1[] Επι σε, Κυριε, ηλπισα· ας μη καταισχυνθω ποτε.
1In thee, Jehovah, do I trust: let me never be ashamed.
2Δια την δικαιοσυνην σου λυτρωσον με και ελευθερωσον με· Κλινον προς εμε το ωτιον σου και σωσον με.
2Deliver me in thy righteousness, and rescue me; incline thine ear unto me, and save me.
3Γενου εις εμε τοπος οχυρος, δια να καταφευγω παντοτε· συ διεταξας να με σωσης, διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι.
3Be to me a rock of habitation, whereunto I may continually resort: thou hast given commandment to save me; for thou art my rock and my fortress.
4Θεε μου, λυτρωσον με εκ δυναμεως ασεβους, εκ χειρος παρανομου και αδικου.
4My God, rescue me out of the hand of the wicked, out of the hand of the unrighteous and cruel man.
5Διοτι συ εισαι η ελπις μου, Κυριε Θεε· το θαρρος μου εκ νεοτητος μου.
5For thou art my hope, O Lord Jehovah, my confidence from my youth.
6Επι σε επεστηριχθην εκ της κοιλιας· συ εισαι σκεπη μου εκ των σπλαγχνων της μητρος μου· εις σε θελει εισθαι παντοτε ο υμνος μου.
6On thee have I been stayed from the womb; from the bowels of my mother thou didst draw me forth: my praise shall be continually of thee.
7Ως τερας κατεσταθην εις τους πολλους· αλλα συ εισαι το δυνατον καταφυγιον μου,
7I have been as a wonder unto many; but thou art my strong refuge.
8Ας εμπλησθη το στομα μου απο του υμνου σου, απο της δοξης σου, ολην την ημεραν.
8My mouth shall be filled with thy praise, with thy glory, all the day.
9Μη με απορριψης εν καιρω γηρατος· οταν εκλειπη η δυναμις μου, μη με εγκαταλιπης.
9Cast me not off in the time of old age; forsake me not when my strength faileth.
10Διοτι οι εχθροι μου λαλουσι περι εμου· και οι παραφυλαττοντες την ψυχην μου συμβουλευονται ομου,
10For mine enemies speak against me, and they that watch for my soul consult together,
11Λεγοντες, Ο Θεος εγκατελιπεν αυτον· καταδιωξατε και πιασατε αυτον, διοτι δεν υπαρχει ο σωζων.
11Saying, God hath forsaken him; pursue and seize him, for there is none to deliver.
12Θεε, μη μακρυνθης απ' εμου· Θεε μου, ταχυνον εις βοηθειαν μου.
12O God, be not far from me; my God, hasten to my help.
13Ας αισχυνθωσιν, ας εξαλειφθωσιν οι εχθροι της ψυχης μου· ας σκεπασθωσι απο ονειδους και εντροπης οι ζητουντες το κακον μου.
13Let them be ashamed, let them be consumed, that are adversaries to my soul; let them be covered with reproach and dishonour that seek my hurt.
14[] Εγω δε παντοτε θελω ελπιζει, και θελω προσθετει επι παντας τους επαινους σου.
14But as for me, I will hope continually, and will praise thee yet more and more.
15Το στομα μου θελει κηρυττει την δικαιοσυνην σου και την σωτηριαν σου ολην την ημεραν· διοτι δεν δυναμαι να απαριθμησω αυτας.
15My mouth shall declare thy righteousness, [and] thy salvation all the day: for I know not the numbers [thereof].
16Θελω περιπατει εν τη δυναμει Κυριου του Θεου· θελω μνημονευει την δικαιοσυνην σου, σου μονου.
16I will go in the might of the Lord Jehovah; I will recall thy righteousness, thine alone.
17Θεε, συ με εδιδαξας εκ νεοτητος μου· και μεχρι του νυν εκηρυττον τα θαυμασια σου.
17O God, thou hast taught me from my youth, and hitherto have I proclaimed thy marvellous works:
18Μη με εγκαταλιπης μηδε μεχρι του γηρατος και πολιας, Θεε, εωσου κηρυξω τον βραχιονα σου εις ταυτην την γενεαν, την δυναμιν σου εις παντας τους μεταγενεστερους.
18Now also, when I am old and greyheaded, O God, forsake me not, until I have proclaimed thine arm unto [this] generation, thy might to every one that is to come.
19Διοτι η δικαιοσυνη σου, Θεε, ειναι υπερυψωμενη· διοτι εκαμες μεγαλεια Θεε, τις ομοιος σου,
19And thy righteousness, O God, reacheth on high, thou who hast done great things: O God, who is like unto thee?
20οστις εδειξας εις εμε θλιψεις πολλας και ταλαιπωριας, και παλιν με ανεζωοποιησας και εκ των αβυσσων της γης παλιν ανηγαγες με;
20Thou, who hast shewn us many and sore troubles, wilt revive us again, and wilt bring us up again from the depths of the earth;
21Ηυξησας το μεγαλειον μου και επιστρεψας με παρηγορησας.
21Thou wilt increase my greatness, and comfort me on every side.
22Και εγω, Θεε μου, θελω δοξολογει εν τω οργανω του ψαλτηριου σε και την αληθειαν σου· εις σε θελω ψαλμωδει εν κιθαρα, Αγιε του Ισραηλ.
22I will also praise thee with the psaltery, even thy truth, my God; unto thee will I sing psalms with the harp, thou holy One of Israel.
23Θελουσιν αγαλλεσθαι τα χειλη μου, οταν εις σε ψαλμωδω· και η ψυχη μου, την οποιαν ελυτρωσας.
23My lips shall exult when I sing psalms unto thee; and my soul, which thou hast redeemed.
24Ετι δε η γλωσσα μου ολην την ημεραν θελει μελετα την δικαιοσυνην σου· διοτι ενετραπησαν, διοτι κατησχυνθησαν, οι ζητουντες το κακον μου.
24My tongue also shall talk of thy righteousness all the day; for they shall be ashamed, for they shall be brought to confusion, that seek my hurt.