1[] Μακαριος ο ανθρωπος, οστις δεν περιεπατησεν εν βουλη ασεβων, και εν οδω αμαρτωλων δεν εσταθη, και επι καθεδρας χλευαστων δεν εκαθησεν·
1Felicxa estas la homo, kiu ne iras laux konsilo de malpiuloj, Nek staras sur vojo de pekuloj, Nek sidas en kunsido de blasfemantoj;
2αλλ' εν τω νομω του Κυριου ειναι το θελημα αυτου, και εν τω νομω αυτου μελετα ημεραν και νυκτα.
2Sed li nur havas deziron por la legxo de la Eternulo, Kaj pri Lia legxo li pensas tage kaj nokte.
3Και θελει εισθαι ως δενδρον πεφυτευμενον παρα τους ρυακας των υδατων, το οποιον διδει τον καρπον αυτου εν τω καιρω αυτου, και το φυλλον αυτου δεν μαραινεται· και παντα, οσα αν πραττη, θελουσιν ευοδωθη.
3Kaj li estos kiel arbo, plantita apud akvaj torentoj, Donanta sian frukton en sia tempo, Kaj kies folio ne velkas; Kaj en cxio, kion li faras, li sukcesos.
4[] Δεν θελουσιν εισθαι ουτως οι ασεβεις· αλλ' ως το λεπτον αχυρον, το οποιον εκριπτει ο ανεμος.
4Ne tiel estas la malpiuloj; Sed ili estas kiel grenventumajxo, kiun disblovas la vento.
5Δια τουτο δεν θελουσιν εγερθη οι ασεβεις εν τη κρισει, ουδε οι αμαρτωλοι εν τη συναξει των δικαιων.
5Tial ne staros fortike la malpiuloj cxe la jugxo, Nek la pekuloj en societo de piuloj.
6Διοτι γνωριζει ο Κυριος την οδον των δικαιων· η δε οδος των ασεβων θελει απολεσθη.
6CXar la Eternulo konas la vojon de piuloj; Sed la vojo de malpiuloj pereos.