it destroyeth his own soul.
33Πληγας και ατιμιαν θελει υποφερει· και το ονειδος αυτου δεν θελει εξαλειφθη.
33A wound and contempt shall he get; and his reproach shall not be wiped away.
34Διοτι η ζηλοτυπια ειναι μανια του ανδρος, και δεν θελει δειξει ελεος εις την ημεραν της εκδικησεως.
34For jealousy is the rage of a man, and he will not spare in the day of vengeance;
35Δεν θελει δεχθη ουδεν λυτρον· ουδε θελει εξιλεωθη, και αν πολλαπλασιασης τα δωρα.
35he will not regard any ransom, neither will he rest content though thou multipliest [thy] gifts.